Μάσκες θεατρικές, ως σύμβολα υποκρισίας, τραγικότητας ή ευθυμίας, ως μέσο μεταμφιέσεων, μάσκες αποκριάτικες ή πολεμικές, δίνουν την αφορμή σε σημαντικούς καλλιτέχνες να παρουσιάσουν ή να σχολιάσουν το πανάρχαιο αυτό αντικείμενο - σύμβολο. Εως τις 12/3 θα εκτεθούν έργα των: Η. Αγγελή, Ν. Αγγελίδη, Δ. Αγγελίδου, Χρ. Βεργή, Α. Βερούκα, Δ. Γέρου, Π. Γουλάκου, Ε. Ευθυμιάδη, Τ. Δημητρακοπούλου, Μ. Ζαμπούρα, Στ. Ζαννή, Π. Ζουμπουλάκη, Δ. Κοτρώτσιου, Σπ. Κουρσάρη, Μ. Μαδένη, Θ. Μακρή, Φ. Μιχαηλίδη, Α. Νικολάου, Θ. Παναγιώτου, Γ. Παπαδόπουλου, Κ. Παπατριανταφυλλόπουλου, Μ. Παπαχρήστου, Μ. Πολυχρονιάδη, Α. Ραζή, Π. Σάμιου, Β. Σπεράντζα, Μ. Σπηλιόπουλου, Ν. Στεφάνου, Μ. Φιλοπούλου κ.ά.
Οι καλλιτέχνες, ο καθένας με προσωπική «γραφή» και κοσμοθεωρία, δημιουργούν είτε μάσκες τριών διαστάσεων - κάποιες μπορούν να φορεθούν - είτε έργα ζωγραφικής, όπου πρωταγωνστεί το προσωπείο. Την έκθεση επιμελήθηκε η Ι. Κρητικού, η οποία προλογίζοντας το σχετικό κατάλογο αναφέρεται στους «Δρόμους της μάσκας». Παρουσιάζει τη χρήση τους από τις ινδιάνικες φυλές της ακτής του Ειρηνικού και επισημαίνει ότι «οι Masqueam, Ινδιάνοι του ποταμού Φρέιζερ, χρησιμοποιούσαν σε γάμους, κηδείες και τελετές μύησης τις μάσκες, "μηχανικά ευρήματα αφελή και βάναυσα συνάμα... στρόφιγγες που επιτρέπουν στα στόματα να σαρκάζουν τον τρόμο του μυούμενου, στα μάτια να θρηνούν το θάνατό του, στα ράμφη να τον καταβροχθίζουν"».
Η Ι. Κρητικού αναφέρεται, επίσης, στις Δελφικές Γιορτές του 1927 και 1930, και στις θεατρικές μάσκες που φόρεσαν οι ηθοποιοί το 1951 στις αριστοφανικές «Νεφέλες» που παρουσιάσε το Εθνικό Θέατρο. Μία παράσταση «που προκάλεσε σκάνδαλο με τα τολμηρά χρώματα και σχήματα της θεατρικής σκευής, πιστής στην ξεχασμένη ζωηρότητα του αρχαίου προτύπου. Από το τοτεμικό ξόανο στο κοίλον του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, ο κύκλος έκλεισε ξανά, στους 50. Χώρεσε μέσα του μάσκες - έργα και, κυρίως, μάσκες - κατασκευές. Μάσκες των ερυθρόδερμων στολισμένες με λευκά φτερά κύκνου ή χρυσαετού συνομιλούν τώρα με τους "Ορνιθες" και μαλλιαρές λεοντοκεφαλές από το "Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας". Χαρτονένιες περικεφαλαίες για αφανείς λαϊκούς ήρωες γειτνιάζουν με βενετσιάνικους γαλανούς ουρανούς και συρμάτινες κυρίες του μεσοπολέμου. Νύμφες και σάτυροι συναλλάσσονται με υποβρύχιους κολυμβητές και μορφές χωρίς πρόσωπο, ή ανθρώπους με αντιασφυξιογόνες μάσκες. Υφάσματα και κοχύλια, δαντέλες, καθρέφτες και χαρτοσακούλες, φτιάχνουν προσωπεία που ταξιδεύουν από τη λίμνη Kaukwe ως το Canal Grande, κι από την Επίδαυρο ως τη Νάουσα. Στους πίνακες επικρατούν μυστηριώδεις γυναίκες, που γυμνές, ενδύονται τη μάσκα, για να μην αποκαλυφθεί ποτέ το μυστικό».