Ο γνωστός ποιητής Τόλης Νικηφόρου από τη Θεσσαλονίκη, σε μια ενδοσκόπηση εκ βαθέων, αναζητάει την ταυτότητα του «εγώ» του: «δεν είμαι εγώ λοιπόν που σας μιλώ, γιατί εγώ είμαι όσα μου δόθηκαν, γιατί εγώ δεν ξέρω καν ποιος είμαι».
Τρυφερός κι ευαίσθητος θα σταθεί σε μια μοναδική, προσωπική κι ανθρώπινη στιγμή μ' ένα στίχο που παραλύει τον αναγνώστη: «έμεινα μόνος με το βαθύ γαλάζιο σαν αντίο στα μάτια σου, μητέρα». Κι εδώ αναρωτιέται κανείς τι περισσότερο θα ζητούσε η ποίηση για να επισφραγίσει την ύπαρξή της και την άπιαστη ομορφιά της. (Εκδόσεις «Νέα Πορεία», 1999.
Ο Κ. Πάτσης αναζητάει τον εαυτό του. Πιστεύει ότι αυτός βρίσκεται κάπου σ' ένα κρεβάτι, σε μια στιγμή συνουσίας. Το ερωτικό στοιχείο μπερδεύεται μέσα στον ποιητή με το σεξ.
Ωστόσο, γίνονται θετικές προσπάθειες, με στρωτή γραφή. Λυρική τόνοι, αφαιρετικά σχήματα, ελλειπτικές θέσεις, όλα επιστρατεύονται χωρίς όμως να μας πείθουν ότι ο Κ.Π. βρίσκει το ζητούμενο στη θεά - γυναίκα και στη διεργασία μιας σεξικής λειτουργίας, όσο ποιητικά κι αν την παρουσιάζει.
«Βότσαλα κι εμείς στην παραλία/ να μιλάμε στα βότσαλα/ με το σώμα της συνουσίας/». Κι αλλού: «Δροσερό αεράκι/ ελαφρύς μετά την εκσπερμάτωση/ φοβάμαι μη και με πάρει./ Δροσερό αεράκι/ στην κρεβατοκάμαρα/ ασημένιοι ψίθυροι δάσους./» (Εκδόσεις «Μανδραγόρας», 1999)