Τόπος ήρεμος, όμορφος, μαγευτικός και καταπράσινος, τόπος ιερός, αρχαιολογικός, εύφορος και γλυκός είναι. Τόπος που απλώνεται ανάμεσα στον Αλφειό και τον Καλδέα, τόπος μαγικός. Πώς περιγράφεται το απερίγραπτο, το γαλήνιο, το θεϊκό, μου λέτε; Στο μικρό πανέμορφο χωριό που βρίσκεται κοντά στον αρχαιολογικό χώρο θα πάμε σήμερα και θα αφήσουμε την Ιστορία να μας μιλήσει. Να μας πει τα, ξεχασμένα από τους περισσότερους από εμάς, μυστικά της. Λένε πως η Ολυμπία κατοικήθηκε από τους Προϊστορικούς χρόνους. Κατά τη Μεσοελλαδική Περίοδο η Ολυμπία ήταν τόπος λατρείας χθόνιων θεοτήτων. Την εποχή των Αχαιών ο Δίας εκθρόνισε τον Κρόνο και η Ηρα τη Γη. Αργότερα ο Πέλοπας, αφού νίκησε σε αρματοδρομία τον Οινόμαο, έδωσε το όνομά του σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και λατρεύτηκε σαν θεός. Το Πελόπειο, ο ναός που ανέγειραν προς τιμή του, είναι το αρχαιότερο μνημείο της Ολυμπίας. Η αρχή των Ολυμπιακών Αγώνων χάνεται στα βάθη των μυθικών χρόνων όπως και οι δικοί μου αγώνες να αναστήσω εκείνο το σαββατοκύριακο που πέρασα με τους γονείς μου σε τούτη την ευλογημένη γη χάνονται στα πλάτη και τα μήκη των δεκαετιών μόχθου και των καθημερινών αγώνων, μεγάλων και μικρών.
Μιλά ακατάπαυστα. Σαφής, πολύξερος και συνεπώς ανηλεής. Αναρωτιέμαι. Τελικά μπας κι έβαλε κασέτα τούτος άνθρωπος με την εκπληκτική, πλην όμως εξοντωτική, μνήμη. Πού τα θυμάται όλα αυτά; Τα διαβάζει ή κάποιος αόρατος άνθρωπος του τα υπαγορεύει; Εδώ δεν καταφέρνω να θυμηθώ το ξενοδοχείο που μείναμε εκείνο το βράδυ. Μόνον μια αόριστη εντύπωση μου έρχεται στο νου. Μια ευχάριστη, νεανική εντύπωση, μια γλυκιά αίσθηση, τίποτε άλλο. Βλέπω, με τα μάτια της θύμησης το φεγγάρι. Στρογγυλό, λαμπερό, χαμηλό να φωτίζει ένα μονοπάτι από πλατίνα. Το μέλλον μου είναι, είχα σκεφτεί. Λαθεμένα. Η πανσέληνος μου έδειχνε το παρελθόν. Δεν το ήξερα όμως.
Μήπως αντί του Μεγάλος έπρεπε να ονομαστεί μέγας καταστροφέας; Με αυτά και με τα άλλα μπήκαμε μέσα στον αρχαιολογικό χώρο δίχως να το πάρω είδηση. Πώς πέρασε η ώρα... Αριστερά μας είναι το Πρυτανείο που χτίστηκε στα τέλη του 6ου αιώνα. Καθώς ο ξεναγός μου εξηγεί, εγώ προσπαθώ να θυμηθώ τη συζήτηση που είχαν οι γονείς μου εκείνο το μαγικό βράδυ. Πώς πέρασαν τα χρόνια... Ακούω το ηχόχρωμα της φωνής τους, βλέπω τις φιγούρες τους, μα δεν ξεχωρίζω τις λέξεις ούτε την έκφρασή τους. Η Ιστορία είναι μπροστά μου: ο Ερμής του Πραξιτέλη, το κεφάλι της Ηρας, το ημικυκλικό νυμφαίο, οι θησαυροί... Και πιο κει το στάδιο, η κατοικία του Νέρωνα, η κρύπτη, ο βωμός της Δήμητρας Χαμύνης, το βουλευτήριο. Περπατώ και σκέφτομαι. Σκέφτομαι και νοσταλγώ. Συνεχίζω να περπατώ, τούτη τη φορά για να ξεχαστώ. Δεν είναι δυνατόν να συγκεντρώσω όλα εκείνα τα κομματάκια που μου λείπουν για να φτιάξω μια ολοκληρωμένη εικόνα. Η αναπαράσταση δεν είναι εφικτή. Εγκαταλείπω κάθε προσπάθεια. Το παρελθόν δεν ανασταίνεται. Δεν ανήκω σε κείνη την κατηγορία των τυχερών, εκείνων που κάνουν τις αναμνήσεις τους ό,τι θέλουν. Η Ολυμπία είναι πανέμορφη. Γαλήνια και αιώνια, αλλοιωμένη από τους αιώνες φυσικά. Αφού λοιπόν ο χρόνος όλα τα αλλοιώνει, γιατί να χαριστεί στις αναμνήσεις; Περπατώ στον ιερό τούτο τόπο και μια πρωτόγνωρη συγκίνηση με πλημμυρίζει. Οι δικοί μου αγώνες συνεχίζονται. Πίσω στην Αθήνα.