«Αυτό που διασκέδαζε όμως περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο τους Αλεξανδρινούς ήταν το Καρναβάλι, ιδιαίτερα τα τρία τελευταία μερόνυχτα του. Στο Καρναβάλι γλεντούσαν όχι μόνο οι καθολικοί, οι διαμαρτυρόμενοι και οι ορθόδοξοι χριστιανοί, αλλά και οι κόπτες, οι πλούσιοι μουσουλμάνοι και Εβραίοι. Τα μπαλκόνια ιδιαίτερα των ελληνικών σπιτιών ήταν καταστολισμένα με λουλούδια και βελούδα κι από κάτω τ' άρματα που περνούσαν συναγωνίζονταν το ένα το άλλο στη θεαματικότητα και την πρωτοτυπία. Μόλις έπεφτε το σκοτάδι ντόμινο, Νέρωνες, Κλεοπάτρες, κλόουν, βρικόλακες και λογιών λογιών μασκαρεμένοι έβγαιναν παρέες παρέες χορεύοντας και τραγουδώντας στους δρόμους που γέμιζαν σερπαντίνες, κομφετί, φασόλια και ρύζι με τα τρελά κι ανέμελα παιχνίδια τους. Τ' αποκριάτικα ρούχα, τα γέλια και τα τραγούδια των ξέφρενων μασκαρεμένων, οι μουσικές, καθώς επίσης οι λάμψεις και τα χρώματα που φώτιζαν τον ουρανό απ' τα πυροτεχνήματα έδιναν στην Αλεξάνδρεια μια όψη εξωπραγματική.
Τα κέντρα διασκεδάσεων, τα καμπαρέ και οι σύλλογοι γέμιζαν από κόσμο που ξεφάντωνε χορεύοντας. Κατά τις δώδεκα έφευγαν οι πιο συντηρητικοί και οι πιο ζωηροί έφθαναν στο ζενίθ του κεφιού και της τρέλας τους. Πίσω απ' τις μάσκες και την ανωνυμία και μέσα σ' αυτόν τον παράφρονα ενθουσιασμό, σ' ορισμένους ξυπνούσαν πρωτόγονα ένστικτα κι επιθυμίες που τα πραγματοποιούσαν όταν φυσικά έβρισκαν ανταπόκριση. Ξεχνούσαν την ίδια την ταυτότητά τους κι αφήνονταν σ' αυτές τις παρορμήσεις της στιγμής, αφού άλλωστε κανείς δεν τους αναγνώριζε και ήταν κάτι το παροδικό».
Απόσπασμα από το βιβλίο της Δάφνης Αλεξάνδρου «Αντίο Αλεξάνδρεια» (εκδόσεις Κέδρος), που αναδημοσιεύεται από τις εκδόσεις Μεταίχμιο στη σειρά «Μια πόλη στη λογοτεχνία» «Αλεξάνδρεια». Τις επιλογές κειμένων έκανε ο Φαίδων Ταμβακάκης.