Ο Ρισέ, λοιπόν, έφτιαξε μια ταινία που δεν υπολείπεται σε τίποτα από τις αντίστοιχες αμερικάνικες. Εχει βία, σασπένς, ατμόσφαιρα. Σε κάποιες στιγμές, μάλιστα, μπορεί να θεωρηθεί και πιο προχωρημένη. Καθώς φέρνει μαζί της και έναν αέρα Παρισιού. Μιαν άλλη «κουλτούρα». Εξωτερικά, βέβαια, μόνον!
«Η Επίθεση στο Σταθμό 13» είναι επανακατασκευή της παλιάς ταινίας (1976) του Τζον Κάρπεντερ, «Ο Σταθμός 13 δέχεται επίθεση». Ο ίδιος ο Κάρπεντερ βοήθησε στο καινούριο σενάριο. Πρόκειται για ένα αστυνομικό θρίλερ με τη δοκιμασμένη συνταγή της δήθεν ψυχολογικής προσέγγισης των χαρακτήρων. Ενας υπό διάλυση αστυνομικός σταθμός αναγκάζεται, λόγω των καιρικών συνθηκών, να «φιλοξενήσει» μια ομάδα κακοποιών μέχρι να κοπάσει η θύελλα. Ομως, δεν είναι μόνον ο σταθμός υπό διάλυση. Είναι και οι αστυνομικοί, που έχουν απομείνει εκεί. Και ενώ όλα «βαίνουν καλώς», μέσα στο χιόνι και τα «κρύα» σεξουαλικά αστεία, ξαφνικά ο σταθμός δέχεται επίθεση. Κάποιοι θέλουν να απαγάγουν το χειρότερο των κακοποιών, που έχει αποφασίσει να τους «καρφώσει», για να τον «αποκεφαλίσουν»! Οι διαλυμένοι αστυνομικοί ανασυγκροτούνται! Το καθήκον επιβάλλει να μην πάθει τίποτα ο κρατούμενος. Φτάνουν, μάλιστα, σε τέτοιο σημείο ...καθήκοντος, που δίνουν όπλα στους κακοποιούς, για να αποκρούσουν, από κοινού, την εξωτερική επίθεση! Από εκεί και πέρα, γίνεται το «έλα να δεις».
Αν αποδεχτούμε πως ο κινηματογράφος μπορεί να είναι και σκληρό παραμύθι, εξωπραγματικές ιστορίες για να περνάει (με αγωνία) η ώρα, τότε θα πρέπει να ομολογήσουμε πως ο «Σταθμός» διαθέτει «αρετές»! Ξεκινάει αργά και σιγά σιγά οικοδομεί την ένταση. Στο τέλος, δικαιολογεί όλες τις ενέργειες, που έχουν γίνει. Είναι όλα καθαρά στον θεατή. Μόνο, βέβαια, που, αυτόματα, μπαίνει το ερώτημα: Γιατί όλα αυτά;
Δε νομίζω πως είμαι ο πιο αρμόδιος να απαντήσω. Το ερώτημα να απευθυνθεί στους ψυχολόγους και τους κοινωνιολόγους. Η αγωνία και ο φόβος, όταν προκαλούνται από πραγματικά γεγονότα, έχουν κάποια αξία. Οταν, όμως, προκαλούνται από φανταστικές και εξωπραγματικές ιστορίες, τότε εγώ αδυνατώ να συμμετάσχω! Κάθε τόσο, όση προσπάθεια και αν καταβάλει ο κατασκευαστής, μια φράση έρχεται στα χείλη μου, «ελάτε, παιδιά, δε γίνονται αυτά». Και αυτή η φράση με απομακρύνει από κάθε «μαγεία». Και χωρίς μαγεία ο κινηματογράφος είναι ένα τίποτα!
Παίζουν: Ιθαν Χοκ, Λόρενς Φίσμπερν, Τζον Λεγκουιζάμο, Μαρία Μέλο, Τζα Ρουλ, Γκάμπριελ Μπερν.