Κυριακή 24 Σεπτέμβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Καλλιτέχνες και εργάτες να βρεθούν μαζί

Οι τρεις καλλιτέχνες - εισηγητές εκπροσωπούν διαφορετικά είδη τέχνης και διαφορετικούς βαθμούς αναγνωρισιμότητας, κάτι που σχετίζεται και με την τέχνη τους όπως προέκυψε από τη συζήτηση. Με ένα είδος ...«εξομολογητικού» λόγου, ο περισσότερο γνωστός μεταξύ τους στο ευρύ κοινό, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ξεκίνησε ως εξής: «Τραγουδάω, πληρώνομαι καλά κι ανήκω σε μια κατηγορία που βλέπει τα πράγματα αφ' υψηλού. Αλλά αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί». Η «άγρια» όσο και ειλικρινής αυτή εισαγωγή δεν είχε σκοπό να εντυπωσιάσει: «Ο πολιτισμός, έτσι όπως έχει εξελιχθεί, ξεκινάει και τελειώνει στην αριστερά. Ο,τι συμβαίνει σε αυτήν την πόλη από πλευράς πολιτισμού είναι το Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Δεν είναι τυχαίο που στα μαγαζιά της παραλίας παθαίνεις ένα ψυχολογικό σοκ που σε κάνει να μη θέλεις να ασχοληθείς καν με τη μουσική», συνέχισε. «Φαντάζεστε όλη η εργατική τάξη να ήταν ...αριστερή; Αυτό όμως δε συμβαίνει δυστυχώς».

Για την ανάγκη μεγαλύτερης ενεργοποίησης των προοδευτικών καλλιτεχνών αναρωτήθηκε: «Ο καθένας εφησυχασμένος και πετυχημένος θα λέει ότι "κάνω τον αγώνα μου" και τέλος; Φέτος σκέφτηκα ότι έπρεπε να συμμετέχω πιο ενεργά. Μπήκα στο ψηφοδέλτιο της Αθήνας με τον Σπ. Χαλβατζή», γιατί «πρέπει να αποφασίσουμε με ποιον θα πάμε και ποιον θα αφήσουμε. Πρέπει να βοηθήσουμε την εργατική τάξη. Πρέπει από αύριο να ξεκινήσει ένας αγώνας, αρχίζοντας έστω από το να κλείσουμε την τηλεόραση». Η τελική πρότασή του, πάντως, προς τους συναδέλφους του ήταν η ανάγκη οργανωμένης παρέμβασής τους.

Ο Ρενάν Μπιλέκ περιέγραψε την πολιτιστική κατάσταση της τουρκικής εργατικής τάξης ως μη εντελώς διαφορετική με εδώ: «Ζούμε τα ίδια προβλήματα και στην Τουρκία σε ό,τι αφορά στο πολιτιστικό επίπεδο. Τα παιδιά που γεννήθηκαν όταν επιβλήθηκε η χούντα το 1980 είναι σήμερα 26 ετών και δεν έχουν καμία επαφή με τη μεγάλη πολιτιστική έκρηξη που την ακολούθησε, όπως συμβαίνει συνήθως σε μεταπολιτευτικές περιόδους».

«Οι καλλιτέχνες πρέπει να δημιουργήσουμε προλεταριακή συνείδηση στη νεολαία και την εργατική τάξη», υπογράμμισε σε άλλο σημείο. «Η τουρκική εργατική τάξη βιώνει μια κατάσταση όπου δουλεύει όλη μέρα και η μόνη "τέχνη" γι' αυτήν προέρχεται από την τηλεόραση. Η δουλιά μας, λοιπόν, είναι να συναντηθούν αυτοί οι άνθρωποι με την πραγματική τέχνη. Στην Ιστανμπούλ έχουμε το Πολιτιστικό Κέντρο "Ναζίμ Χικμέτ". Το Πατριωτικό Μέτωπο και το ΚΚ δουλεύουν στην κατεύθυνση της συνάντησης της εργατικής τάξης με τον πολιτισμό του Κέντρου».

Ο ομιλητής έφερε και ένα παράδειγμα σύγχρονης προοδευτικής δημιουργίας: «Πρόσφατα στην Ιστανμπούλ διοργανώσαμε μια μεγάλη συγκέντρωση υπέρ της ειρήνης. Ενας σύντροφος, απόστρατος αξιωματικός, περπάτησε από τα Αδανα μέχρι την Ιστανμπούλ, διανύοντας μια απόσταση 1.800 χιλιομέτρων, περνώντας από τα χωριά και τις πόλεις της Ανατολής. Ηταν μια καμπάνια κατά του πολέμου στο Λίβανο και των ιμπεριαλιστικών σχεδίων για το Ιράν. Εκείνη τη μέρα, λοιπόν, που έφτασε στην Ιστανμπούλ φτιάχτηκε ένα τραγούδι με τίτλο "Εξω οι ΗΠΑ από την πατρίδα μου". Τότε είδαμε ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε μια άλλη τέχνη που να υπηρετεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και όλου του λαού».

«Το Πέραμα με έβγαλε από το εργαστήριο και με έβαλε στη ζωή»...

Ο Νίκος Χριστοφοράκης, ένας από τους καλλιτέχνες που συμμετείχαν στην πρωτότυπη όσο και μεγάλης σημασίας έκθεση στη ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Περάματος σε συνεργασία με τα σωματεία της Ζώνης, περιέγραψε εύστοχα, όσο και συνοπτικά, τι σημαίνει καλλιτεχνική Παιδεία στην Ελλάδα: «Κανείς δε μας είχε προετοιμάσει για το τι θα συναντήσουμε στη Σχολή (σ.σ. Καλών Τεχνών) και η Σχολή δε μας προετοίμασε για το πόσο... απροετοίμαστοι και εγκαταλειμμένοι θα είμαστε μετά».

Μιλώντας για την εμπειρία του από τη συμμετοχή του στο καλλιτεχνικό γεγονός της Ζώνης σημείωσε: «Για το τι κάνω και ποιος είναι ο ρόλος μου στην κοινωνία ως καλλιτέχνης χρειάστηκε πολύ καιρός να το συνειδητοποιήσω. Το Πέραμα με έβγαλε από το εργαστήριο και με έβαλε στη ζωή. Η εμπειρία αυτή ήταν δυνατή. Το ότι είχαμε εργαστεί πάνω στο θέμα της δουλιάς κάποιων ανθρώπων και ότι θα εκθέταμε σε αυτούς τους ανθρώπους και θα μας έκριναν, αυτό ήταν συναρπαστικό. Παράλληλα, όμως, διαπιστώσαμε ότι το πλατύ κοινό, οι εργάτες, είχαν μεγάλη απόσταση από το να δουν ένα έργο». Γι' αυτό και αναρωτήθηκε: «Πόσο ενημερωνόμαστε για εικαστικές εκθέσεις; Πόσοι πηγαίνουμε και πόσοι μπορούμε να σταθούμε πάνω από τρία λεπτά μπροστά από ένα έργο; Με τη μουσική τα μηνύματα είναι πιο άμεσα. Με το εικαστικό έργο τα πράγματα δυσκολεύουν. Αλλά με πόσα έργα ερχόμαστε σε επαφή καθημερινά;».

Στο πνεύμα της ανάγκης να πάρουν οι καλλιτέχνες θέση, ο Ν. Χριστοφοράκης υπογράμμισε: «Το θέμα είναι να αρχίσουμε να μιλάμε και όχι να σκεφτόμαστε συνεχώς το πώς θα μιλήσουμε. Αυτό το έμαθα στο Πέραμα. Να αρχίσουμε να δείχνουμε τα έργα μας ακόμη και στο πεζοδρόμιο και το κοινό να αρχίσει να κάθεται να βλέπει για 10 λεπτά»...

Συγκλονιστική ήταν η ομιλία του Σωτήρη Πουλικόγιαννη, ο οποίος, με απλό και απολύτως κατανοητό τρόπο, μπήκε στην ουσία του ζητήματος της συνάντησης διανόησης και εργατικής τάξης. Μιλώντας κι αυτός για την εμπειρία του Περάματος σημείωσε ότι ένα πρώτο συμπέρασμα που βγήκε είναι ότι και οι εργαζόμενοι «μπορούμε να προσφέρουμε ποιοτική τέχνη χωρίς μεγάλο κόστος. Αυτό όμως προϋποθέτει καλλιτέχνες με συνείδηση και μεράκι».

Χαρακτήρισε ως «παραμύθι» την αντίληψη ότι «οι εργάτες δεν μπορούν να διοργανώσουν σημαντικά πολιτιστικά γεγονότα. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία για το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα που έχει στόχο την ίδια την κατάληψη της εξουσίας». Φέρνοντας ένα παράδειγμα για τη μεγάλη απήχηση της εκδήλωσης στους εργάτες είπε: «Είχε έρθει ένας ηλικιωμένος συνάδελφος με τα δυο του εγγόνια. Το ένα είπε στο άλλο: "εδώ δουλεύει ο παππούς". Κι αυτός ήταν περήφανος, γιατί η δουλιά του, τα καράβια, είχε εμπνεύσει αυτά τα έργα, που εκτίθονταν μάλιστα και στο χώρο του. Ο ίδιος ο εργαζόμενος κατάλαβε μέσα από αυτή τη διαδικασία ότι αυτός είναι τελικά ο Μέγας Δημιουργός».

Εξηγώντας την απόσταση των εργατών από το έργο τέχνης που διαπίστωσε ο Ν. Χριστοφοράκης, σημείωσε: «Οταν ένας εργάτης κάνει 60 μεροκάματα το χρόνο, το πρώτο που ψάχνει είναι να βρει δουλιά. Παράλληλα, υφίσταται και την επίθεση της υποκουλτούρας. Ετσι δεν μπορεί να δημιουργήσει πολιτιστική υποδομή, ενώ η συνεχιζόμενη διαδικασία αποκλεισμού του από την εργασία δημιουργεί και προϋποθέσεις παραίτησης από τη ζωή. Αυτή η έκθεση, όμως, έφερε τον πολιτισμό και έβγαλε την αγανάκτηση: "Εγώ φτιάχνω αυτόν τον πλούτο και με έχουν σε παραίτηση; Να τους πάρουμε φαλάγγι!". Ενα τέτοιο πράμα έβγαινε».

Ωστόσο, διαπιστώθηκαν και οι δυσκολίες. Πάντα χρήσιμες κι αυτές για την απόκτηση εμπειρίας από την τάξη: «Ο εργαζόμενος έχει συνδέσει αυτό το χώρο με την εκμετάλλευσή του, άρα νιώθει άσχημα εκεί και το μόνο που θέλει είναι να τελειώσει η δουλιά και να φύγει. Αρα είναι κατανοητό τι δυσκολία έχει να τον ξαναφέρουμε εκεί μέσα, έστω και για ένα πολιτιστικό γεγονός». Γι' αυτό «πρέπει να συνεχιστεί αυτή η προσπάθεια. Πώς θα αλλάξει το πολιτιστικό κριτήριο της εργατικής τάξης; Πώς θα γίνει ο ίδιος ο εργάτης καλλιτέχνης; Επεσαν ήδη ιδέες για καλλιτεχνικά εργαστήρια, για δημιουργία έργων από τα ρετάλια της δουλιάς».

Και κατέληξε: «Η διανόηση να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Είναι άμεση η επίθεση σε κατακτήσεις δεκαετιών. Πρέπει οι άνθρωποι του πολιτισμού να σταθούν στο πλευρό των εργατών».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ