Βαγγελίτσα Κουσιάντζα. Μια ηρωίδα του λαού. Το χρονικό μιας τραγωδίας
12ο ΜΕΡΟΣ
Μια οικογένεια ολοκαύτωμα... Η Βαγγελίτσα, ο Αποστόλης, ο Γιώργος, τρία παιδιά του, θυσία στον αγώνα. Η μάνα τους ακολούθησε σε λίγα χρόνια. Δεν μπόρεσε ν' αντέξει τρεις κεραυνούς, τον ένα πίσω απ' τον άλλον. Κι απόμεινε αυτός. Ο χαροκαμένος πατέρας. Ο αστραποκαμένος δρυς, με τα 96 χρόνια του, να ζει και να θυμάται...
"Ηταν ζωηρό κορίτσι...", μου διηγείται τώρα ο πατέρας της, ο γερο - Κουσιάντζας. "Επαιζε την τσιλίκα και τους κλέφτες, με τ' αγόρια. Αντάρτης...".
Και τα μάτια του μουσκεμένα και κατακόκκινα, να πεταλουδίζουν χωρίς σταματημό.
Η αγκούσα ανεβαίνει στο λαρύγγι και τον πνίγει. Υστερα βγάνει απ' τα κατάβαθα έναν αναστεναγμό και συνεχίζει.
"Αλλά ήταν και καλόγνωμη. Και στα γράμματα, πρώτη. Εβγαλε το Γυμνάσιο εδώ στην Καρδίτσα κι ύστερα την έστειλα στην Αλεξαντρούπολη, στο διδασκαλείο. Ηθελε να σπουδάξει. Και βγήκε δασκάλα. Το '38, το '39.., θα σε γελάσω".
Η Βασιλική, η νύφη του, γυναίκα του γιου του του Νίκου, έφερε τον καφέ, κι έκατσε δίπλα, σε μια καρέκλα.
"Διορίστηκε πρώτα εδώ στο Βλοχό, καναδυό χρόνια. Υστερα, στο Μάρκο". Βοηθάει τη μνήμη του μπάρμπα - Μήτσιου και συμπληρώνει το βιογραφικό της Βαγγελίτσας.
"Υστερα διάβασε και δω, στον Παλαμά, στο χωριό μας. Εγώ ήμουν μαθήτρια τότες. Την είχα δασκάλα... Οταν βγήκε τ' αντάρτικο, με το ΕΑΜ, εδώ ήταν δασκάλα. Μας οργάνωνε εμάς τα μικρά. Αητόπουλα... Μας μάθαινε τραγούδια αντάρτικα...".
Υστερα, το χωριό "στένεψε". Το δασκαλίκι δεν έφτανε να γιομίσει τη ζωή της. Τη μεγάλη αντάρτισσα καρδιά της. Και δόθηκε με όλη την ψυχή της στον αγώνα του λαού.
Σύντομα αναδείχνεται σε στέλεχος του Κόμματος και του ΕΑΜ. Δουλεύει ασταμάτητα, μέρα και νύχτα. Χωρίς αναπαμό, χωρίς ξεκούραση. Μ' ένα ζευγάρι αρβυλάκια στα ποδάρια της, με μια γκλιτσούλα κοντή στο χέρι, πετάει από χωριό σε χωριό και ξεσηκώνει τις καρδιές του σκλαβωμένου λαού.
Μαστιγώνει με την κοφτερή της γλώσσα τους φασίστες καταχτητές, τους βάρβαρους της "Αριας φυλής", που πάτησαν τον τόπο μας, που σκόρπισαν τη φρίκη και τον όλεθρο σ' ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Στητή πάνω στο πρόχειρο πατάρι, ή πίσω απ' το σανιδένιο τραπεζάκι, μιλάει στις συγκεντρώσεις και στα μεγάλα μάτια της καίει η φωτιά, η φλόγα του μαχητή. Μ' ένα τσουλούφι απ' τα μαλλιά της ανασηκωμένο πάνω απ' το μέτωπο, αγέρωχη και φοβερή, σαν άλλος Κολοκοτρώνης, κεραυνώνει τον ξένο καταχτητή και τα ντόπια σκουλήκια του ΕΑΣΑΔ:
"Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!..", αντηχούσε συχνά οργισμένη η διαπεραστική φωνή της.
Είχε ένα πάθος ασίγαστο για τον αγώνα. Για τη λευτεριά! Κι ένα μίσος άσβηστο, για τους καταχτητές και τους ντόπιους προδότες.
Η Βαγγελίτσα, μαζί με όλους τους άλλους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, δέχεται πάνω της όλο το βάρος του διωγμού, απ' το μισαλλόδοξο μεταβαρκιζιανό κράτος. Και περνάει στην παρανομία.
Κρύβεται σε σπίτια φιλικά, "αχρωμάτιστα", που δεν κινούν τις υποψίες των ληστοσυμμοριών της Δεξιάς και των χωροφυλάκων. Στη Σέκλιζα, στη Ραχούλα και σ' άλλα χωριά, άνθρωποι του λαού, με κίνδυνο μεγάλο και για την ίδια τη ζωή τους, της προσφέρουν καταφύγιο. Μα, το κυνηγητό είναι αδιάκοπο κι ανελέητο. Την πιάνουν με τη βοήθεια ντόπιων χαφιέδων που τη γνώριζαν. Τη βασανίζουν απάνθρωπα στο Σταθμό Χωροφυλακής της Ραχούλας. Και κατόπι, στα μπουντρούμια της Καρδίτσας. Της σκίζουν με μαχαίρι τα πόδια και της ρίχνουν καυτό λάδι στις πληγές. Της βάζουν βραστά αυγά κάτω απ' τις μασχάλες, για να κάνουν πιο αβάσταχτο το μαρτύριό της. Να την αναγκάσουν να "ομολογήσει"...
Μα, η Βαγγελίτσα δεν έχει τίποτα να κρύψει και τίποτα να ομολογήσει. Οι πράξεις, ο αγώνας της στην Εθνική Αντίσταση είναι καθαρός σαν το κρύσταλλο. Και τελικά απαλλάσσεται απ' τις κατηγορίες "διά βουλεύματος".
Σύντομα, όμως, την ξαναπιάνουν. Και τη ρίχνουν πάλι στα κρατητήρια της Καρδίτσας. Μια κρίση καρδιακή, που παθαίνει εκεί, αναγκάζει τους δεσμοφύλακές της να τη μεταφέρουν στο Νοσοκομείο. Απ' όπου, σε λίγες μέρες, φίλοι και σύντροφοί της απ' έξω, αλλά κι απ' το ίδιο το προσωπικό του νοσοκομείου, τη βοηθάν να δραπετέψει, και τη φυγαδεύουν προς τα χωριά του Ιταμου.
Μα η τρομοκρατία ξαπλώνεται παντού, κάθε μέρα και πιο άγρια. Για τους αγωνιστές, ο δρόμος του βουνού είναι πια αναπόφευκτος. Είναι η μόνη εκλογή που τους απομένει.
Η Βαγγελίτσα, γραμματέας της Αχτίδας Σέκλιζας του Κόμματος, βρίσκεται πάντα στο πόστο της, εκεί γύρω στα χωριά του Ιταμου. Καθοδηγεί τις οργανώσεις, συντονίζει, σε συνεργασία με τα ένοπλα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού, τον πολιτικό με το στρατιωτικό αγώνα.
Και με το στρατιωτικό ελιγμό των τμημάτων του ΔΣ και την υποχώρησή μας προς Αγραφα, βρεθήκαμε στα Βραγγιανά, κι από κει στον αυχένα της Νιάλας.
"Πήγαμε, το '53... '54... Μαζί με τη μάνα της, στη Λαμία. Στο νεκροταφείο. Βρήκαμε με τα πολλά κάποιον εκεί. Εναν καντηλανάφτη, που ήξερε... Μας έδειξε τον τόπο. Σκάβουμε, σκάβουμε με τη γριά.., τους βρήκαμε. Τι να βρεις...".
Τον πνίγει πάλι ο λυγμός. Δεν μπορεί να συνεχίσει. Η αγκούσα ανεβαίνει ξανά, και δένεται κόμπος στο λαρύγγι του. Γέρνει δίπλα στο προσκέφαλό του, και σκουπίζει με τα δυο του δάχτυλα τα μάτια του.
- Πες τα εσύ Βασιλική... παρακαλεί τη νύφη του να συνεχίσει τη διήγηση. Και η Βασιλική συνεχίζει.
- Τους είχαν όλους μαζί... Σ' έναν τάφο. Ούτε κάσες, ούτε τίποτα... Τη Βαγγελίτσα τη γνώρισαν απ' το φουστάνι, το κόκκινο. Το μετάξι δε λιώνει μέσα στο χώμα... Μάζεψαν τα κόκαλά της, όπως ήταν μέσα στο φουστάνι, το κεφάλι, τα ποδάρια... όλα σ' ένα σεντόνι, και τα 'βαλαν σ' ένα καμαράκι, εκεί δίπλα. Δεν τους άφησε ο επιστάτης αυτός να τα πάρουν.
"Ηρθαμε εδώ, στο χωριό κι όλη τη νύχτα δεν κοιμηθήκαμε, με τη μάνα της", συνεχίζει πάλι ο γέρο - Κουσιάντζας. "Και ξαναπήγαμε στη Λαμία. Και με τα πολλά βάσανα ύστερα, μας την έδωσαν. Και τη φέραμε...".
Αγόρασαν κουτί καινούριο, έβαλαν μέσα, σε μια σακούλα, με τάξη τα κόκαλα της Βαγγελίτσας, και τα σκέπασαν από πάνω με λουλούδια.
"Και τα 'φεραν τα κόκαλά της εδώ στο χωριό", λέει η Βασιλική. "Κι έγινε κηδεία κανονική. Μαζεύτηκε όλο το χωριό...".
Τώρα, στο νεκροταφείο του Παλαμά, εκεί στο βάθος του διαδρόμου, δεξιά, δίπλα στον τάφο της γριάς Κουσιάντζαινας, θα βρεις ένα μικρό τσιμεντένιο κουτί, ακουμπισμένο πάνω στη γη. Και στο προσκέφαλό του, ένας μικρός μαρμάρινος σταυρός.
Ο αέρας φύσηξε δυνατός τη νύχτα. Εριξε το σταυρό και τον έσπασε σε τρία κομμάτια.
Πιάνω με τα χέρια μου και συναρμολογώ απάνω στα χόρτα, τα κομμάτια του σπασμένου μάρμαρου. Και σχηματίζεται απάνω στο σταυρό, ολόκληρο, το αθάνατο όνομα:
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ Δ. ΚΟΥΣΙΑΝΤΖΑ
Διδασκάλισσα
"...Διδασκάλισσα.., και αγωνίστρια της Αντίστασης. Μια ηρωίδα του λαού!..". Συμπληρώνω, ολοκληρώνοντας νοερά πάνω στο σπασμένο μάρμαρο την επιγραφή: "ΒΑΓΓΕΛΙΤΣΑ ΚΟΥΣΙΑΝΤΖΑ. Εκτελέστηκε, μαζί με άλλα εννιά παλικάρια, στις 9 του Μάη 1947, στην Ξηριώτισσα της Λαμίας, από την αμερικανοκρατία και το ντόπιο δοσιλογισμό".
Η Αγγελική είχε ξεμακρύνει στο δρομάκι, ανάμεσα στα μνήματα, ψάχνοντας με τα μάτια τους σταυρούς, για να βρει το όνομα ενός άλλου αδικοχαμένου φίλου μου, που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Γονατισμένος πάνω στα χαμομήλια, παραμερίζω με τρεμάμενα χέρια τη μικρή τσιμεντένια πλάκα, που σκεπάζει το κουτί. Ανοίγω με προσοχή την πλαστική σακούλα. Παίρνω στα χέρια μου, και σηκώνω ψηλά, στο φως του ήλιου, το κρανίο.
"...Η Αγια Κάρα της Βαγγελίτσας Κουσιάντζα...".
Το κοιτάζω ασάλευτος. Μ' ένα κόμπο στο λαιμό και στην καρδιά. Με μια φωτιά να μου καίει τα μάτια...
Προσπαθώ ν' αναπαραστήσω, με το νου, εκείνο το γελαστό πρόσωπο. Εκείνο το αγέρωχο κορίτσι με τα μεγάλα μάτια, τα γεμάτα φλόγα και πίστη και δύναμη αγωνιστική...
Μια τρύπα, λίγο πιο πάνω απ' το φρύδι το δεξί, σημαδεύει την τελευταία πράξη των "φρουρών της καθεστηκυίας τάξεως".
"Τρεις σφαίρες της έριξε ο επικεφαλής... Για χαριστική βολή...".
...Ποιος ξέρει, τι τρεμούλα να είχε στην καρδιά και στα χέρια του εκείνος ο δύστυχος "επικεφαλής"... και ποιος ξέρει πού πήγαν οι άλλες δυο σφαίρες του. Αν πέτυχαν καν το "στόχο" τους...
"...Βαγγελίτσα... Σήκω Βαγγελίτσα!...". Είμαι έτοιμος να τη φωνάξω. Οπως τότε, εκεί στον ανεμοδαρμένο αυχένα της Νιάλας....
Η φωνή της γυναίκας μου ακούστηκε απαλή απ' την άλλη άκρη του διαδρόμου.
- Βλέπω εδώ πολλούς Στυλοπουλαίους, αλλά δε βρίσκω πουθενά το όνομα Παύλος...
Την είδα που ξεκίνησε κι ερχόταν απ' το στενό δρομάκι, ανάμεσα στα μνήματα.
Εβαλα πάλι με προσοχή το κρανίο στην πλαστική σακούλα, μέσα στο τσιμεντένιο κουτί κι έκλεισα από πάνω το καπάκι του.
Η γυναίκα μου ήρθε, και στάθηκε για λίγο, αμίλητη, πάνω απ' το κεφάλι μου.
- Πάμε... είπε ύστερα, με φωνή σιγανή, σα να φοβόταν μήπως ταράξει τον ύπνο της Βαγγελίτσας...
ΑΥΡΙΟ ΤΟ 13ο ΜΕΡΟΣ (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)