Είναι τυχαία η επιλογή αυτού του μετώπου; Μήπως η κυβέρνηση άνοιξε μέτωπο για να αρχίσει ο διαχωρισμός κράτους - Εκκλησίας; Μήπως ένα θέμα που άπτεται μιας μεταρρύθμισης, η οποία αντικειμενικά δε θίγει τη διαπλοκή κράτους - Εκκλησίας απέκτησε δική του δυναμική κάτω από ανεξέλεγκτους παράγοντες; Δηλαδή, η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες θα μειώσει τους «πιστούς» ή τους οπαδούς της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας; `Η μήπως η Εκκλησία διαπιστώνει ότι της αφαιρούνται προνόμια από τη σχέση της με το κράτος και φοβάται πιθανή αποδυνάμωση των δραστηριοτήτων της ως συστατικό μέρος του νομικοπολιτικού εποικοδομήματος; Ούτε το ένα φαίνεται να συμβαίνει ούτε το άλλο, για να δικαιολογεί την οξύτητα από τη δική της σκοπιά στην αντιπαράθεση. Γιατί, δε φαίνεται στον ορίζοντα όχι πρόθεση, αλλά ούτε ίχνος διάθεσης τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από την άρχουσα τάξη, διάρρηξης έστω και επιδερμικά των δεσμών τους των σχέσεών τους με την Εκκλησία.
Από τη σκοπιά της η κυβέρνηση θέλει να εφαρμόσει έναν ακίνδυνο για το σύστημα αστικοδημοκρατικό εκσυγχρονισμό, ο οποίος μάλιστα σε άλλα κράτη ουδέποτε απασχόλησε την κυρίαρχη τάξη, γιατί απλούστατα η θρησκεία δεν αποτελούσε στοιχείο ταυτότητας ενός ανθρώπου.
Ολα τα στοιχεία, λοιπόν, συνηγορούν στην άποψη ότι αυτό το μέτωπο δεν ανοίχτηκε τυχαία. Αποτελεί τον κρίκο αλυσίδας ζητημάτων που βρίσκονται σε εξέλιξη και έχουν σχέση με επιδιώξεις ενίσχυσης της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της δράσης της στα πλαίσια της νέας ιμπεριαλιστικής τάξης, όπως αυτή εκφράζεται με τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ, ενάντια στους λαούς της περιοχής και ενάντια στο λαό μας.
Αντικειμενικά, η πορεία της Ελλάδας στα πλαίσια της ΟΝΕ, του ΝΑΤΟ, γενικά της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων, αναπαράγει και οξύνει τις κοινωνικές ανισότητες, γεννά νέα προβλήματα οξύνει παλιά, και κάτω από προϋποθέσεις, μπορεί να στρώνεται το έδαφος αμφισβήτησης όχι μόνο συνεπειών ή συγκεκριμένων επιλογών, αλλά συνολικά της πολιτικής που τις εφαρμόζει, όπως και της εξουσίας που ασκεί αυτή την πολιτική. Και στην Ελλάδα, υπάρχει το ΚΚΕ με την πολιτική του αντιιμπεριαλιστικού - αντιμονοπωλιακού - δημοκρατικού μετώπου, η ευρύτερη απήχηση της οποίας ανησυχεί όχι μόνο την άρχουσα τάξη, αλλά και τους ευρωατλαντικούς συμμάχους της μαζί με το γεγονός της δυνατότητας να επιδρά με την πολιτική και την ταχτική του στην κινητοποίηση λαϊκών μαζών. Αλλωστε, στο ΚΚΕ επικεντρώνει τα πυρά του και το αμερικάνικο Κογκρέσο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι το ζητούμενο βρίσκεται στην εμφάνιση ενός πόλου ανώδυνου για το σύστημα, που να εκφράζει φαινομενικά ανάλογα συνθήματα, αλλά με περιεχόμενο που αντικειμενικά να μην αμφισβητεί την κυρίαρχη πολιτική, αλλά να φαίνεται ότι εναντιώνεται στις συνέπειές της. Να μη δίνει αντιιμπεριαλιστική - αντιμονοπωλιακή διέξοδο. Και όπως εξελίσσονται τα γεγονότα φανερώνουν ότι το «εθνικό», έξω από το «ταξικό», μπορεί να εκπληρώνει αυτή την αποστολή, αφού μπορεί να οδηγεί και στον εθνικισμό. Ιστορικά η ελληνορθόδοξη Εκκλησία έπαιξε και παίζει ανάλογο ρόλο, σε ό,τι αφορά την ακύρωση της λαϊκής αμφισβήτησης στις επιλογές της άρχουσας τάξης, με τη φαινομενική δράση της ενάντια στις συνέπειες, και την προβολή διεξόδου στην ελληνοορθόδοξη χριστιανική πίστη.
Την υπόθεση της μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες την άνοιξε ο υπουργός Δικαιοσύνης, δηλαδή η κυβέρνηση. Αφορμή ήταν η αναγκαία νομοθετική μεταρρύθμιση σ' ένα ζήτημα που αφορά τα ευαίσθητα λεγόμενα δεδομένα και μάλιστα η εξασφάλιση αντιστοιχίας με το Σύνταγμα.
Την ενέργεια της κυβέρνησης στήριξε η ανεξάρτητη αρχή για τα προσωπικά δεδομένα, ερμηνεύοντας «ως έχουσα καθήκον», με βάση την «αποστολή της», την «προστασία των ατομικών δικαιωμάτων» του πολίτη και σύμφωνα με την ερμηνεία του νόμου για τα προσωπικά δεδομένα, ο οποίος, υποτίθεται, είναι αναγκαίος λόγω εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν, (ηλεκτρονικό αρχείο για κάθε άτομο, ηλεκτρονική αναγνώριση και δυνατότητα αποθήκευσης στοιχείων που αφορούν τα πάντα για καθέναν), και προηγήθηκε της εφαρμογής της. Η Συμφωνία Σένγκεν προαπαιτεί ενιαίο τύπο ηλεκτρονικού δελτίου αναγνώρισης, προκειμένου να έχει δυνατότητα εφαρμογής, αφού αντιμετωπίζει διακρατικές σχέσεις στην ελεύθερη μετακίνηση προσωπικού και δυνατότητα αναγνώρισης των ανθρώπων στα κράτη που είναι συμβεβλημένα με τη Συμφωνία. Αυτό γίνεται με το ίδιο πρόγραμμα, ηλεκτρονικού υπολογιστή παντού, άρα και το δελτίο είναι το ίδιο παντού. Το έτος 2003, αυτό θα ισχύει, επομένως η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να προσαρμοστεί ανάλογα, ώστε οι ταυτότητες να αντιστοιχούν στη Σένγκεν.
Να ένα πρώτο κρίσιμο ζήτημα, το οποίο δεν κατονομάζεται, αλλά υποκρύπτεται πίσω από την προστασία προσωπικών δεδομένων, που δε χρειάζεται να αναγράφονται στις ταυτότητες όπως το θρήσκευμα. Ο ενιαίος τύπος ταυτότητας που ανήγγειλε ο πρωθυπουργός καθώς και η εμπλοκή των ευαίσθητων δεδομένων, παραπέμπουν ευθέως στη Σένγκεν.
Αντικειμενικά, λοιπόν, πίσω από την ιστορία των ταυτοτήτων βρίσκεται η υπόθεση «ηλεκτρονικό φακέλωμα». Μια υπόθεση που καθιερώνει και επιβάλλει τη συνείδηση του τρόμου, αφού στο αρχείο καθενός καταγράφονται ακόμη και τα πιο προσωπικά ζητήματα, και πάντως όλα τα δεδομένα που αφορούν όλες τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά και όλες τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Εδώ εκδηλώνονται οι σχέσεις εθνικού - διεθνικού από τη σκοπιά του κεφαλαίου, στην προσπάθεια διαμόρφωσης της κοσμοπολίτικης συνείδησης των λαϊκών μαζών σε ό,τι αφορά την ταχτική της κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, εκδηλώνονται από τη σκοπιά της Εκκλησίας οι ίδιες σχέσεις με αντιθέσεις απέναντι υποτίθεται στον κοσμοπολιτισμό, αλλά σε αταξική βάση.
Επομένως, η ηγεσία της Εκκλησίας δεν έγινε ξαφνικά προοδευτική ως προς την αντίληψή της. Η επιμονή της για αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, η ιδεολογικοποίηση του συγκεκριμένου ζητήματος, η οποία «πατά» στη συμβολή της, σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης, που φτάνει προπαγανδιστικά ως τη μη αποδοχή παρεμβάσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο συγκεκριμένο ζήτημα, απαντά στη βάση της θεοκρατικής αντίληψης για την κοινωνία. Ετσι, η όξυνση αντιθέσεων στο συγκεκριμένο ζήτημα διαιρεί το λαό στη βάση της θρησκευτικής πίστης, την ίδια στιγμή που απαιτείται η μέγιστη δυνατή ενότητα δράσης ενάντια και στο αντιδραστικό ηλεκτρονικό φακέλωμα, αλλά και σ' όλα τα προβλήματα.
Εδώ φαίνεται και το εξής παράδοξο. Ιστορικά η Εκκλησία, έχοντας ως κύριο ιδεολογικό υπόβαθρο την «οικουμενικότητα», αντιδρά στον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου. Αλλά, δεν είναι καθόλου παράδοξο. Η συμμετοχή της άρχουσας τάξης στην καπιταλιστική ενοποίηση, στην ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων, στην επονομαζόμενη «ανεπίστρεπτη παγκοσμιοποίηση», απαιτεί προσαρμογές και στην Εκκλησία σ' αυτά τα δεδομένα. Και εδώ, με βάση την Ευρωπαϊκή Ενωση, η ελληνορθόδοξη Εκκλησία, αναζητεί ρόλους ως μέρος του εποικοδομήματος και πασχίζει να τους επιβάλλει. Δεν είναι τυχαίες οι αναφορές του αρχιεπισκόπου στις δυσκολίες της δυτικής Εκκλησίας μπροστά στη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, ούτε επίσης είναι τυχαία η αναφορά γενικά στη «χριστιανική Ευρώπη», (ουσιαστικά δεν αντιτίθεται στη συμμετοχή της Ελλάδας), αλλά ούτε στη δυνατότητα της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας να παίξει θετικό ρόλο σ' αυτή την πορεία.
Το ενοποιητικό στοιχείο στις λαϊκές συνειδήσεις αυτών των λαών είναι η ανατολική ορθόδοξη Εκκλησία, οι «ομόθρησκοι», όπως λέει και η ηγεσία της ελληνικής εκκλησίας και επιδιώκεται να ισχυροποιείται στις συνειδήσεις των λαών. Οι επεμβάσεις δημιουργούν συνθήκες αντίστασης των λαών, αλλά με δεδομένο το στοιχείο της υποδαύλισης θρησκευτικών αντιθέσεων, δεν μπορεί ο διεθνής ιμπεριαλισμός να 'ναι σίγουρος ότι δε θα βρει μπροστά του, αν κιόλας δεν το επιδιώξει όταν νομίσει ότι εξυπηρετεί την ταχτική του, αυτό που ο ίδιος ονομάζει θρησκευτικό τόξο. Μπορεί το λαϊκό κίνημα να 'ναι αδύναμο, αλλά οι επεμβάσεις κάποτε αποκτούν και δική τους δυναμική που μπορεί, έστω και με ενοποιητικό στοιχείο τη θρησκεία, να εναντιώνεται στη «νέα τάξη». Μπορεί να ωριμάζει συνειδήσεις αντιιμπεριαλιστικές, με δεδομένη την ύπαρξη κομμουνιστικών κομμάτων και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, με το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα να είναι ισχυρότερο.
Επομένως, η ελληνορθόδοξη Εκκλησία διεκδικεί ρόλο και στα πλαίσια της «Ευρωπαϊκής Ενωσης», (χριστιανική Ευρώπη), αλλά και στην περιοχή του λεγόμενου «ορθόδοξου χριστιανικού τόξου». Γιατί να μην αξιοποιηθεί, ώστε να συμβάλλει στα πλαίσια που διαμορφώνει ο ιμπεριαλισμός; Ταυτόχρονα, όμως, για να υπηρετήσει καλύτερα τέτοιους ρόλους, πρέπει να υπονομευτεί το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα και οι ανάλογες διαθέσεις των λαών. Η συμβολή σ' αυτή την προοπτική της εκκλησίας, είναι σημαντική και φαίνεται να «σπρώχνεται» προς αυτή την κατεύθυνση. Γιατί βολεύει την άρχουσα τάξη να προπαγανδίζει ότι κάθε αντίσταση στη «νέα τάξη» είναι αντιδραστική. Η ταχτική της Εκκλησίας, με την αταξική υπεράσπιση του «έθνους», ανοίγει δρόμο και στον εθνικισμό, και απ' αυτή τη σκοπιά να κάνει κριτική στις συνέπειες της «νέας τάξης», συμβάλλοντας στην παρεμπόδιση της ωρίμανσης της αντιιμπεριαλιστικής συνείδησης. Και σ' αυτό φαίνεται να «σπρώχνεται» η Εκκλησία. Βεβαίως, την κυβέρνηση, θα τη βόλευε να μην αντιτάσσεται η Εκκλησία στον κοσμοπολιτισμό της. Γνώριζε όμως ότι αυτή η αντίθεση είναι υπαρκτή. Και σ' αυτήν οικοδομεί η κυβέρνηση τη δική της ταχτική, εμφανίζοντας ως προοδευτική και φιλολαϊκή την πολιτική της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στο ΝΑΤΟ, στη «νέα τάξη» και ως αντιδραστική την αντιιμπεριαλιστική - αντιμονοπωλιακή πάλη.
Τους είναι επίσης βολική αυτή η ταχτική, γιατί οξύνοντας την αντιπαράθεση κοσμοπολίτικου με το εθνικό, έξω από το ταξικό ζήτημα, ανοίγουν το δρόμο για δημιουργία αντιδραστικού, εθνικιστικού, αντιευρωενωσιακού πόλου. Βολικό για το πολιτικό σύστημα, γιατί δημιουργούν έναν ακόμη πόλο αποδυνάμωσης της αντιμονοπωλιακής - αντιιμπεριαλιστικής πάλης.
Απ' όλη αυτή την ιστορία, πρέπει να 'ναι καθαρό ότι η κυβέρνηση δεν «καίγεται» για την κατάργηση της αναγραφής της θρησκευτικής πίστης στην ταυτότητα. Οσο και αν είναι υπαρκτό ζήτημα, το κύριο μέσα απ' αυτή τη διαμάχη είναι η τεχνητή διαίρεση του λαού, η διαμόρφωση κοσμοπολίτικης συνείδησης, η υπονόμευση και αποδυνάμωση του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού κινήματος και του ΚΚΕ, η δημιουργία συνθηκών αποδοχής του ηλεκτρονικού φακελώματος, και, ποιος ξέρει, ίσως η εμφάνιση ακραίου εθνικιστικού πόλου. Γι' αυτό και η πολιτική και ταχτική της είναι επικίνδυνη, το ίδιο βεβαίως και της ηγεσίας της Εκκλησίας. Είναι δε υπερώριμο το ζήτημα διαχωρισμού κράτους - Εκκλησίας, αλλά αυτό δε λύνεται στην ταξική κοινωνία. Δεν παύει όμως να 'ναι λαϊκό αίτημα.
Αντικειμενικά αυτά πρέπει να αντιπαλέψει ο λαός ενωμένος στη βάση της λύσης των προβλημάτων του ενάντια στην πολιτική της άρχουσας τάξης. Και εδώ χωράνε όλοι οι απλοί άνθρωποι του μόχθου, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική τους πίστη ή την πολιτική τους τοποθέτηση.