Σάββατο 10 Ιούνη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Δυο «ταυτότητες» που βλάπτουν εξίσου

Ηιστορία με τις ταυτότητες συνεχίζεται και, απ' ό,τι φαίνεται, οι δυο πλευρές είναι αποφασισμένες να κρατήσουν για καιρό στο προσκήνιο αυτήν την παράσταση, στην οποία πρωταγωνιστούν.

Η μεν Εκκλησία με τις αποφάσεις της τροφοδοτεί ένα κλίμα «θρησκευτικού φανατισμού». Αυτή της η πρόθεση φάνηκε, άλλωστε, από την όλη δραστηριότητα, που αναπτύσσει ο αρχιεπίσκοπος από την πρώτη στιγμή που τέθηκε το θέμα.

Οσο για την κυβέρνηση, δείχνει να την εξυπηρετεί η υποκριτική εικόνα που φιλοτεχνεί για τον εαυτό της. Η εικόνα της δήθεν «εκσυγχρονιστικής» δύναμης, που, όμως, πίσω από μέτρα στοιχειώδους εκδημοκρατισμού, όπως η κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, προωθεί με γοργούς ρυθμούς και με ...θρησκευτική ευλάβεια τις τεχνικές λεπτομέρειες, που απαιτούνται για την ένταξη του ελληνικού λαού στο καθεστώς του ηλεκτρονικού φακελώματος της ΕΕ.

***

Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση με τις ταυτότητες έφερε στο προσκήνιο όλες εκείνες τις δυνάμεις του αναχρονισμού, που τροφοδοτούνται από το εκκλησιαστικό κατεστημένο, αλλά και τη μεθοδολογία του πολιτικού φαρισαϊσμού, που αναπαράγεται από το άλλο κατεστημένο, το κυβερνητικό. «Και οι δυο βλάπτουν τη Συρία το ίδιο», που έλεγε και ο Καβάφης.

Η «ταυτοτητολογία» έδωσε την ευκαιρία στους «επισκόπους» του σκοταδισμού - και δε μιλάμε μόνο για τους «αγανακτισμένους» χριστιανούς που παρελαύνουν από τα τηλεπαράθυρα - να αποδείξουν ότι, όχι μόνο διεκδικούν μερίδιο από την κοσμική εξουσία, στην οποία, άλλωστε, ουσιαστικά συμμετέχουν, αλλά και να αποκαλυφθούν ως οι υπηρέτες δοξασιών και μεθόδων, τις οποίες ο Μαρξ προσδιόριζε με τον αξεπέραστο όρο: «Το όπιο των λαών».

Εδωσε, παράλληλα, την ευκαιρία στους κυβερνώντες να επεκτείνουν την τακτική του κοινωνικού αυτοματισμού και της κοινωνικής διαίρεσης, με πρόσχημα, αυτή τη φορά, τη θρησκεία. Με δυο λόγια, η κυβέρνηση, από το νταλικέρηδες εναντίον αγροτών και από το γονείς εναντίον μαθητών, μοιάζει να επιδιώκει να επιβάλει μια κατάσταση (όχι ιδεολογικής αντιπαράθεσης, αλλά σύγκρουσης, με στόχο πολιτικά οφέλη), όπου οι πιστοί θα επιτίθενται εναντίον των αλλόπιστων ή των «άπιστων» και το αντίστροφο!

Ετσι, από τη μια μεριά, η Εκκλησία, υπερβαίνοντας το ρόλο της (που είναι ρόλος διαμεσολαβητικός για την όποια εκπροσώπηση του ποιμνίου της με το θείο και πέραν τούτου ουδέν), διεκδικεί τον απόλυτα ...γήινο ρόλο του «διαμεσολαβητή» του λαού με την πολιτεία.

Από την άλλη, η κυβέρνηση εμπλέκει το Θεό (!) σε κινήσεις αποπροσανατολισμού, που πίσω τους παίζονται παιχνίδια, με πρωταγωνιστή το «Αγιο Πνεύμα» είτε της λιτότητας, είτε της υποτέλειας, είτε της Ολυμπιάδας αλά «Κόκα - Κόλα», είτε των νέων ταυτοτήτων που - για να μην ξεχνιόμαστε - θα είναι συμβατές με το σύστημα παρακολούθησης Σένγκεν.

***

Σε ό,τι αφορά την ηγεσία της Εκκλησίας, ήδη, από την περασμένη βδομάδα, ο αρχιεπίσκοπος προέβη σε μια ομιλία, στη συνέντευξη που παραχώρησε στους ανταποκριτές Ξένου Τύπου στην Αθήνα, που θα χαρακτηριζόταν ως τοποθέτηση εφ' όλης της ...πολιτικής ύλης.

Η τελευταία εμφάνιση της Ιεραρχίας, δε, που ως «σώμα» αποφάσισε την πραγματοποίηση «ιερών» συλλαλητηρίων, πιστοποιεί ότι ο κ. Χριστόδουλος αξιοποιεί πλέον όλη τη διαφήμιση, που την τελευταία τριετία παρασχέθηκε απλόχερα στο πρόσωπο και στα κηρύγματά του από τα ΜΜΕ.

Εκείνοι που τον φιλοτέχνησαν σαν τον «πρωταθλητή» των δημοσκοπήσεων, που γελούσαν με τα τηλε-σκηνοθετημένα ανέκδοτά του και που υποκλίνονταν στα επικίνδυνα κηρύγματά του (είτε επρόκειτο για τα εθνικιστικά περί αλησμόνητων και αλύτρωτων πατρίδων, είτε για τις επεμβάσεις του στα εσωτερικά τρίτων χωρών, όπως πρόσφατα, που ανακήρυξε τον Καραγιόργεβιτς βασιλιά της Σερβίας), όλοι αυτοί, όσο κι αν σήμερα υποκρίνονται, έχουν πλέον καταγραφεί στους εκ δεξιών ψάλτες του κ. Χριστόδουλου.

Το πού αποσκοπεί η αντίδραση της Εκκλησίας είναι κάτι που δεν μπορεί να απαντηθεί οριστικά, αυτή τη στιγμή. Εχει, άραγε, να κάνει μόνο με την προσπάθεια διατήρησης των προνομίων, που της παρέχει η «επικρατούσα» θέση της στη δομή συγκρότησης του κράτους; Προφανώς. Αλλά αυτό το κράτος σε ποιο βαθμό και γιατί θέλει να «μειώσει», όχι την ουσία του ρόλου του Ιερατείου - που λειτουργεί ως κέντρο διαχείρισης μιας εξουσίας, που αιχμαλωτίζει την κοινωνική συνείδηση με τα δεσμά της μεταφυσικής και αναπαράγει τα ταξικά δεσμά - αλλά να περιορίσει την προς τα έξω εμφάνιση της Εκκλησίας ως τέτοιο κέντρο;

Σε κάθε περίπτωση, πολλές πλευρές, όσον αφορά τις απαντήσεις στα ερωτήματα που αφορούν τις προθέσεις της Εκκλησίας, θα εξαρτηθούν από το αν ο κ. Χριστόδουλος έχει αποφασίσει να διεκδικήσει και επισήμως ρόλο εθνάρχου σ' αυτόν τον τόπο.

***

Το σίγουρο είναι ότι ο κ. Χριστόδουλος έχει αποφασίσει να διεκδικήσει ρόλο συνεχιστή όλων των προπαγανδιστών εκείνων των μυθοπλαστικών θεωριών, που θέλουν να ταυτίζουν το διάβα της Εκκλησίας με το διάβα της Ελλάδας, ανά τους αιώνες. Εδώ απαιτείται μια διευκρίνιση: Είναι άλλο πράγμα η δεδομένη σχέση της πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών με την πίστη τους, και άλλο πράγμα να εμφανίζεται η ηγεσία της Εκκλησίας ως η εκπροσωπούσα αυτή τη σχέση. Η ιστορία αποδεικνύει ότι σε κρίσιμες περιόδους, λαϊκοί και κληρικοί, θεωρώντας ακριβώς ότι υπηρετούν τα «πιστεύω» τους, ήρθαν σε ευθεία αντίθεση με την ηγεσία της Εκκλησίας. Με εκείνους, δηλαδή, που, δήθεν, τους «εκπροσωπούσαν» έναντι του Θεού.

Εδώ έγκειται και η «καπηλεία» του κ. Χριστόδουλου και των προκατόχων του. Χρησιμοποιείται η πίστη των ανθρώπων σαν η «νομιμοποιητική» βάση, σαν το «δόρυ» και η «ασπίδα», ώστε να διεκδικούν και να κατοχυρώνουν κάποιοι τις «δεσποτικές» εξουσίες τους. Επίσης η «καπηλεία» αυτής της πίστης γίνεται και όπλο, ώστε να επαναλαμβάνονται κηρύγματα, που, από το «πίστευε και μη ερεύνα», καταλήγουν στο αναπόφευκτο «πίστευε ό,τι σου λέω». Ετσι, στις περιοδείες του, ο κ. αρχιεπίσκοπος συνηθίζει πλέον να ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει Ελλάδα χωρίς την ορθοδοξία και πως η ιστορία του τόπου μας είναι η ιστορία των ελληνοχριστιανικών ιδεωδών.

Εδώ ο κ. Χριστόδουλος παραβιάζει ανοιχτές θύρες και προσπαθεί να εδραιώσει το ιδεολόγημά του, αξιοποιώντας το αντικειμενικό γεγονός ότι η θρησκεία αποτέλεσε πράγματι στοιχείο του γενικότερου ενοποιητικού πολιτιστικού ιστού για τη συγκρότηση του έθνους - κράτους. Αλλά αυτό δε συνέβη μόνο ούτε κυρίως στην Ελλάδα και δε συνέβη μόνο με τη θρησκεία (υπάρχει η εδαφική, η οικονομική κοινότητα και η γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα και ό,τι συγκροτεί την κοινότητα του πολιτισμού μεταξύ των μελών του έθνους - κράτους). Μάλιστα, στην Ελλάδα συνέβη πολύ αργότερα - λόγω τουρκοκρατίας - απ' ό,τι στις άλλες χώρες.

Επιπλέον, όταν γίνεται λόγος για «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη», ο αρχιεπίσκοπος θα έπρεπε να γνωρίζει - και γνωρίζει - το, πολιτικά και ιστορικά, «φορτισμένον» του όρου. Θα επιφυλαχτούμε και δε θα ρωτήσουμε τον κ. Χριστόδουλο να μας πει τη γνώμη του για τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη» του Εμφυλίου, της μετεμφυλιακής περιόδου, της περιόδου 1967 -1974, για να μην πάμε πιο πίσω.

Ας επιστρέψουμε, όμως, στο ιδεολόγημα περί «κοινής πορείας». Θα κάνουμε μια σύντομη παρατήρηση: Η Ελλάδα προϋπάρχει της ορθοδοξίας και του χριστιανισμού. Αν μη τι άλλο, το βεβαιώνουν ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας, ο Ηράκλειτος... Ο χριστιανισμός εμφανίστηκε μετά την ελληνική γλώσσα, την οποία, μάλιστα, και χρησιμοποίησε για να εξαπλώσει το κήρυγμά του. Ακόμα και το «πας μη Ελλην βάρβαρος» είναι προγενέστερο του «πας μη ορθόδοξος βάρβαρος» (;).

Αυτό σημαίνει ότι η θρησκεία δεν έπαιξε ρόλο στη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους; Κάθε άλλο. Ισα - ίσα, που ο Κοραής και ο Φεραίος την αξιοποίησαν πολιτικά και απευθύνονταν στους Ευρωπαίους και ζητούσαν βοήθεια για την ανεξαρτησία της Ελλάδας, χρησιμοποιώντας ως επιπλέον επιχείρημα ότι οι Ελληνες «είναι χριστιανοί, όπως και σεις».

Οσο αλήθεια, όμως, είναι αυτό, άλλο τόσο είναι αλήθεια πως, από τότε, το «Σύνταγμα» του Ρήγα μιλούσε για ανεξιθρησκία και πως το «Εμβατήριό του» καλούσε σε απελευθέρωση και σε από κοινού αγώνα και τους ορθόδοξους Ελληνες και τους μουσουλμάνους Τούρκους.

***

Το ερώτημα «πού το πάει», όμως, πέρα από την Εκκλησία, αφορά εξίσου και την κυβέρνηση. Είναι μόνο ο δεδομένος αποπροσανατολισμός που θέλει να πετύχει, δημιουργώντας μια κατάσταση διαχωρισμού των πολιτών με βάση τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις; Είναι μόνο η προώθηση του ηλεκτρονικού φακελώματος, μέσα από την πρόταξη φληναφημάτων περί «προστασίας των ευαίσθητων δεδομένων των πολιτών»; `Η, μήπως, η κυβέρνηση εμφορείται από τις απόψεις περί της «σύγκρουσης των πολιτισμών» και θέλει να συνεισφέρει τις υπηρεσίες της και σ' αυτόν τον τομέα στην «παγκοσμιοποίηση»;

Τα πράγματα, πάντως, στο θέμα των ταυτοτήτων είναι πολύ απλά. Αν η κυβέρνηση ήθελε να κινηθεί στην κατεύθυνση του υπερώριμου αιτήματος του χωρισμού του Κράτους από την Εκκλησία, δε θα επέλεγε τακτικές που προσφέρουν «άλλοθι» για την εκδήλωση φανατισμών. Πολύ περισσότερο, δε θα είχε κατοχυρώσει αυτή τη σύμφυση, αφήνοντας στο απυρόβλητο τη συγκεκριμένη διάταξη του Συντάγματος, που επιβάλλει ως «επικρατούσα» θρησκεία την ορθόδοξη.

Σε ποιους δίνει εξετάσεις, λοιπόν, η κυβέρνηση; Και γιατί επιλέγει να τις δώσει με αυτόν τον τρόπο; Και μόνο ότι η συμπεριφορά της θυμίζει τις τακτικές άλλων ψευτοδιλημμάτων, που λίγες βδομάδες μετά τις εκλογές επανακάμπτουν με την αστεία μορφή «Σημίτης ή Χριστόδουλος» (!!!), φανερώνει ότι «άλλαι αι βουλαί» όσων κινούν τα νήματα της αντιπαράθεσης.


Νίκος ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ