Η εγκυκλοπαίδεια λέει στο λήμμα «παχυδερμία»: «το να έχει κανείς χοντρό δέρμα, αναισθησία, χωριατιά. Στην ιατρική, παχυδερμία λέγεται η μόνιμη αύξηση του πάχους του δέρματος που οφείλεται σε χρόνια υπερπλασία του ινώδους ιστού του δέρματος, του υποδόριου συνδετικού ιστού, μερικές φορές και των μυών. Αυτή επεκτείνεται άλλοτε σε ολόκληρη την έκταση του σώματος, συνήθως όμως καταλαμβάνει τα κάτω άκρα και το όσχεο. Το δέρμα δε διατηρεί το χρώμα και τη σύστασή του, άλλοτε είναι λευκό με κάποια σκληρότητα και άλλοτε σκούρο και πλαδαρό. Η πάχυνση αυτή του δέρματος οφείλεται σε κυκλοφορικές και τροφικές διαταραχές που προκαλούνται από φλεγμονώδη νοσήματα του δέρματος ή σε κώλυμα της ομαλής κυκλοφορίας της λέμφου».
Σύντροφοι, η ανάλυση του «παχύδερμου» που εκτοξεύτηκε ως πολιτική μπαρούφα, κροτίδα όμως ικανή να καλύψει στα τηλεοπτικά πορτοπαράθυρα την αγωνία και την ανασφάλεια της πλειονότητας των εργαζομένων, δεν είναι υπόθεση ιατρική, αλλά καπιταλιστική παρενέργεια, εντελώς «φυσική». Δεν έχει να κάνει τίποτα με το σωματότυπο είτε αυτού που εκτοξεύει τη λέξη είτε αυτού που την εισπράττει. Ο κόσμος μας είναι ευτυχώς γεμάτος από υπέροχους και υγιείς χοντρούς, αλλά και το αντίστροφο σε βάρος και πολιτισμό λόγων και έργων.
Το πρόβλημα μάλλον έγκειται στην εφευρετικότητά μας. Είναι πολύ ακριβά τα αβγά και οι ντομάτες για να τους τα πετάξουμε. Η μούντζα - στα ψηφοδέλτια είναι άχρηστη, στην επικοινωνία ποτέ - δεν κοστίζει τίποτα. Μαυρίστε τους.