Κυριακή 20 Μάρτη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΧΡΟΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Στα «μέτρα» των επιχειρήσεων και των κερδών τους

Την «εποχή» της ΟΝΕ, μαζί με το ευρωενωσιακό φρούτο της απασχολησιμότητας και των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, ιδιαίτερη ανάπτυξη γνωρίζουν και οι πολιτικές ευελιξίας του χρόνου εργασίας. Δίπλα στις παραδοσιακές μορφές, τις υπερωρίες, τις βάρδιες και τα διακεκομμένα ωράρια, στην ημερήσια διάταξη μπήκε και η συνολική διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Με τρεις αλλεπάλληλους νόμους, από το 1990 μέχρι το 2000, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ επιχείρησαν να προωθήσουν σε ακόμα μεγαλύτερο βάθος την ευελιξία του χρόνου εργασίας, να αποσταθεροποιήσουν τον σταθερό ημερήσιο και εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας, να υπονομεύσουν το οχτάωρο. Σε αυτή την κατεύθυνση η κυβέρνηση της ΝΔ, μέσω της Εθνικής Επιτροπής Απασχόλησης, προωθεί νέα σχέδια για το χρόνο εργασίας, τις υπερωρίες κλπ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τελικός στόχος όλων αυτών των μορφών ευελιξίας στο χρόνο εργασίας, που ραγδαία αναπτύσσεται σε όλες τις χώρες της ΕΕ, είναι η μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, ή η αύξηση της απλήρωτης δουλιάς, δηλαδή δυο τρόποι έντασης της εκμετάλλευσης, που κάνουν πιο φτηνό τον εργάτη. Μ' αυτό τον τρόπο επιδιώκουν την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και των επιχειρηματικών κερδών. Το κεφάλαιο αμφισβητεί τον σταθερό ημερήσιο και εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας, αμφισβητεί τον ελεύθερο χρόνο των εργαζομένων, απαιτεί η εργατική δύναμη να προσαρμόζεται στις ανάγκες της παραγωγής και στις διακυμάνσεις της, ο εργαζόμενος να αφιερώνεται ολοκληρωτικά στον εργοδότη.

Η υπερωριακή απασχόληση ήταν και είναι για τη χώρα μας από τις πιο διαδεδομένες και παραδοσιακές μορφές «ευελιξίας» του χρόνου εργασίας, που οδηγεί σε επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας, σύμφωνα με τις ανάγκες των επιχειρήσεων. Γι' αυτό, αν και ο συμβατικός χρόνος εργασίας γενικεύτηκε από τις αρχές δεκαετίας του '80 στις 40 ώρες την εβδομάδα, ο πραγματικός εβδομαδιαίος εργάσιμος χρόνος στη χώρα μας το 1999 ήταν 44,5 ώρες. Μαζί με την Αγγλία (44,3 ώρες) και την Πορτογαλία (43,1), η Ελλάδα - σύμφωνα με τα στοιχεία της Γιουροστάτ - είχε την πρωτοκαθεδρία στον πραγματικό εργάσιμο χρόνο. Ο μέσος όρος του πραγματικού εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας των 15 χωρών, την ίδια χρονιά ήταν 42 ώρες. Σχετικές έρευνες δείχνουν ότι το 15%-35% των μισθωτών στη χώρα μας απασχολείται υπερωριακά. Γεγονός που αποδεικνύει και αυτό ότι εξαιτίας των χαμηλών μισθών και ημερομισθίων οι εργαζόμενοι καταφεύγουν στην υπερωριακή απασχόληση, ως μέσο για να καλύψουν τις ανάγκες τους.

Αντίστοιχα υψηλός είναι και ο συμβατικός ετήσιος χρόνος εργασίας στη χώρα μας, αν απ' αυτόν (40 ώρεςΧ52 βδομάδες) αφαιρέσουμε τις άδειες των εργαζομένων και τις επίσημες αργίες. Βάσει συγκεκριμένων υπολογισμών (πηγή EIRO), προκύπτει ότι στην ΕΕ των «15», ο μέσος κανονικός ετήσιος χρόνος εργασίας στη χώρα μας το 2003 ήταν 1.800 ώρες, όταν στην Πορτογαλία ήταν 1.747,5 ώρες, στην Ισπανία 1.729,3, στο Η. Βασίλειο 1.692,6 και στην Ιταλία - για να συγκρίνουμε μόνο με τις χώρες του νότου - 1.672 ώρες. Ο θεσμοθετημένος ετήσιος μέσος όρος του χρόνου εργασίας στις 15 χώρες της ΕΕ το 2003 ήταν 1.738,7 ώρες εργασίας.

Μορφές διευθέτησης στην Ελλάδα

Στη χώρα μας η επιμήκυνση του χρόνου εργασίας εκφράζεται και με τη μορφή της πολυαπασχόλησης. Δηλαδή, πολλές φορές οι εργαζόμενοι, για να συμπληρώσουν το απαραίτητο εισόδημα, καταφεύγουν σε δύο ή ακόμα και τρεις δουλιές. Σχετικές έρευνες δείχνουν ότι το 20% του εργατικού δυναμικού πολυαπασχολείται, ενώ είναι πολλοί αυτοί που, εξαιτίας των οικονομικών αναγκών, αν τους δινόταν η δυνατότητα θα έκαναν το ίδιο.

Ιδιαίτερη μορφή ευελιξίας του χρόνου εργασίας είναι το διακεκομμένο ωράριο. Η πρακτική αυτή συναντάται επί το πλείστον στο χώρο των υπηρεσιών και των εμπορικών καταστημάτων και συναρτάται από το ωράριο λειτουργίας τους.

Διαδεδομένο είναι στη χώρα μας και το σύστημα των βαρδιών (πρωινή, απογευματινή, και νυχτερινή). Στη βιομηχανία στην τακτική νυχτερινή βάρδια απασχολείται ένας στους τέσσερις εργαζόμενους (26%). Ωθηση στη μορφή της νυχτερινής βάρδιας έδωσε ο νόμος 1892/90. Με τον ίδιο νόμο δόθηκε και η δυνατότητα λειτουργίας αυτόνομης τέταρτης βάρδιας κατά τα Σαββατοκύριακα. Με τον συγκεκριμένο τρόπο θίχτηκε σε μεγαλύτερη έκταση η αργία της Κυριακής. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη βιομηχανία το 31% του προσωπικού εργάζεται τακτικά το Σάββατο και το 26% την Κυριακή.

Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια η συνολική διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η οποία επιχειρείται επίμονα τα τελευταία 15 χρόνια είναι σίγουρο ότι θα αποτελέσει τη χαριστική βολή στον σταθερό ημερήσιο χρόνο, θα καταντήσει κουρελόχαρτο τη θεσμοθέτηση του οχτάωρου. Με τη διευθέτηση παύει στην ουσία να υπάρχει σταθερός χρόνος εργασίας. Τα ωράρια, ημερήσια και εβδομαδιαία, αυξομειώνονται ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης. Ο υπολογισμός του χρόνου γίνεται σε μεγάλα χρονικά διαστήματα (π.χ. 6μηνα, 9μηνα, 12μηνα). Αν και ο συνολικός εργάσιμος χρόνος παραμένει ο ίδιος - υπάρχουν και περιπτώσεις που μειώνεται για να γίνει ελκυστική η παγίδα - αυτό δεν έχει καμιά θετική ανταπόκριση για τους εργαζόμενους. Το αντίθετο οι επιχειρήσεις εξασφαλίζουν πρόσθετη εργατική δύναμη για τις περιόδους παραγωγικής αιχμής, δεν καταβάλλουν την υπερωριακή αμοιβή για την υπέρβαση του συμβατικού ωραρίου και «επιστρέφουν» αυτόν το χρόνο υπερεργασίας με τη μορφή άδειας στο μισθωτό.

Η πρώτη απόπειρα στη χώρα μας έγινε με το νόμο 1892/90 (άρθρο 40) που δινόταν η δυνατότητα 6μηνης διευθέτησης, με ανώτατο όριο ημερήσιας εργασίας το 9ωρο και εβδομαδιαίας το 48ωρο. Με το νόμο 2639/98 (άρθρο 3) επιχειρήθηκε να διευκολυνθεί περαιτέρω η λειτουργία της διευθέτησης. Μεταξύ άλλων δόθηκε δυνατότητα για ετήσια διαχείριση του χρόνου και η δυνατότητα υπέρβασης για 6 μήνες του συμβατικού ωραρίου κατά 2 ώρες. Δηλαδή, γι' αυτό το διάστημα η ημερήσια απασχόληση μπορούσε να φτάσει το 10ωρο.

Νέα απόπειρα έγινε με το νόμο 2874/2000 (άρθρο 5), με τον οποίο η ετήσια διευθέτηση συνδέθηκε με τη μείωση του ετήσιου εργάσιμου χρόνου κατά 90 ώρες και τη δημιουργία εβδομαδιαίου μέσου όρου απασχόλησης 38 ωρών. Ο συνολικός αριθμός των διευθετούμενων ωρών είναι 138 ώρες. Δηλαδή, αυτόν τον αριθμό ωρών οι επιχειρήσεις θα τον διέθεταν σύμφωνα με τις ανάγκες τους, χωρίς να καταβάλλουν την πρόσθετη αποζημίωση. Αν και στην πράξη ο νόμος αυτός δεν «περπάτησε», εντούτοις από την εφαρμογή της διευθέτησης σε άλλες χώρες προκύπτει ότι αυτό οδήγησε σε μείωση των αποδοχών των εργαζομένων (μη πληρωμή υπερωριών), σε εντατικοποίηση της εργασίας, αλλά και σε αρνητικές συνέπειες στην υγεία των εργαζομένων από την επιμήκυνση του χρόνου εργασίας για μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Γι' αυτό και παραμένει μια στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του σε όλη την Ευρώπη, αλλά και στη χώρα μας. Και σαν τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί από το συνδικαλιστικό κίνημα και τους εργαζόμενους και η «διευθέτηση», αλλά και συνολικά η ευελιξία του χρόνου εργασίας. Προβάλλοντας σθεναρά το δικαίωμα στη σταθερή και πλήρη απασχόληση και διεκδικώντας σήμερα, ως ώριμο και αναγκαίο αίτημα, το 35ωρο, 7ωρο, 5ήμερο.


Γιάννης ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ