Πιθανότατα, πρόκειται για την αρχή της διευθέτησης μιας εκρεμμότητας που «τραυμάτισε» την εξωτερική πολιτική της χώρας, τη συνειδητά μπλεγμένη στην ιμπεριαλιστική τάξη πραγματων. Και ενώ επί δεκαπέντε χρόνια ήταν ορατό το φλεγόμενο βαλκανικό δάσος, η Ελλάδα έκανε πως δεν έβλεπε τη φωτιά, αφού και η ίδια είχε βάλει προσάναμμα. Αυτή είναι, τέλος, η πρόταση για μια διευθέτηση, η οποία είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσει για άλλη μια φορά σαν παραμορφωτικός φακός, που θα διαστρεβλώσει τη σημερινή ευέλεκτη και ρευστή βαλκανική πραγματικότητα.
Μια ματιά μόνο στο παρελθόν αυτής της ιστορίας είναι αρκετή, για να διαπιστώσει κανείς πως πάντα λειτούργησε σαν πέπλο που κάλυψε το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας - «πλην Λακεδαιμονίων» του ΚΚΕ, όπως είχε πει ο Λ. Κύρκος - στην εθνικιστική θέση που εκδήλωσαν με τα διαβόητα συλλλαλητήρια, αποπροσανατολίζοντας τις λαϊκές δυνάμεις από το να συνειδητοποιήσουν τις αιτίες για τα πραγματικά φλέγοντα ζητήματα.
Η εσωτερική πολιτική διαμάχη και οι φιλοδοξίες του ΠΑΣΟΚ του Αν. Παπανδρέου ήταν οι παράγοντες που, σ' ένα μεγάλο βαθμό, οδήγησαν την υπόθεση της ονομασίας της ΠΓΔΜ βαθύτερα στο αδιέξοδο και την εξωτερική πολιτική της χώρας μας, αφού ήταν προσηλωμένη στις διαθέσεις της Ουάσιγκτον, η οποία ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στο βαλκανικό παιχνίδι.
Η κυβέρνηση του Αν. Παπανδρέου ήταν αυτή που «τερμάτισε» τις συνομιλίες για μια συμβιβαστική λύση και επέβαλε εμπάργκο στα Σκόπια, βοηθώντας έτσι τον αποκλεισμό της Σερβίας που είχαν διατάξει οι Αμερικανοί. Οταν ολοκληρώθηκε ο στραγγαλισμός της Σερβίας, η κυβέρνηση του Αν. Παπανδρέου παρέδωσε την υπόθεση στην αμερικανική επιδιαιτησία με την ενδιάμεση συμφωνία που υπογράφηκε μόνο και μόνο, για να συντηρηθεί η εκρεμμότητα.
Εκτοτε, μετά την ενδιάμεση συμφωνία, η υπόθεση των Σκοπίων χάθηκε στα δικηγορικά γραφεία του Σ. Βανς και του Μάθιου Νίμιτς. Κατά καιρούς εμφανίζονται στο τραπέζι συμβιβαστικές προτάσεις, οι οποίες απορρίπτονται από την Αθήνα, παρά το γεγονός ότι η εκρεμμότητα υπονομεύει τη σταθερότητα στα βόρεια σύνορα της χώρας. Η κρίση του 2001, λίγο έλειψε να διαλύσει το κράτος της ΠΓΔΜ, όταν εκδηλώθηκε το αντάρτικο του αλβανικού τμήματος του πληθυσμού της χώρας, με κινδύνους για τη χώρα μας και όχι μόνο.
Με άλλα λόγια, η υπόθεση της συνταγματικής ονομασίας της ΠΓΔΜ αξιοποιείται, για μια ακόμη φορά, προκειμένου να αποστραφεί από τις λαϊκές συνειδήσεις η προσοχή από την ελληνική σύμπλευση με τα αμερικανικά σχέδια για το Κοσσυφοπέδιο. Ετσι, λοιπόν, ενώ δημιουργούνται οι συνθήκες που οικοδομούν πιθανά ένα νέο κεφάλαιο έντασης με την υπόθαλψη των αλβανικών οραμάτων για εθνική ολοκλήρωση, η ελληνική κυβέρνηση στρέφει τη συζήτηση στο δένδρο, αγνοώντας για μια ακόμη φορά το δάσος που ήδη έχει πιάσει φωτιά.
Τι έχει αλλάξει από τότε; Οσο κι αν αναζητήσει κανείς τις αιτίες που οδηγούν στο σημερινό ρεαλισμό, σε ένα σημείο θα καταλήξει: Η «ωριμότητα» για το συμβιβασμό καλλιεργήθηκε στο θερμοκήπιο των αμερικανικών συμφερόντων που σήμερα «χαϊδεύουν» τα αλβανικά οράματα ολοκλήρωσης, προωθώντας τη δημιουργία του κράτους του Κοσσυφοπεδίου και μια ακόμη αλλαγή συνόρων.