Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο
της ζωής το ρημαδιό!
*
Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.
(...)
Ανωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μου 'βγαινε η ψυχή.
*
Είκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα στην εμπασιά
του χωριού την εκκλησιά.
*
Και ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.
*
Και στον πόλεμ' «όλα για όλα»
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.
***
(...)
Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θα 'ρτη ανάποδα ο ντουνιάς.
(...)
*
(Από την «Μπαλάντα του κυρ - Μέντιου»).