Παρασκευή 27 Ιούνη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 13
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Παράδεισος για το κεφάλαιο, εφιάλτης για το λαό

Την αλλαγή του φορολογικού συστήματος προς το αντιδραστικότερο, με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων, ανακοίνωσε χτες ο υφυπουργός Οικονομικών σε ακροατήριο επιχειρηματιών

Την αλλαγή προς το χειρότερο του φορολογικού συστήματος της χώρας, στην κατεύθυνση της περαιτέρω μείωσης του συντελεστή φορολογίας των επιχειρηματικών κερδών και της αύξησης της φορολογίας των φυσικών προσώπων, δηλαδή κυρίως μισθωτών, συνταξιούχων και άλλων εργαζομένων, προανάγγειλε χτες ο υφυπουργός Οικονομικών, Γ. Δρυς, από το βήμα του συνεδρίου με θέμα "Το ελληνικό όραμα για το 2000", με διοργανωτή το Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο.

Στην ίδια μάζωξη ο υφυπουργός Εργασίας Πρωτόπαππας, υποσχέθηκε προς τους επιχειρηματίες - ακροατές του συνεδρίου ακόμα πιο φθηνό εργατικό δυναμικό - κάτι που θα διασφαλιστεί από τις προωθούμενες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις - αν οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου αποφασίσουν να επενδύσουν στη χώρα μας. Ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Ι. Στράτος, από τη μεριά του, εκμεταλλευόμενος και πάλι την τακτική υποταγής της κυβέρνησης στην άρχουσα τάξη και προκειμένου να πιέσει για μεγαλύτερα προνόμια, διατύπωσεξανά το εκβιαστικό δίλημμα ότι αν δεν υπάρξει ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, επενδύσεις δεν πρόκειται να γίνουν από τους βιομηχάνους. Πιο συγκεκριμένα έθεσε θέμα κατάργησης του ορίου των απολύσεων, ταχύτερη διολίσθηση της δραχμής, χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού για τη βιομηχανία και άρση των γραφειοκρατικών διοικητικών εμποδίων... Παρ' όλα αυτά ανακοίνωσε ότι τα 3/4 των ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων το 1996 παρουσίασαν "υγιείς ισολογισμούς", παρουσίασαν δηλαδή κέρδη.

Από τις ομιλίες των υπουργών και του προέδρου του ΣΕΒ είναι εμφανές ότι το "ελληνικό όραμα" που υπόσχεται η κυβέρνηση Σημίτη, δεν είναι άλλο από τη μετατροπή της χώρας μας σε φορολογικό και επενδυτικό παράδεισο του πολυεθνικού κεφαλαίου, κάτι που προϋποθέτει βέβαια το τσάκισμα του "ενοχλητικού" για την υλοποίηση των σχεδίων αυτών, εργατικού κινήματος.

Σε μία πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας, ο υφυπουργός Οικονομικών Γ. Δρυς, ισχυρίστηκε χτες ότι "για καθαρά δημοσιονομικούς λόγους ο συντελεστής φορολογίας που επιβάλλεται στις επιχειρήσεις που δρουν στη χώρα μας θεωρείται από τους υψηλότερους σε Ευρωπαϊκό Επίπεδο, αν εξαιρέσουμε τη Γερμανία και τη Δανία, σε αντίθεση με τους συντελεστές φορολογίας φυσικών προσώπων που είναι από τους χαμηλότερους μέσα στην ΕΕ. Είναι επίσης δεδομένο ότι ενόψει ενός διαφαινόμενου και διαρκώς εντεινόμενου ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών - μελών της ΕΕ για την προσέλκυση κεφαλαίων και επενδύσεων, θα πρέπει η Ελλάδα, για να αποφύγει δυσμενείς παραμέτρους για την οικονομία, να προσαρμόσει το φορολογικό της σύστημα στις σύγχρονες απαιτήσεις της αγοράς. Τονίζεται ότι οι χρηματοοικονομικές ροές κινούνται από χώρες με υψηλούς φορολογικούς συντελεστές σε χώρες με χαμηλούς".

Ο υφυπουργός Οικονομικών "ξέχασε" να αναφερθεί στην έμμεση φορολογία και για να αποδείξει ότι το σημερινό φορολογικό σύστημα είναι επιβαρυντικό για τις επιχειρήσεις, περιορίστηκε μόνο στην άμεση φορολογία.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι με τις νεοφιλελεύθερες αλλαγές στο φορολογικό σύστημα που προώθησε η ΝΔ το 1992 και το 1993, μειώθηκαν εντυπωσιακά οι συντελεστές φορολογίας των επιχειρηματικών κερδών από 45-53% στο 35%. Μείωση υπήρξε επίσης και στους συντελεστές φορολογίας φυσικών προσώπων, αλλά το 1993 οι φόροι κατανάλωσης υπερτριπλασιάστηκαν, ενώ μεγάλη φορολογική επιβάρυνση υπήρξε και με τις αλλαγές στο ΦΠΑ, καθώς, με εξαίρεση λίγα εμπορεύματα, όλα τα υπόλοιπα μεταφέρθηκαν στο συντελεστή 18%. Ηταν αλλαγές που μετέφεραν τα φορολογικά βάρη από τις επιχειρήσεις στους εργαζόμενους. Το 1994 το ΠΑΣΟΚ προωθεί τα μεσαιωνικά "αντικειμενικά" κριτήρια φορολόγησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με εμφανή σκοπό το βίαιο εκτοπισμό τους από την αγορά. Σήμερα ο κ. Δρυς, αναγγέλλει ουσιαστικά νέο φορολογικό σύστημα, ακόμη περισσότερο αντιδραστικό από το σημερινό.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ