Σάββατο 26 Απρίλη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
Τα χρόνια της αθωότητας

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Τέτοιες μέρες θυμόμαστε τα παιδικά μας χρόνια. Ετσι λένε πως συνηθίζεται. Είναι βλέπεις τα χρόνια της αθωότητας. Και γι' αυτό το λόγο, τέτοιου είδους αναμνήσεις έχουν ένα περίεργο άρωμα, εξουδετερώνουν όλες τις δυσάρεστες μυρωδιές και έτσι, μπορείς, μέσα σε ένα περιβάλλον "αρωματισμένο", να καταλάβεις σωστά το νόημα των ημερών, που αρχίζει με τη δικαστική περιπέτεια του Χριστού, συνεχίζεται με την απογοήτευση των Εβραίων, που έβλεπαν να διαψεύδονται οι ελπίδες τους να διώξουν από πάνω τους τους Ρωμαίους, για να μείνουν αυτοί οι κυρίαρχοι της δικής τους πατρίδας, περνάει μέσα από τη σταύρωση και κορυφώνεται με το ψήσιμο του αρνιού και τη στρατικοποίηση της Λαμπρής, μια και επίσημη γιορτή του Πάσχα γίνεται μέσα στα στρατόπεδα. Με τους φαντάρους να γυρνούν αμέτρητους οβελίες και τους πολιτικούς μας ηγέτες να σπάζουν κατά συρροή κόκκινα αυγά ή να σέρνουν, κρατώντας άσπρα μαντίλια, χορούς τσάμικους ή καλαματιανούς, παρά τη διαβεβαίωση του Τσιτσάνη ότι είναι της Γερακίνας γιος.

Είπα, λοιπόν, κι εγώ να θυμηθώ τα παιδικά μου χρόνια. Τα χρόνια της παιδικής μου αθωότητας. Πρώτα θυμήθηκα το μπακάλικο του πατέρα μου στην Τούμπα. Μια μακρόστενη, προσφυγική παράγκα ήτανε αυτό το μπακάλικο. Δεξιά και αριστερά, τα τσουβάλια με την μπακαλική: Φασόλια, ζάχαρη, ρεβίθια και φακές. Ο πατέρας μου με ένα μεγάλο μαχαίρι έξυνε το μολύβι του, Faber νούμερο δύο, και έγραφε τα βερεσέδια. Πέντε δραχμές τυρί, δύο δραχμές σαρδέλες, δέκα δραχμές λάδι, και γράψτα. Τι να περισσέψει από αυτό το μίζερο πάρε - γράψε, για να γίνει κεφάλαιο και να αγοράσουμε εμείς τα παιδιά, τα καινούρια παπούτσια της Λαμπρής; Ωσπου ήρθε ο πόλεμος, έκλεισε το μπακάλικο και ο πατέρας με μια χλαίνη που του έφτανε μέχρι τον αστράγαλο ανηφόρισε για την Αλβανία, προσποιούμενος τον υπερήφανο. Οπως, εξάλλου, και όλοι οι άλλοι, που μας τους δείχνουν στα σχετικά ντοκιμαντέρ να κρέμονται από τα παράθυρα του τρένου και να χαιρετούν αυτούς που έμειναν πίσω, έτσι το ίδιο έκαναν, προσποιούνταν τον υπερήφανο.

Υστερα από λίγο καιρό, ο πόλεμος τελείωσε. Οι "υπερήφανοι" πολεμιστές της Αλβανίας γύρισαν πίσω. Αλλος με ένα πόδι, άλλος με ένα χέρι, άλλος χωρίς πόδια πάνω σε ένα καροτσάκι με ένα παράσημο στο στήθος και μια νοσοκόμα να του σπρώχνει το καροτσάκι. Αλλοι πάλι δε γύρισαν καθόλου. Εμειναν, έτσι, μόνο τα πρόσωπα να χαμογελούν μέσα από ξεθωριασμένες φωτογραφίες. "Φωτο - Τάκης- Κορυτσά" από μπροστά "Χαιρετισμούς στη γιαγιά και πες της να μη στεναχωριέται. Εδώ είμαστε στο Πόγραδετς", από πίσω. Ηρθε κι ο πατέρας μου ένα πρωί γεμάτος ψείρες και ψόφιος στην κούραση. Γέμισαν οι δρόμοι ματωμένους επιδέσμους, δίκοχα άπλυτα και γυλιούς γεμάτους τσάι του βουνού και κοντορίγανη, μαζεμένη από τις πλαγιές του Γράμμου.

Οταν μπούκαραν ένα βράδυ οι Γερμανοί στο σπίτι μας, για να πάρουνε τον πατέρα μου φωνάζοντας "παρτιζάν, παρτιζάν", ήμουνα δεν ήμουνα 7 χρονώ. Πήγα και κρύφτηκα κάτω από τη σκάλα μας. Ακουσα τη μάνα μου να τσιρίζει. Υστερα, αφού τελείωσε η φασαρία, μαζευτήκαμε στο μεγάλο δωμάτιο που έβλεπε προς το Γ Σώμα Στρατού και αρχίσαμε να ψέλνουμε τροπάρια. "Μέγαν εύρατο εν τοις κινδύνοις σε υπέρμαχον τη οικουμένη" και το άλλο που λέει "Αλαλα τα χείλη των ασεβών των μην προσκυνούντων την εικόνα σου τη σεπτήν". Λεπτομέρειες πολλές δε θυμούμαι από αυτό το επεισόδιο της παιδικής μου ηλικίας. Θυμούμαι όμως πολύ καλά πως ένα πρωί μας πήρε η μάνα μας, εμένα και τον αδελφό μου, και πήγαμε στου Χαριλάου, εκεί που είναι σήμερα το γήπεδο του Αρη. Εκεί τότε ήτανε τα συσσίτια του "Ερυθρού Σταυρού". Μια φιλινάδα της μάνας μου κατάφερε να μας γράψει στον κατάλογο και έτσι μπήκαμε μέσα, κρατώντας στο χέρι ένα πιάτο τσίγκινο και φάγαμε. Φακές, αν θυμούμαι καλά. Στο τέλος, μας μοιράσανε και από δυο ξερά σύκα. Εγώ έφαγα το ένα και σταμάτησα. Ηθελα το άλλο να το πάω στο σπίτι μας, για να το μοιραστούνε ο πατέρας μου και η μητέρα μου. Επρεπε να βρω έναν τρόπο, για να βγάλω το σύκο, χωρίς να με αντιληφθεί μια χοντροκώλα επιστάτρια, η κυρά Φανή. Το έκρυψα μέσα στην ιδρωμένη μου χούφτα. Το ανακάλυψαν, όμως, και με στείλανε πίσω, για να το φάω. Εγώ πείσμωσα. Σκέφτηκα, λοιπόν, να το κρύψω κάτω από τη γλώσσα μου, και τα κατάφερα. Οταν το πήγα στο σπίτι και διηγήθηκα το συμβάν, η μάνα μου πάτησε τα κλάματα. Πήρε το σύκο και το 'φαγε σε μια γωνιά της αυλής μας κρυφά από τον πατέρα μου.

Ωσπου έφτασε και το Πάσχα, με τους Γερμανούς να ανεβοκατεβαίνουν την οδό Παπάφη και τα κορίτσια της γειτονιάς να μαζεύουν πασχαλιές και σαλκίμια, για να στολίσουν τον επιτάφιο. Και στο προαύλιο της εκκλησιάς να μοσκοβολούν οι βιολέτες και οι κατιφέδες, τα φούλια και τα μοβ ζουμπούλια. Ολες αυτές οι μυρωδιές, τέλος πάντων, που μόνιμα είναι δεμένες μέσα μου με τη Μεγάλη Εβδομάδα και μια μικρή φυσαρμόνικα, την "piccolo", που μου την είχε αγοράσει ανήμερα τη Μεγάλη Παρασκευή η μακαρίτισσα, η θεία μου η Κασσάντρα. Αυτή τη θυμούμαι πολύ συχνά να μαραζώνει, κεντώντας την ανυμέναιη προίκα της, από τότε που ο πατέρας της, ο παππούς μου, δηλαδή, δεν είπε το ναι, για να παντρευτεί το Θανασάκη, γιατί ήτανε καπνεργάτης και κομμουνιστής.

"Πάρτη, μου είπε συγκινημένη και μια μέρα να γίνεις ένας φημισμένος μουσικός. Να μοιάσεις τον Θανασάκη, πρώτο μαντολίνο στην ορχήστρα του "Θερμαϊκού". Μέρα - νύχτα δεν το άφηνε το μαντολίνο από τα μαύρα του τα χεράκια. Και τραγούδια να δεις. "Ο Πάρις να γινόμουνα να 'κλεβα την Ελένη", "Να σου τηγανίζω ψάρια με παντζάρια σκορδαλιά". Και πάνω απ' όλα "Βροντάει ο Ολυμπος, αστράφτει η Γκιώνα". Βέβαια".

Εγώ, βέβαια, με την "piccolo", δεν έμαθα να παίζω σπουδαία τραγούδια. Μόνο τον "Μπελαμί" και "Στη βρύση τη βουνίσια". Γιατί ο Δρόσος, που είχε αναλάβει να μου μάθει να παίζω φυσαρμόνικα, έφυγε πολύ νωρίς από τη γειτονιά. Τον κάρφωσε ο Γιωργάκης, ο ταγματασφαλίτης, και ένα πρωί τον εκτέλεσαν πίσω από το Γεντί Κουλέ.

Τι να πρωτοθυμηθώ, λοιπόν, από εκείνα τα ανεπανάληπτα χρόνια της παιδικής μου αθωότητας, για να καταλάβω το νόημα αυτών των ημερών; Τους φαντάρους που έφευγαν για την Αλβανία, προσποιούμενοι τους υπερήφανους ή τον Θανασάκη που δεν μπόρεσε να παντρευτεί τη θεία μου την Κασσάντρα, γιατί ήτανε καπνεργάτης και κομμουνιστής;

Τι να πρωτοθυμηθώ, λοιπόν, από εκείνα τα ανεπανάληπτα χρόνια της παιδικής μου αθωότητας, για να καταλάβω το νόημα αυτών των ημερών; Τους φαντάρους, που έφευγαν για την Αλβανία, προσποιούμενοι τους υπερήφανους ή τον Θανασάκη, που δεν μπόρεσε να παντρευτεί τη θεία μου την Κασσάντρα, γιατί ήτανε καπνεργάτης και κομμουνιστής;


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ