Χάρηκε ο Κωστής και όταν άρχισαν να τον εξουσιάζουν και να του λένε κάτι για ήπια προσαρμογή κι άλλα τέτοια. Σου λέει ό,τι και να είναι, ήπια θα είναι, όχι όπως τους άλλους ...και περίμενε. Ο καιρός πέρναγε όμως και φως δεν έβλεπε στον ορίζοντα. Οι ντομάτες και τα κολοκύθια γίνονταν όλο και πιο ακριβά. Τα φροντιστήρια των μικρών, η βενζίνη, τα τσιγάρα όλα συνέχισαν να ακριβαίνουν. Ολα εκτός από το μεροκάματό του, που έμενε σταθερό και αμετακίνητο. «Αντε και είναι αρχή, δεν έχουν προσαρμοστεί οι άνθρωποι, βρήκαν και καμένη γη», είπε για να δικαιολογήσει την απόφασή του.
Αρχισαν να μπαίνουν ψύλλοι στα αυτιά του, «σαν να μη μου τα λένε καλά και τούτοι δω με μένα τα 'χουν», άρχισε να μονολογεί τα βράδια που καθόταν και τα σκεφτόταν. Δε βαριέσαι είπε, «συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια». Την άλλη μέρα, πήγε στο εργοστάσιο και βρήκε τους διευθυντάδες να διαμηνύουν ότι οι δουλιές δεν πάνε καλά, να μη ζητάνε αυξήσεις και να δουλεύουν παραπάνω για να γίνουν, λέει, «ανταγωνιστικοί» και όποιος δε θέλει να φύγει. «Δύσκολα τα πράγματα, είπε, το λένε και κάθε μέρα στην τηλεόραση, ευτυχώς έχω και το μισθό της γυναίκας και θα τα κουτσοβολέψουμε». Δεν πρόλαβε όμως να ησυχάσει γυρίζει μια μέρα στο σπίτι και βλέπει τη γυναίκα του σπίτι. Ασυνήθιστο, γιατί τέτοια εποχή δούλευε ως και 12ωρα. Δεν πρόλαβε να ρωτήσει κι έμαθε. «Κλείνουν το εργοστάσιο και μας απολύουν γιατί δεν έβγαλαν λέει όσα ήθελαν, επειδή κοστίζουμε πολλά».
Την επομένη ξεκίνησε οργισμένος για το εργοστάσιο και πήγε κατευθείαν στον Μήτσο. Σα να μου φαίνεται ότι ξύπνησα, ρε Μήτσο, αλλά δε φτάνω μόνο εγώ πρέπει να τους ξεσηκώσουμε όλους πριν να είναι αργά. Πριν μας πούνε δουλέψτε για να σας δώσουμε κυριολεκτικά ένα πιάτο φαΐ. Πριν μας πούνε θα δουλεύετε μέχρι να πεθάνετε πάνω στη μηχανή. Είναι πόλεμος, συνειδητοποίησε ο Κωστής, και πρέπει να μπω στη μάχη κι άλλοι πολλοί της τάξης μου. «Αντε, ρε Μήτσο, γιατί έχουμε και παιδιά που ακολουθούν από πίσω».