Στο δρόμο για τον πηγεμό στο Μακρονήσι, νάσου μπροστά σου ο ποιητής, μέριασε του λες να προσπεράσω, μάζεψε τη λάμψη σου, να δω το σήμερα θέλω, τη φύτρα που απόμεινε, το νιόβγαλτο βλαστάρι. Ενα καράβι φορτωμένο πικρές θύμισες και νοσταλγίες νιότης.
Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, μέρες Μαγιού, προσκύνημα μνήμης για τις ιδέες που δε χάθηκαν, για την πίστη που δεν έσβησε.
Φρεσκαδούρα ο Σαρωνικός, καταγάλανος, με άσπρες πουπουλένιες φτερούγες στα καπούλια. Παλιοί σύντροφοι, παλιοί συναγωνιστές ξανασμίγουν. Κι είναι ν' ακούς τη λαχτάρα κι είναι το αχ, το δοξασμένο, το ηρωικό, το λυπημένο κι είναι ν' ακούς και διηγώντας τα να κλαις.
Αναρωτιέσαι και λες, μεσούντος του 20ού αιώνα, πώς έγιναν όλα αυτά τα τρομερά κι απάνθρωπα γεγονότα, από Ελληνες σε Ελληνες, από ενόπλους σε αόπλους, από εξουσιαστές σε εξουσιαζόμενους; Πώς έγιναν και δεν άνοιξε η γη και δεν ξεχύθηκαν τα τάρταρα να τους καταπιούν;
Ντροπή του κόσμου, ξεροβούνι του θανάτου, που με θράσος ονομάτισαν "Νέο Παρθενώνα".
Πικρό το άρωμα της σφίγγας και τ' άνθια του θυμαριού μέσα στον άνεμο ακόμα πιο μαβιά, έτσι που να προαναγγέλλουν θάνατο και Μεγάλη Παρασκευή.
Εδώ που ανατράπηκαν οι αξίες και η ανθρωπιά έχασε το νόημά της. Εδώ που μαρτύρησαν, που βασανίστηκαν, που πέθαναν μόνο και μόνο που δεν πάτησαν όρκους κι ιδέες, γυναίκες και άντρες, γιατί είπαν ΟΧΙ, γιατί δεν εδήλωσαν και δεν υπέγραψαν, γιατί δεν απαρνήθηκαν το ΚΚΕ.
Το σπαρμένο με κόκαλα ηρώων, το ματωμένο, άνυδρο, ξερό, λαβωμένο, αποκρουστικό Μακρονήσι.
Χρέος ολωνών και δικό μας, να στεκόμαστε πάντα στις επάλξεις του αγώνα και να τους υπενθυμίζουμε πως και το Μακρονήσι είναι κεκτημένο μας και είναι δικαίωμά μας και δε θα το απεμπολήσουμε ποτέ.
Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ