Κυριακή 22 Ιούνη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 49

ΓΙΑ ΤΟ "ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ"

Μια πρώτη γενική προσέγγιση

Οι γαλλικές εκλογές και τα αποτελέσματά τους τροφοδότησαν ένα νέο κύμα ιδεολογικο- πολιτικών ερμηνειών και παρεμβάσεων, που αναζωπυρώνουν το σχήμα Δεξιά - Αριστερά με τη μορφή: νεοφιλελεύθερη πολιτική - αριστερή (ή "νεοαριστερή" ή "κεντροαριστερή") πολιτική. Το ιδεολογικο- πολιτικό αυτό σχήμα, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, εμφανίζεται ως νεοφιλελεύθερο Μάαστριχτ- αριστερό Μάαστριχτ. Το δε "αριστερό Μάαστριχτ" προβάλλει ως η επιδίωξη αναθεώρησης κάποιων στόχων της Συνθήκης του Μάαστριχτ, που θα δώσει τη δυνατότητα πιο "ευέλικτων", "κοινωνικά ευαίσθητων" πολιτικών, τόσο στη γενική πολιτική κατεύθυνση του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών, όσο και στις "αριστερές" κυβερνητικές πολιτικές των κρατών - μελών.

Αυτή η προσέγγιση από θέσεις "δημιουργικής κριτικής" στο περιεχόμενο της Συνθήκης του Μάαστριχτ δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά από τις λεγόμενες "σοσιαλιστικές" πολιτικές δυνάμεις, καθώς και τις "νεοαριστερές". Η διαφορά είναι ότι σε ορισμένες ισχυρές καπιταλιστικές χώρες - μέλη της ΕΕ, οι "σοσιαλιστικές δυνάμεις" δεν είχαν την κυβέρνηση μετά το 1992. Ετσι, δε χρεώνονται άμεσα τη λαϊκή δυσαρέσκεια από τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και έχουν κάποιο περιθώριο να δημαγωγούν.

Κάποια περιθώρια να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην πολιτική ριζοσπαστικοποίηση το ιδεολογικο- πολιτικό σχήμα "νεοφιλελευθερισμός - Κεντροαριστερά" ή "νεοφιλελεύθερο Μάαστριχτ - αριστερό Μάαστριχτ" ενισχύονται και από τη στήριξη ή συμμετοχή κομμουνιστικών κομμάτων, σε κυβερνήσεις διαχείρισης του συστήματος. Αλλά και επειδή σε μεγάλο βαθμό ακόμα η γραμμή του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος είναι αμυντική όπως και γενικότερα των λαϊκών αγώνων, παρά τη δυναμική που σηματοδοτείται ως προς την προοπτική τους προς το παρόν δεν έχουν γίνει πεδία σύγκρουσης και αποκλεισμού αυταπατών.

Πίσω από την "αριστερή" δημαγωγία κρύβονται πολιτικές σκοπιμότητες που εκφράζουν και αντανακλούν: αφ' ενός τις εσωτερικές αντιθέσεις της καπιταλιστικής οικονομίας στα πλαίσια της ΕΕ, αλλά και ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Αφ' ετέρου την ίδια την ταξική πάλη (εργασία - κεφάλαιο).

Συγκεκριμένα:

α) Οι δείκτες που έθεσε η Συνθήκη του Μάαστριχτ, κατά γενική ομολογία, ιδιαίτερα των οικονομολόγων, είναι πολύ υψηλοί. Δεν είναι δυνατόν να πιαστούν ούτε από τις χώρες του "σκληρού πυρήνα" της ΕΕ, ακόμα και από αυτή τη Γερμανία, χωρίς πρόσθετη φορολογία, που θα προκαλέσει νέο κύμα δυσαρέσκειας.

Αλλά και πολιτικοί έχουν ισχυριστεί ανοιχτά ότι οι δείκτες δεν είναι παρά μόνο οι μετρήσιμοι στόχοι για την προώθηση των πραγματικών στόχων: Απελευθέρωση κίνησης κεφαλαίων, η οποία χρειάζεται νομισματική σταθερότητα και άλλες δικλείδες εξασφάλισης ισορροπιών στη διεθνή χρηματαγορά (επιτόκια, ΕΥΡΩ, κλπ). Απελευθέρωση κίνησης του εργατικού δυναμικού, όχι μόνο ή τόσο μετακίνησης του εργατικού δυναμικού από τη μια εθνική αγορά στην άλλη, αλλά, κυρίως, απαλλαγή του μονοπωλιακού κεφαλαίου από θεσμικές δεσμεύσεις υπέρ της εργασίας, στη διαπραγμάτευσή της με το κεφάλαιο. Ο στόχος δηλαδή να ανατραπεί μέσα στη ζωή ένα κατακτημένο επίπεδο συνθηκών απασχόλησης και η θεσμοθέτηση αυτής της ανατροπής.

Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του υπουργού Γιάννου Παπαντωνίου που με σαφήνεια ισχυρίστηκε ότι είτε πιάσουμε τους δείκτες είτε όχι, είτε είναι η Ελλάδα στην ΕΕ είτε όχι, είτε μπει στη "νομισματική ένωση" είτε όχι, η πολιτική αυτή - των ιδιωτικοποιήσεων, των "ευέλικτων" και "εναλλακτικών" μορφών απασχόλησης κλπ - είναι μονόδρομος.

Ετσι, από τη μια εμφανίζονται "σοσιαλδημοκράτες" κυβερνητικοί ν' αποκαλύπτουν την ουσία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, σαν σύγχρονη και επιβεβλημένη έκφραση της στρατηγικής του κεφαλαίου. Από την άλλη, πολιτικοί από το χώρο των "αστικών φιλελεύθερων" κομμάτων επιβεβαιώνουν ότι μια ενδεχόμενη προσαρμογή των δεικτών δεν αλλάζει αυτή τη στρατηγική.

Στην Ελλάδα, χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Κ. Μητσοτάκη: "Δε βλέπω καμιά αλλαγή της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Απλώς θα συζητήσουν μια μικρή αναβολή, πιθανώς ενός έτους, την οποία ενδεχομένως χρειάζονται οι πάντες στην ΕΕ, ακόμα και η Γερμανία. Βλέπω μια μικρή άμβλυνση των κριτηρίων. Αλλά πολιτικές αποφάσεις δεν μπορούν να υπερισχύσουν της οικονομίας". Αλλά και στέλεχος του Χριστιανο-κοινωνικού Κόμματος στη Γερμανία έχει τοποθετηθεί υπέρ "της ελαστικότερης εφαρμογής των κριτηρίων". Μπορούμε, λοιπόν, να ισχυριστούμε ότι ο προβληματισμός για μια ενδεχόμενη αναθεώρηση των δεικτών προς τα κάτω δεν αποτελεί μια "αριστερή σοσιαλδημοκρατική" πολιτική που θα τη χαρακτήριζε μια έστω πρόσκαιρη χαλάρωση των στρατηγικών επιδιώξεων του κεφαλαίου.

Στρατηγική του κεφαλαίου είναι η οικονομική και πολιτική ενίσχυσή του σε μια ευρύτερη αγορά μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και της αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων, η δε πολιτική των δεικτών είναι μέσο σε αυτήν την κατεύθυνση. Σε πολιτικό επίπεδο έχει ανάγκη ανάλογων θεσμών για τη στήριξη των βασικών στρατηγικών επιλογών. Ετσι, από τις μέχρι σήμερα διαπραγματεύσεις για την προετοιμασία της Διακυβερνητικής Διάσκεψης, το μόνο που δεν αμφισβητείται είναι ακριβώς η ενίσχυση των κρατικών - διακρατικών θεσμών της εξουσίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Γι' αυτό, η νέα γαλλική κυβέρνηση (που προβλήθηκε σαν "αριστερή", "σοσιαλιστική") γρήγορα αναδιπλώθηκε σε σχέση με τις θέσεις για "χαλάρωση" των κριτηρίων ένταξης και ρυθμών διαμόρφωσης του ΕΥΡΩ. Ενώ επανέλαβε τις γνωστές γαλλικές θέσεις περί ενίσχυσης του ρόλου του Συμβουλίου Υπουργών ECOFIN, προκειμένου να ασκήσει, στο πλαίσιο της ΟΝΕ, για το ενιαίο νόμισμα τις αρμοδιότητες μιας "οικονομικής κυβέρνησης" που θα εξισορροπεί την αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ("Ελευθεροτυπία", 10/6//97).

Ετσι και αλλιώς μια ενδεχόμενη προσαρμογή των δεικτών σε ρεαλιστικότερη βάση δεν αποτελεί αλλαγή στρατηγικής, ουσιαστική χαλάρωση των αντεργατικών, αντιλαϊκών πολιτικών των κυβερνήσεων και του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών.

β) Στον προβληματισμό για τους δείκτες αντανακλάται και το ενδεχόμενο μιας πιο χαλαρής λειτουργίας της Νομισματικής Ενωσης, σαν αποτέλεσμα αντικειμενικών δυσλειτουργιών στην εφαρμογή της, και εξαιτίας των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Από τη μια οξύνονται αντιθέσεις στα πλαίσια της ΕΕ (πχ Γερμανίας - Ιταλίας), από την άλλη ενισχύονται προσεγγίσεις ισχυρών καπιταλιστικών κρατών της ΕΕ με τις ΗΠΑ. (Ολο και περισσότερο συζητιούνται προσεγγίσεις της Γαλλίας προς τις ΗΠΑ - Μ. Βρετανία). Αλλωστε στην ιστορία διαμόρφωσης και εξέλιξης της Κοινότητας ήταν πάντα ενεργητική η παρέμβαση των ΗΠΑ. Αλλά και η οικονομική ιστορία της Κοινότητας έχει πολλά πισωγυρίσματα, επιβραδύνσεις, αναπροσαρμογές σε σχέση με τους πολιτικούς στόχους και τις αποφάσεις της.

Αρκεί να θυμηθούμε την αποτυχία του σχεδίου WERNER στη δεκαετία του '70 για την ΟΝΕ, την αποτυχία της απόπειρας σταθεροποίησης των συναλλαγματικών ισοτιμιών με το σύστημα του "φιδιού μέσα στο τούνελ", την αποχώρηση, το φθινόπωρο του '92 και το καλοκαίρι του '93, της στερλίνας και της λιρέτας από το Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών της Κοινότητας.

Συχνά οι αστοί οικονομολόγοι έρχονται να διορθώσουν "βεβιασμένες" πολιτικές αποφάσεις και φαινομενικά διαφορετικές οικονομικές πολιτικές, έρχονται να εκφράσουν πιο ρεαλιστικά την οικονομική πραγματικότητα. Σε μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί να ενταχθεί και η Κίνηση των Ευρωπαίων Οικονομολόγων για ένα "αριστερό Μάαστριχτ".

γ) Δεδομένο που απασχολεί πολιτικούς και οικονομικούς ιθύνοντες της άρχουσας τάξης είναι τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας (πάνω από 20% στην Ισπανία, 12% στη Γερμανία κλπ). Η ανησυχία τους διατυπώνεται και στην πρόταση Γάλλων σοσιαλιστών - Γερμανών σοσιαλδημοκρατών για ένα "Ευρωπαϊκό σύμφωνο για την ανάπτυξη και την απασχόληση", στην οποία δηλώνουν ότι πάνω από 18 εκατομμύρια άνεργοι θέτουν σε κίνδυνο τη "δημοκρατική και κοινωνική σταθερότητα της ΕΕ" ("Ελευθεροτυπία", 29/5//97).

Αν και η ανεργία (εφεδρικός στρατός) είναι όπλο στα χέρια του κεφαλαίου για τη χειραγώγηση της εργατικής τάξης, από την άλλη η αυξανόμενη μακρόχρονη ανεργία αποτελεί δείκτη της οικονομικής κρίσης και αντικειμενικό παράγοντα όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων. Η απότομη επιδείνωση των κοινωνικο- οικονομικών συνθηκών για την εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεζόμενα στρώματα, με την προϋπόθεση ανάπτυξης του υποκειμενικού παράγοντα, μπορεί να οδηγήσουν σε κοινωνικο- πολιτικές ανακατατάξεις που να θέτουν σε κίνδυνο την κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου.

Ετσι, από τη μεριά του κεφαλαίου επεξεργάζονται εναλλακτικές πολιτικές διαχείρισης της κρίσης. "Ανάπτυξη και απασχόληση", "Ευρώπη των κοινωνικών δικαιωμάτων", "ιδιωτική πρωτοβουλία και κρατική παρέμβαση στο σχεδιασμό βασικών κατευθύνσεων της οικονομίας", είναι μερικά από τα συνθήματα στη βάση των οποίων επιχειρείται η οικοδόμηση της τεχνητής διαχωριστικής γραμμής: νεοφιλελεύθερη πολιτική - αριστερή σοσιαλδημοκρατική πολιτική (νεοφιλελεύθερο - αριστερό Μάαστριχτ).

Αστοί "εκσυγχρονιστές", "αριστεροί" σοσιαλδημοκράτες, νεοαριστεροί μαρξίζοντες οικονομολόγοι επεξεργάζονται μια οικονομική πλατφόρμα στην παραπάνω κατεύθυνση, που υιοθετεί ορισμένα στοιχεία της νεοκεϋνσιανής πολιτικής. Αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν να εκφράσουν στις σημερινές συνθήκες την πολιτική του "κράτους πρόνοιας", ενός εκτεταμένου κρατικού τομέα της οικονομίας.

Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική διαχείρισης του συστήματος της μεταπολεμικής περιόδου έγινε δυνατή σε τελείως διαφορετικές συνθήκες (μεγάλη καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων εξαιτίας του πολέμου, ανόρθωση της οικονομίας των ΗΠΑ και δυνατότητα διείσδυσής της στην Ευρώπη, ύπαρξη του σοσιαλιστικού συστήματος). Αλλά και πάλι αυτός ο τύπος διαχείρισης μετέθεσε χρονικά, σε διευρυμένες διαστάσεις, τα προβλήματα της κρίσης.

Ούτε η τόνωση της αγοράς, η ενίσχυση της ζήτησης μπορεί να στηριχτεί στις άμεσα οικονομικές κρατικές παρεμβάσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κρατικές οικονομικές δραστηριότητες, συνδεδεμένες με το ιδιωτικό κεφάλαιο, από φιλελεύθερες ή "αριστερές/κεντροαριστερές" πολιτικές διαχείρισης π.χ. κοινοτικά προγράμματα. Και δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς σαν ενδεχόμενο να κρατήσει ο κρατικός τομέας εξ ολοκλήρου ή μεγάλα ποσοστά ιδιοκτησίας σε τομείς των τηλεπικοινωνιών ή των μεταφορών, ιδιαίτερα στα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη. Αλλωστε αυτός ο προβληματισμός είναι εκφρασμένος ήδη και στη Μ. Βρετανία από τα "φιλελεύθερα" κόμματα.

Ειδικότερα όσον αφορά την "κοινωνική πολιτική", πρέπει να σημειώσουμε ότι σήμερα το περιεχόμενό της περιλαμβάνει ορισμένα μέτρα για πολύ χαμηλών εισοδημάτων κατηγορίες εργαζομένων, σχεδόν εξαθλιωμένων. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ανακοίνωση από τον Μπλερ σχεδίου διευκόλυνσης για να εργαστούν - έστω με μερική απασχόληση - οι ανύπαντρες μητέρες, οι οποίες υπολογίζονται στις 800.000 στην Αγγλία (ΤΑ ΝΕΑ, 4/6//97).

Οι πολιτικές ανακατανομής του εισοδήματος κινούνται στην κατεύθυνση της ανακατανομής ανάμεσα στους "εντός" και "εκτός" εργασίας, χωρίς να θιγούν στο ελάχιστο τα κέρδη των μονοπωλίων.

Το "μοίρασμα της ανεργίας" με συνολική υποβάθμιση της τιμής της εργατικής δύναμης είναι στις πολιτικές των σοσιαλιστών του "αριστερού Μάαστριχτ". Είναι η κρυφή παγίδα στους προβληματισμούς του Ζοσπέν για "μείωση του ωραρίου από τις 39 στις 35 ώρες τη βδομάδα".

Εκφράζεται με την έννοια της "απασχολησιμότητας", ως μερική ή εποχιακή απασχόληση, ή αλλαγή της ειδικότητας (η "διά βίου εκπαίδευση" που αφορά βραχύχρονη χαμηλής ειδίκευσης προσαρμογή), σε αντιπαράθεση με την "πλήρη απασχόληση".

Εκφράζεται σε όλο το σκεπτικό της Εισήγησης του Κ. Σημίτη προς το Εκτελεστικό Γραφείο, με θέσεις όπως:

"Γιγάντια αναδόμηση των παραγωγικών και εργασιακών σχέσεων, καθώς και του συνολικού μοντέλου εργασίας - ζωής και κατανάλωσης". "(...) Η διαμόρφωση ενός νέου στρατηγικού σχεδίου που θα ενώνει ηθικό ορίζοντα και εκσυγχρονιστική πρακτική, ανάπτυξη και κοινωνική ευαισθησία είναι πια μια αδήριτη ανάγκη. Αυτές οι προκλήσεις, αυτές οι μεγάλες αναγκαιότητες καθιστούν υποχρεωτική τη σύγκλιση των προσπαθειών δυνάμεων που έχουν ακολουθήσει διαφορετικές ιστορικές διαδρομές και προελεύσεις, αλλά και διαφορετικά αξιακά και πολιτισμικά μοντέλα. (...) για τη δημιουργία ενός σύγχρονου, ριζοσπαστικού, κεντροαριστερού μπλοκ εξουσίας" ("Εξουσία", 28/5//97).

Αυτές τις πολιτικές σκοπιμότητες της "Αριστεράς" υπηρετεί και ο λεγόμενος "κοινωνικός διάλογος", που κατά τον Κ. Σημίτη "πρέπει να στηριχτεί σε αχειραγώγητες από τα κόμματα διαδικασίες ισότιμης συμμετοχής των πολιτών στα ζητούμενα ανοιχτών διαδικασιών. Πρόκειται για μια ανοιχτή υπόθεση, όπου άτομα, άτυπες ενώσεις πολιτών, όμιλοι, θεματικές ομάδες παρέμβασης κτλ. θα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των δράσεων και της "ατζέντας" του διαλόγου, σε κάθε περίπτωση". ("Εξουσία", 28/5//97).

Η Διακυβερνητική του Αμστερνταμ διέλυσε πολύ γρήγορα τις όποιες προσδοκίες δημιούργησε η φιλολογία για "αριστερό Μάαστριχτ". Οι σοσιαλιστές και νεοφιλελεύθεροι ηγέτες των "15" επαναβεβαίωσαν την προσήλωσή τους στα κριτήρια για την ΟΝΕ και το "σύμφωνο Σταθερότητας", ενώ επιδόθηκαν σε ευχολόγια και αοριστολογίες για το πρόβλημα της ανεργίας.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ