Κυριακή 11 Φλεβάρη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ
Ψάχνοντας για τα δίκια μας στους "προστάτες"

"Η υπεράσπιση της Τουρκίας είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας για την άμυνα των Ηνωμένων Πολιτειών", διακήρυξε το 1941 ο Φρ. Ρούσβελτ, όταν ακόμη η Αγκυρα κρατούσε στάση ευμενούς ουδετερότητας προς τη Γερμανία του Χίτλερ, περιγράφοντας σαφέστατα τα συμφέροντα της χώρας του, τα οποία μισό αιώνα αργότερα, σήμερα όπως πολύ εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς, παραμένουν αναλλοίωτα.

Εκτοτε η Τουρκία, ιδιαίτερα από το 1947 που συμπεριλήφθηκε και αυτή στο Δόγμα Τρούμαν, αποσπώντας μέχρι το 19713.232 δισ. δολάρια ως στρατιωτική βοήθεια και 1.514 δισ. δολάρια ως οικονομική, χρησιμοποιεί με καλά επεξεργασμένο τρόπο τη γεωστρατηγική της θέση, προκειμένου να εξυπηρετήσει την επεκτατική της πολιτική, η οποία αποτελεί βασικό στοιχείο της στρατηγικής της.

Η επεκτατική πολιτική της Αγκυρας σε βάρος της Ελλάδας με πεδίο αντιπαράθεσης το Αιγαίο, άρχισε να ξεδιπλώνεται με σαφήνεια ακριβώς από το 1947, όταν η Ελλάδα "κληρονόμησε" από την ηττημένη στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο,Ιταλία, τα δωδεκάνησα. Η πολιτική αυτή όχι μόνο διατηρήθηκε μετά το 1952, όταν η Τουρκία εισήλθε στο ΝΑΤΟ, αλλά κάθε φορά που το επέτρεπε η συγκυρία κλιμακώνονταν επικίνδυνα, οδηγώντας αρκετές φορές τις δύο σύμμαχες υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ χώρες, την Ελλάδα και την Τουρκία, στο χείλος του πολέμου.Κάθε φορά που η τουρκική επεκτατικότητα εκδηλωνόταν έμπρακτα, όπως το 1974, το 1976, και το 1987 η τουρκική διπλωματία αποκόμιζε κέρδη στο πεδίο της αντιπαράθεσης, καθώς οι ελληνικές κυβερνήσεις, ανοήτως, επιδίωκαν να εξασφαλίσουν τη συμπαράσταση της ΝΑΤΟικής συμμαχίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ισως οι ελληνικές κυβερνήσεις αγνοούσαν ή επιθυμούσαν να ξεχνούν τη δήλωση Ρούσβελτ από το 1941, έστω και αν αυτή επαναδιατυπώθηκε από τότε πολλές φορές από τους εκάστοτε ένοικους του Λευκού Οίκου.

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες τα πράγματα πάντοτε ήταν και εξακολουθούν να είναι σαφή σε σχέση με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η πολιτική της Ουάσιγκτον, όπως είναι φυσικό άλλωστε, ουδέποτε βασίστηκε σε ηθικούς κανόνες περί δικαίου, γι' αυτό άλλωστε και ουδέποτε ασχολήθηκε με την ουσία των ελληνικών πολιτικών και νομικών επιχειρημάτων. Ασκώντας το ρόλο του επιδιαιτητή κάθε φορά που η Αγκυρα έθετε θέμα σε βάρος της Ελλάδας η Ουάσιγκτον στήριζε αυτόν που εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της στην περιοχή. Δηλαδή την Τουρκία.

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο συμπεριφέρεται η Ουάσιγκτον και ο "φιλέλλην" Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον σήμερα, κατά την παρούσα "κρίση των βραχονησίδων" με την οποία η Τουρκία επιχειρεί να ανατρέψει το καθεστώς του Αιγαίου, διεκδικώντας νέες συμφωνίες "για τα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες (όλου) του Αιγαίου των οποίων το καθεστώς δεν είναι ξεκαθαρισμένο από διεθνή κείμενα".

Η Ουάσιγκτον, όπως κάθε φορά έτσι και σήμερα, σπεύδει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και με αφετηρία την κρίση γύρω από τις βραχονησίδες Ιμια επιχειρεί να διευθετήσει συνολικά τα προβλήματα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, σέρνοντας την ελληνική κυβέρνηση σε διάλογο εφ' όλης της ύλης με την Τουρκία. Διάλογο, προφανώς, επί ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, τα οποία αμφισβητούνται.

Παρ' όλα αυτά η ελληνική κυβέρνηση σήμερα, όπως και οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις στο παρελθόν, εξακολουθεί να αναζητά "ευμενή τοποθέτηση" του αμερικανικού παράγοντα, στηρίζοντας στο απίθανο αυτό ενδεχόμενο την εξωτερική της πολιτική απέναντι στην Τουρκία. Στην προκειμένη περίπτωση της κρίσης των βραχονησίδων, η παρούσα κυβέρνηση, πρέπει να αναγνωριστεί, διατηρεί ελπίδες - φρούδες - και προς μια ακόμη κατεύθυνση. Στους"ευρωπαϊκούς προσανατολισμούς", την Ευρωπαϊκή Ενωση και του μηχανισμούς της, όπως η Δυτικοευρωπαϊκή Ενωση.

Ομως και για τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας, ισχύουν ακριβώς τα ίδια που ισχύουν για τις ΗΠΑ. Πρώτον, η πολιτική τους διαμορφώνεται στη βάση εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους, τα οποία μάλιστα δε συγκλίνουν και πολύ μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η Κοινή Εξωτερική Πολιτική της ΕΕ να αποτελεί ακόμη ένα θολό θεωρητικό κατασκεύασμα. Από κει και έπειτα, οι ισχυρές δυνάμεις της Ενωσης, όπως συνήθως συμβαίνει, επιλέγουν τον ισχυρότερο από τους δύο πόλους μιας αντίθεσης, η οποία θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους. Και ο ισχυρότερος πόλος της ελληνοτουρκικής διένεξης και για τους Ευρωπαίους, για πολλούς και διάφορους λόγους, πολιτικούς και οικονομικούς, είναι η Τουρκία.

Η ελληνική κυβέρνηση εξακολουθεί παρ' όλα αυτά να θέτει το θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ως ζήτημα απονομής δικαιοσύνης, σε ΕΕ και ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να εισπράττει την "αδιαφορία" και τις "ίσες αποστάσεις", οι οποίες τελικά οδηγούν τη χώρα στο τραπέζι του διαλόγου με την Αγκυρα με δυσμενέστατους για τα συμφέροντα της Ελλάδας όρους. Μετά την κρίση της περασμένης βδομάδας η πορεία προς αυτή την κατεύθυνση έχει εμφανιστεί ξεκάθαρη και αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, καθώς την ίδια στιγμή η Αθήνα συνεχίζει να πελαγοδρομεί, διατηρώντας φρούδες ελπίδες εξασφάλισης υποστήριξης από "συμμάχους" και εταίρους, ενώ, ταυτόχρονα, μέσα στους κόλπους της ίδιας της κυβέρνησης οι αντιθέσεις είναι τόσο έντονες και οξείες, που δεν είναι δυνατό να καλυφθούν.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ