Θεωρεί την «Αντιγόνη», «τραγωδία των τραγωδιών», που «απ' το σχολείο ακόμα στοιχειώνει τη ζωή του». Κατά εποχές επιδρούσε πάνω του εντελώς διαφορετικά, διαμορφώνοντας συνεχώς την αντίληψή του γι' αυτήν. «Δύο δρόμοι», λέει, «με οδηγούν σ' αυτή. Ο ένας με επίκεντρο τις εγγραφές της Ιστορίας πάνω της και ο άλλος πώς ο καθένας μετασχηματίζεται αναφορικά με αυτό».
Η παράσταση διαδραματίζεται στο περιβάλλον ενός αρχαιολογικού χώρου: στο θέατρο της Επιδαύρου, που αντιμετωπίζεται σαν να ανακαλύφθηκε μόλις χτες. Ενας κατεστραμμένος τόπος, με διάσπαρτες πέτρες, στάχυα, αγριόχορτα, αποτελεί το σκηνικό. Ο χώρος επεκτείνεται πίσω από την ορχήστρα, όπου βρισκόταν η αρχαία σκηνή, καθώς το ΚΑΣ δέχτηκε να απομακρυνθούν τα σκέπαστρα, κάτι που συμβαίνει πρώτη φορά.
Ο σκηνοθέτης, γνωστός για την εμμονή του στην αξιοποίηση του λόγου και τη διεισδυτική του ματιά πάνω στο κείμενο, δεν έχει συνηθίσει τους θεατές του σε αυτονόητες προσεγγίσεις. Στην παράσταση, η Αντιγόνη (Αμαλία Μουτούση), παραβαίνοντας το διάταγμα της πόλης, επιχειρεί να θάψει τον αδελφό της Πολυνείκη και συλλαμβάνεται επ' αυτοφώρω. Κλείνεται από τον Κρέοντα (Λευτέρη Βογιατζή) σε υπόγειο τάφο και αυτοκτονεί. Γεμάτος πόνο ο γιος του Κρέοντα, Αίμων (Νίκος Κουρής), που ήταν ερωτευμένος μαζί της, αυτοκτονεί με το ξίφος του. Μαθαίνοντας το θάνατό του, η μητέρα του Ευρυδίκη αυτοκτονεί επίσης. Ο Κρέοντας απομένει έρημος...