Συναντάμε τους άλλους. Είμαστε καμιά δεκαπενταριά. Μπαίνουμε στα αυτοκίνητα. Βλέπω μια παράξενη ένταση πάνω στους συντρόφους. «Είναι αποφασισμένοι να δώσουνε τη μάχη», σκέφτηκα. Εγώ πάω με τον Π. Μπαίνουμε στο αμάξι. «Σήμερα ή θα γίνει χαμός ή τίποτα», μου λέει ο Π. γελώντας. Εγώ δε μιλάω. Δεν είμαι ούτε αισιόδοξη, ούτε απαισιόδοξη. Περιμένω. Γι' αυτό και πήγα. Τα ρεπορτάζ, που έκανα το τελευταίο διάστημα, μου είχαν στείλει μήνυμα να είμαι εκεί.
Η απεργία έγινε. Και να τους έβλεπες τους ξενοδοχοϋπάλληλους. Τους ρώταγες αν φοβούνται κι αγριεύανε. Είχαν έρθει τα πάνω - κάτω. Οι ξενοδόχοι φοβόντουσαν πιο πολύ. Δε θα ξεχάσω πώς τρίζανε τα δόντια τους πίσω από τα κάγκελα των ξενοδοχείων. Εσπασαν τη μιζέρια τους οι ξενοδοχοϋπάλληλοι. «Εσπασε το σπυρί», όπως είπε ο Π. στο τέλος της απεργίας. Εγινε η μεγαλύτερη απεργία των τελευταίων 15 χρόνων. Με πορεία από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο.
Το λέει η καρδιά τους εκεί στην Κέρκυρα. Το σπίτι μας πήρε φωτιά! Για δες τους ξενοδοχοϋπάλληλους. Κάνανε γιουρούσι. Πήρανε στα χέρια τους το Σωματείο! Το μεγαλύτερο σωματείο της Κέρκυρας. Οπως ορκίστηκε ο Σ. μαζί με τους απεργούς ξενοδοχοϋπάλληλους σε εκείνη τη μεγάλη απεργία: «Κανένας ξενοδοχοϋπάλληλος δε θα ξαναπέσει από μπαλκόνι ξενοδοχείου! Ξενοδόχοι, σας περιμένουν ...καλές μέρες.».