Στο βαθμό που μια τέτοια άποψη ενοποίησης, ισοπέδωσης, τσουβαλιάσματος της ευθύνης, γίνει αποδεκτή σαν πολιτική πρακτική, καταργείται ο ίδιος ο ρόλος ύπαρξης του συνδικάτου, καταργείται το δικαίωμά του στην άμυνα, καταργούνται, πραξικοπηματικά, διατάξεις και αυτού ακόμα του σημερινού Συντάγματος περί της, έστω και φραστικής, αναγνώρισης της "ισότητας των όπλων".
***
Γνωρίζουμε πως ο ατομικός καπιταλιστής και ο συνολικός, συλλογικός καπιταλιστής, με την ιερή και απαραβίαστη, την κατοχυρωμένη συνταγματικά, αρχή του διευθυντικού δικαιώματος και την ακόμα μεγαλύτερη, ακόμα πιο ιερή αρχή, της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, έχει στην απόλυτη, ουσιαστικά, εξουσία του την κρατική μηχανή, έχει το δικαίωμα να διαμορφώνει νόμους, στα πλαίσια των ιερών και απαραβίαστων αρχών του, του συστήματος της εκμετάλλευσης, έχει το δικαίωμα να προσλαμβάνει και να απολύει όποιον θέλει, έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα να διαθέτει μέσα προπαγάνδας, που καθημερινά κάνουν πλύση εγκεφάλου, τελικά τα έχει όλα!
Ο άλλος, ο εργάτης, η συλλογική του έκφραση, το συνδικάτο, και στο βαθμό που σωστά κάνει τη δουλιά του, δεν έχει, στην ουσία, τίποτα. Απλά, μέσα από σκληρούς και συχνά αιματηρούς αγώνες, κατάφερε να εξασφαλίσει το δικαίωμα να μην είναι μηχανή που μιλάει, το δικαίωμα της άμυνας (απεργία, συλλογική δράση κλπ.), είτε αυτή αφορά αιτήματα προστασίας των κατακτήσεών του, είτε αφορά αιτήματα βελτίωσης της θέσης του, μέσα στα πλαίσια του συστήματος.
Αυτά κοντολογίς γνωρίζουμε, αυτά έλεγαν επιφανείς νομικοί όταν ανέλυαν το θέμα της "ισότητας των όπλων". Ολα αυτά όμως ανατρέπονται και μάλιστα στο όνομα του "κοινού συμφέροντος", στο όνομα των "κοινωνικών εταίρων". Σήμερα λοιπόν ο εργάτης, ο εργαζόμενος, ο συνδικαλιστής εκπρόσωπός του καλούνται όχι να θέσουν αιτήματα και να παλέψουν για την ικανοποίησή τους, αλλά να ικανοποιήσουν αιτήματα των βιομηχάνων, της κυβέρνησης!
Για του λόγου το αληθές:
Μέσα από τα 19 σημεία της κυβέρνησης για τον "κοινωνικό διάλογο", δηλαδή τη διαπραγμάτευση με το συνδικαλιστικό κίνημα, συνοψίζονται τρεις μεγάλοι πολιτικοί, οικονομικοί στόχοι - αιτήματα των εχόντων προς τους μη έχοντες:
***
Με μια κουβέντα, κυβέρνηση και βιομήχανοι ξεκινούν από μια προϋπόθεση, η οποία συνοψίζεται στο εξής: "Δεν έχουμε να σας δώσουμε τίποτα, ό,τι πετύχατε στο παρελθόν δε θεωρείται κεκτημένο, όλα είναι υπό αίρεση, σας τα αφαιρούμε". Αυτή είναι η βάση της λογικής, της διαπραγμάτευσης που προτείνεται, όπως τουλάχιστον την καταλαβαίνουμε εμείς και σωστά την καταλαβαίνουμε. Επομένως, δε γίνεται συζήτηση αν κάποιος ή κάποιοι άλλαξαν, ή πρέπει ν' αλλάξουν, γραμμή στο συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά αν θα δεχτούμε ή όχι την κοινή λογική, η οποία κοινή λογική περιέχεται, σε μεγάλο βαθμό, μέσα στις κοινές θέσεις και αποφάσεις του 22ου Συνεδρίου της ΓΣΕΕ και άλλων οργανώσεων, θέσεις και αποφάσεις διεκδίκησης, άμυνας, διατήρησης και βελτίωσης της θέσης του εργαζόμενου.
***
Κατά συνέπεια και σ' αυτό η διαπραγμάτευση ξεκινάει από μια προϋπόθεση - αίτημα που θέτει η κυβέρνηση και η οποία ζητάει εκχώρηση δικαιώματος από τον εργάτη. Αρα η κοινή λογική συνιστά μη αποδοχή μιας τέτοιας διαπραγμάτευσης. Η κλασική γραμμή, και πολιτική, εδώ και δεκαετίες, του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος - είτε κινείται στον ταξικό, είτε στο ρεφορμιστικό άξονα, έστω και φραστικά ο τελευταίος - ήταν το αίτημα για βελτίωση του καθεστώτος συλλογικών διαπραγματεύσεων, κυρίως να μη φύγει από τη μια μεριά του τραπεζιού ο ένας από τους συλλογικά "διαλεγόμενους" και να γυρίσει στον προηγούμενο αιώνα των ατομικών συμφωνιών, αλλά με αφετηρία και ένα το κρατούμενο αυτό που ο εργάτης είχε χτες, έχει σήμερα, να γίνεται διαπραγμάτευση για το αύριο. Για τη βελτίωση, με μια κουβέντα, της θέσης του εργάτη, του εργαζόμενου. Τέτοια συζήτηση, τέτοια διαπραγμάτευση δε γίνεται τώρα. Αυτή είναι η αλήθεια, χωρίς περιττές φιλολογίες, και ανόητες αιχμές.
***
Ο ίδιος ο κ. πρωθυπουργός είπε ότι δεν υπάρχουν κεκτημένα και ορισμένοι συνδικαλιστές, κατά παράβαση του καθήκοντός τους, υποστήριξαν συζήτηση - διαπραγμάτευση από μηδενική βάση, δηλαδή αποδέχτηκαν ότι το πεδίο στο οποίο θα διεξαχθεί η διαπραγμάτευση δεν είναι αυτό που επιδιώκουν οι εργάτες, αλλά αυτό που επέβαλαν η κυβέρνηση και οι εργοδότες.
Αρα λοιπόν το θέμα, τώρα και υπό τους όρους αυτούς, δεν είναι να κουβεντιάσουμε το πλαίσιο του διαλόγου, της διαπραγμάτευσης, γιατί αυτό έχει προσδιοριστεί. Το θέμα είναι ποια αιτήματα θα προβάλει η εργατική τάξη και πώς θα τα διεκδικήσει μέσα στις παρούσες συνθήκες. Και αυτά τα αιτήματα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ισχυροποίηση των θεμελιακών δικαιωμάτων, δεν τα διαμορφώνουμε σήμερα, ξαφνικά. Είναι εύκολο να τα βρει ο οποιοσδήποτε, αρκεί να το θέλει. Επομένως, τίθεται ζήτημα αναποδογυρίσματος της όλης κατάστασης.
Από την άποψη αυτή δεν είναι καθόλου θέμα της όποιας πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, ή άλλης συνδικαλιστικής οργάνωσης, να διαμορφώσει σήμερα "αιτήματα" κατάργησης δικαιωμάτων. Είναι μείζον πολιτικό το ζήτημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε και όχι ζήτημα κάποιας επιμέρους τακτικής ή "βυζαντινολογίας". Φυσικά γνωρίζουμε την κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα. Αλλά σε κρίσιμες στιγμές και όταν κάποιος συνδικαλιστής, εκλεγμένος από εργάτες, βρίσκεται στο σταυροδρόμι της πολιτικής των σκοπιμοτήτων και της υπεράσπισης του ταξικού συμφέροντος των εργατών, πρέπει αβίαστα να επιλέξει το δεύτερο. Αν δεν το κάνει, αρνείται το ρόλο του, μετατρέπεται, ηθελημένα ή αθέλητα, σε εκτελεστικό όργανο άλλων. Σε τελική ανάλυση, όσο σκληρό και αν ακούγεται, δε διαφέρει σε τίποτα από υπάλληλο ενός βιομηχάνου. Οταν μάλιστα αυτός ο συνδικαλιστής ή όποια συνδικαλιστική παράταξη διαθέτουν σημαντική επιρροή, συγκυριακή ή όχι δεν έχει σημασία, και από αυτούς καθορίζεται, σε αρκετό βαθμό, η πορεία σχετικά με την αφαίρεση θεμελιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων, τότε παύουμε να μιλάμε για ρεφορμισμό, για δεξιό συνδικαλισμό, όσο αδόκιμος και αν είναι ο όρος, αλλά για κάτι άλλο πολύ σοβαρό και επικίνδυνο.
***
Μήτσος ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ