Διήγημα της Ελένης Σαραντίτη
Εκείνες τις Απόκριες είχε βρέξει πολύ, είχε λασπώσει ο τόπος. Είχε κατεβεί χείμαρρος απ' το βουνό και περνώντας φουριόζος απ' τον Κοκκινόβραχο, ξέσπαγε αγριεμένος στη θάλασσα. Την αναστάτωνε, της άλλαζε το πρόσωπο, φοβερό το 'κανε. Μα από κοντά άνθιζαν οι αμυγδαλιές, οι αγραπιδιές, οι τσιντόνιες. Κάπως παρηγοριόσουν έτσι. Μπουκωνόσουν γλύκα αρωματισμένη.
Θυμάμαι, που ήσουν διαρκώς ανεβασμένη στο μόλο. Είχαν δέσει πολλά καϊκια απ' το ξημέρωμα, οι άντρες αγόραζαν προμήθειες, πλένονταν, ετοιμάζονταν για το γλέντι. Σάββατο πρωί ήταν της τελευταίας Αποκριάς κι όταν απομακρυνόσουν από το λιμάνι, ξεροστάλιαζες έξω απ' την πόρτα της θεια - Νυχούς. Παραφύλαγες μήπως τη δεις να βγαίνει. Οπωσδήποτε θα 'βγαινε, κοπάδια οι γάτες την περίμεναν, γάτες απ' όλες τις γειτονιές. Κι εσύ μαζί τους. Εστεκες ακίνητη, μα σαν παρακαλεστική. Να σε δει. Να σε χαιρετήσει. Να την πλησιάσεις και να της πεις ντροπαλά: "Θεια - Νυχού, τη στολή. Μονάχα γι' αύριο. Θεια - Νυχού, θα την προσέξω σαν τα μάτια μου...". Μα η θεια - Νυχού δεν κατέβαινε, μεσημέριασε και δε φάνηκε, περίμενες, περίμενες, κι οι γάτες, τίποτα, σκόρπισε δυσαρεστημένο το γατομάνι, εξαφανίστηκες κι εσύ. Πού ήσουν;
***
Από τα σπίτια και τους δρόμους, απ' τα ταβερνάκια και τις πλατείες: ..."Πού ήσουνα, πουλάκι μου, και περιστεράκι μου...". Κι άλλα. Και η "Λυγερή".Αχ, φωνές, μέχρι το Τσιρίγο έφθαναν... Στα στρωμένα τραπέζια, σύναξη του σογιού. Σύναξη της καρδιάς. Της φτωχολογιάς ξέδωμα με το βιολιτζή να ιδροκοπά και την κόρη του να τραγουδά σαν αηδόνα για τους ναυτικούς που έβγαιναν συγυρισμένοι απ' τα πλεούμενα, άγνωστα πρόσωπα, ξένοι, και οι χοροί τους ξένοι κι αυτοί, χοροί απότομοι, ατσάκιστοι, αντικριστοί, έπιναν συνέχεια σκεφτικοί, είχαν κι έναν μουσικό δικό τους μαζί, ένα σκουρόχρωμο παλικάρι, λυράρη. Δεμένα πλάι στην ποταμιά, τ' άλογα που έφεραν τους βουνίσιους επισκέπτες χλιμίντριζαν, χτυπούσαν τις οπλές πεισματικά, ζώα ψηλά, καμαρωτά, στολισμένα, άστραφτε ο τόπος, καθώς έπεφτε ο ήλιος στις πλάτες τους, στα καπούλια.
Μα, εσύ, πού χάθηκες; Ωρες άφαντη. Κι ανησυχούσα.
Κατά τ' απομεσήμερο, κατηφόρισαν από τις απάνω γειτονιές. Μεγάλη παρέα κι αρχηγός η Κυριακούλα, που δούλευε στα ξένα χωράφια, στα νυχτέρια, μα τώρα ήταν αρχόντισσα με το γιο της δίπλα της, φαντάρο, που είχε έρθει με άδεια από την Τρίπολη, χόρευαν, τραγούδαγαν, πέταγαν στιχάκια τολμηρά, γελούσαν, είχε ανοίξει η καρδιά τους, είχαν μεταμορφωθεί, έλαμπαν, ούτε που διακρινόταν το μπαλωμένο ξεβαμμένο φουστάνι της Κυριακούλας, οι πεσμένοι ώμοι, οι ζάρες της. Μήτε το καθημερινό ζόρισμα του Γιωργάκη της και η απομόνωσή του. Το παντελόνι που είχε μικρύνει. Σήμερα ζούσαν, και το τραγούδαγαν με φωνή πελώρια. Επιαναν το σκοπό οι άλλοι, αστειεύονταν, πείραζαν τα κορίτσια, τους νεαρούς που παραμέριζαν για να περάσει η πομπή της χαράς, που ήταν, βέβαια, προσωρινή χαρά, αφού σε λίγες ώρες θα ξανάρχιζαν τα διαρκή βάσανα που απόψε ήταν παραμερισμένα.
Απόψε ήταν για τραγούδια, όπως το "φωτά το φεγγαράκι μου, να φτάσω στην αγάπη μου...", α, τραγούδι ανθεκτικό, του πατέρα μου η αδυναμία. Το χαμομήλι, που φύτρωνε παντού, πατημένο τώρα, μοσκοβολούσε...
Μα πού ήσουνα πια;