Ο καινούριος δίσκος του σαν υλικό ξεκινά από το 1998. «Υπήρχαν σκόρπια πράγματα, υλικό για τέσσερα CD. Εκανα την επιλογή και πήρα την παρέα μου, που αποτελείται από αξιόλογους μουσικούς. Με τον Πάππο πηγαίναμε μαζί στην Αρτα, εξ ου και το «Αρτα - Αθήνα», με τον Τάκη Φαραζή είχαμε συνεργαστεί στο θέατρο - στην παράσταση της «Φόνισσας» με την Λυδία Κονιόρδου -, με τον Βαγγέλη Κοντόπουλο ήμασταν τρία χρόνια μαζί στις συναυλίες του Παντελή, τον Δημητρακόπουλο τον ξέρω από τότε που πρωτόπιασε το κανονάκι μέσω του Χάικ, με τον Μάκη Αναστασόπουλο έχουμε πιει πολλές ρακές, με τον Δημήτρη ήμαστε μαζί φαντάροι. Και μαζί ο Τέο, ο Μοχάμετ... Ηρθανε, παίξαμε, όλοι μια παρέα, και αυτό είναι το σημαντικό. Να βγει κάτι από μια παρέα, που θέλει να το κάνει, και δεν έρχεται από υποχρέωση ή για τα λεφτά. Πήρα πολύ θετική ενέργεια στο στούντιο, όχι μόνο από τους μουσικούς αλλά και από τους τραγουδιστές. Πολύτιμη η προσφορά του Βασίλη Μαθιουδάκη που έκανε το υπέροχο εξώφυλλο».
Ανάμεσα στα τραγούδια του δίσκου κι ένα σε ποίηση Αγγουλέ. «Τον Αγγουλέ τον έμαθα από τον Παντελή, ο οποίος έχει μελοποιήσει ένα στιχάκι του, το "Ολα με τη γλώσσα της χαράς". Επειδή μου άρεσε αυτός ο στίχος άρχισα να ρωτάω, να ασχολούμαι... Πήρα τη συλλογή με τα ποιήματά του και από αυτήν διάλεξα το "Περιμένει"». Ξεχωριστή «νότα» του δίσκου το κρητικό που ερμηνεύει ο Π. Λάλεζας. «Γνωριστήκαμε στο ΤΕΙ, όπου δίδασκε. Δε θέλει και πολύ για να καταλάβεις ότι επικοινωνείς μ' έναν άνθρωπο. Του ζήτησα να πει α καπέλα ένα ταμπαχανιώτικο, έτσι κι έγινε».
Κατέχοντας πλέον τα «μυστικά των χορδών» ο Π. Περυσινάκης αναφέρεται στα πρώτα στάδια «μύησης». «Παίζω λύρα από έξι χρονών. Δώδεκα χρονών έπαιξα πρώτη φορά σε γάμο, από τις 10 το βράδυ μέχρι τις 8 το πρωί... Διδάχτηκα λύρα στη μουσική σχολή, που είχε ανοίξει στον Αγ. Νικόλαο, ο Κώστας Μουντάκης, ο μεγαλύτερος δεξιοτέχνης στο όργανο, το '83 - '84. Δάσκαλός μου ήταν ο Γιάννης Δάνδολος και ο Μουντάκης, που είχε την ευθύνη της σχολής ερχόταν σαν επιμελητής μία φορά το μήνα. Οποτε ερχόταν με έβαζε και έπαιζα...».
Αποφεύγοντας, πάντως, να χρησιμοποιεί τον όρο «παραδοσιακή μουσική» - «αντί γι' αυτό χρησιμοποιώ τον όρο λαϊκή οργανική μουσική», λέει: «Η παράδοση είναι κάτι σαν ιδέα, δεν υπάρχουν νόμοι και κανόνες. Ο καθένας, ανάλογα με το επίπεδό του, την αισθητική του, όλο το μπαγκράουντ του διαμορφώνει το "παραδοσιακό" με τα δικά του δεδομένα. Αυτό έκαναν όλοι οι καλλιτέχνες που έχουν ταυτιστεί με την παράδοση. Αν την εποχή που ξεκινούσαν να κάνουν δίσκους ζούσαν οι παλιότεροί τους θα τους έλεγαν "τι κάνετε, πώς τα λέτε τα κομμάτια;". Παράδοση είναι κάτι που έρχεται μετά. Που σε βλέπει από το μέλλον». Πάντως, «είναι στενόχωρο να χρησιμοποιούν ντραμς στα κρητικά. Γιατί μπορεί και άλλα πράγματα να μην έχουν σχέση με την παράδοση και όμως να ταιριάζουν, αλλά αυτό παραείναι. Πρέπει να κρατάς ένα μέτρο... Οι παλιοί δεν είχαν γνώσεις. Ανέπνεαν όμως άλλο οξυγόνο, έπιναν άλλο νερό, τρώγανε άλλα φαγητά. Αυτά και μόνο οριοθετούν κάποια συνθήκη. Τώρα, όταν ανοίγεις την τηλεόραση και βλέπεις "Φέιμ στόρι", τι αισθητική να δρομολογήσει σε έναν εικοσάχρονο για να κάνει έναν κρητικό δίσκο;».
Αναφερόμενος στο παρόν του ελληνικού τραγουδιού, λέει ότι «έχουν δυσκολέψει τα πράγματα στην ελληνική δισκογραφία. Οι εταιρίες δυσκολεύονται να κάνουν παραγωγές, να ρισκάρουν, με αποτέλεσμα να ξαναβάζουν τους ίδιους, που δεν έχουν τι να πουν και αναμασούν. Είναι ένας φαύλος κύκλος. Αν και υπάρχουν πάρα πολλά ταλέντα, είναι πολύ δύσκολη η πρόσβαση στις εταιρίες... Σε ράφια παραγωγών υπάρχουν άπειρα CD, τα οποία κανένας δεν αναλαμβάνει να τα προχωρήσει».