Τετάρτη 10 Απρίλη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8

Tο α - α - δ μέτωπο πάλης και η σοσιαλιστική επανάσταση

Στην προσυνεδριακή συζήτηση μπαίνουν και ζητήματα που έχουν γίνει σημεία αντιπαράθεσης στο κομμουνιστικό κίνημα ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Ενα τέτοιο θεμελιακό ζήτημα είναι η δυνατότητα επανάστασης σε μια χώρα. Η άμεση ή έμμεση αμφισβήτηση αυτής της δυνατότητας σημαίνει άρνηση του απόλυτου νόμου της καπιταλιστικής ανάπτυξης, του νόμου της ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης του καπιταλισμού. Αυτός ο νόμος, που η ισχύς του επιβεβαιώθηκε επανειλημμένα από την ιστορική εμπειρία, σημαίνει, εκτός των άλλων, ότι οι πολιτικές προϋποθέσεις, πρώτα απ' όλα η επαναστατική κατάσταση, ωριμάζουν σε διαφορετικές στιγμές, όχι ταυτόχρονα, στις διάφορες καπιταλιστικές κοινωνίες.

Ο Λένιν απαντώντας σε αυτούς που, για να δικαιολογήσουν τη διστακτικότητά τους, θεωρούσαν ότι μπορεί η επανάσταση να "προγραμματιστεί" στις διάφορες χώρες τόνιζε μέσα στον επαναστατικό βρασμό της Ρωσίας, τον Απρίλη του 1917: "Την επανάσταση δεν μπορούμε ούτε να τη φτιάξουμε, ούτε να της καθορίσουμε σειρά. Την επανάσταση δεν μπορούμε να την παραγγείλουμε, η επανάσταση ωριμάζει" (1). Εφόσον δημιουργηθούν οι συνθήκες σε μια χώρα, η αναμονή των άλλων απλούστατα σημαίνει παραπομπή της επανάστασης στις ελληνικές καλένδες. Και παραπέρα σημαίνει εγκατάλειψη των διεθνιστικών καθηκόντων, γιατί σε επαναστατικές στιγμές ο διεθνισμός στην πράξη, σε διάκριση από το διεθνισμό στα λόγια, "είναι ένας και μόνον ένας: Αφοσιωμένη δουλιά για την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος και του επαναστατικού αγώνα στην ίδια σου τη χώρα, υποστήριξη (με την προπαγάνδα, ηθικά, υλικά) ενός τέτοιου αγώνα, μιας τέτοιας γραμμής και μόνο μιας τέτοιας γραμμής σε όλες χωρίς εξαιρέσεις τις χώρες" (2). Σ' αυτά τα πλαίσια, κι όχι με όρους μεγέθους της χώρας, πρέπει να προσεγγίζεται και το θέμα "αδύνατος κρίκος".

Σε αναμονή, παράλυση κι ενσωμάτωση οδηγεί και η άποψη ότι πρέπει να προωθήσουμε το στόχο της διάλυσης της ΕΕ, εγκαταλείποντας το στόχο της αποδέσμευσης της χώρας μας, με την αιτιολογία των αναπότρεπτων δεδομένων και στο όνομα του "διεθνισμού". Η άποψη αυτή αντιπαραθέτει την αποδέσμευση στη διάλυση, λες και η πρώτη δε θα είναι ένα χτύπημα στον ιμπεριαλιστικό συνασπισμό και μια μεγάλη προσφορά στην αντιιμπεριαλιστική πάλη των λαών.

Το Σχέδιο Προγράμματος σωστά αντιμετωπίζει το ζήτημα της επανάστασης σε μια χώρα, όπως και το ζήτημα του χαρακτήρα της επανάστασης στην Ελλάδα, ότι δηλαδή θα είναι σοσιαλιστικός. Η εγκατάλειψη της λογικής των σταδίων είναι ένα μεγάλο βήμα μπροστά στη στρατηγική σκέψη του Κόμματός μας. Αντίστοιχα, η γενική πολιτική του γραμμή πρέπει να υπηρετεί το στόχο της προετοιμασίας, της ωρίμανσης του υποκειμενικού παράγοντα - κόμμα, εργατική τάξη, συμμαχίες της - ώστε να είναι σε θέση να αξιοποιήσει την επαναστατική κατάσταση, την πανεθνική κρίση όταν αυτή προκύψει, για την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη. Η πολιτική συσπείρωσης και προετοιμασίας των μαζών για μια τέτοια προοπτική είναι, σύμφωνα με το Σχέδιο Προγράμματος, το αντιιμπεριαλιστικό - αντιμονοπωλιακό - δημοκρατικό (α -α - δ) μέτωπο πάλης . Ωστόσο, το Συνέδριο πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να δει καλύτερα και να ξεκαθαρίσει ορισμένα ζητήματα που αφορούν το μέτωπο, να κάνει διορθώσεις. Υπάρχουν σημεία που επιδέχονται διπλή ερμηνεία ή και στόχοι λαθεμένοι. Η γνώμη μου για το μέτωπο:

Η εμπειρία και η θεωρία έχουν δείξει πως ο στόχος της ανατροπής του καπιταλισμού, ο στόχος του τσακίσματος της αστικής κρατικής μηχανής και του παρσίματος της εξουσίας (αυτή ακριβώς η επαναστατική πάλη είναι η πραγματικά συνεπής αντικαπιταλιστική πάλη, η αναπτυγμένη ταξική πάλη) δεν μπορεί να κινητοποιήσει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης παρά μόνο μέσα στις συνθήκες της επαναστατικής κρίσης. Και μάλιστα αυτή η κίνηση των μαζών δε γίνεται αυτόματα και καθαρά, έτσι που να ξεχωρίζει από τη μια ένας στρατός που να λέει "σοσιαλισμός" και από την άλλη άλλος που να λέει "καπιταλισμός". Πρόκειται για μια διαδικασία, η οποία αναπτύσσεται μέσα από συγκεκριμένα αιτήματα - κρίκους που δεν μπορούν να προδιαγραφούν από σήμερα με απόλυτο τρόπο. Μέτρο του επιπέδου της συνειδητότητας και της αποφασιστικότητας της εργατικής τάξης είναι ο βαθμός συσπείρωσής της γύρω από το επαναστατικό εργατικό κόμμα, το ΚΚ.

Σε τέτοιες συνθήκες το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό μέτωπο πάλης εκφράζει την αυτοοργάνωση του λαού (π. χ. συμβούλια εργατών, λαϊκή πολιτοφυλακή κτλ.), που οικοδομεί τα έμβρυα του νέου κράτους, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Μέσα στο επαναστατικό στρατόπεδο, μέσα στο μέτωπο, διεξάγεται πάλη ανάμεσα στις ταλαντευόμενες, τις συμβιβαστικές με τον καπιταλισμό δυνάμεις και τις επαναστατικές. Η κατάληξη αυτής της πάλης, ποιες δυνάμεις θα επικρατήσουν και θα κατευθύνουν το μέτωπο δεν είναι δεδομένο (π. χ. εμπειρία σοβιέτ στη Ρωσία από το Φλεβάρη ως τον Οχτώβρη του '17, γερμανική εμπειρία 1918-'19). Για την οικοδόμηση ενός τέτοιου μετώπου πρέπει να δουλεύει το ΚΚΕ.

Σε συνθήκες "συνηθισμένες", δύο είναι τα στοιχεία που προσδιορίζουν το "ενιαίο κοινωνικοπολιτικό μέτωπο πάλης". Πρώτο, η κοινή πολιτική κατεύθυνση, στο βαθμό που τα αιτήματα των αγώνων και συσπειρώσεων των καταπιεζόμενων κοινωνικών δυνάμεων βρίσκονται σε κατεύθυνση σύγκρουσης με τα μονοπώλια, τον ιμπεριαλισμό, τις πολιτικές και τα κόμματα που τα υπηρετούν. Δεύτερο, η αυξανόμενη δυνατότητα συντονισμού των αγώνων, εφόσον αλλάζει ο συσχετισμός δυνάμεων υπέρ του ΚΚΕ στα συνδικάτα, τους άλλους φορείς του μαζικού κινήματος, γενικότερα στο λαό.

Η θέση του Σχεδίου Προγράμματος ότι το μέτωπο πάλης διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία είναι φανερό πως δεν αφορά επαναστατική κατάσταση, για να εκληφθεί σαν κάτι ανάλογο του συνθήματος "όλη η εξουσία στα σοβιέτ". Ο στόχος της κυβέρνησης στενεύει την έννοια του μετώπου, του προσδίδει το χαρακτήρα μιας συμμαχίας πολιτικών δυνάμεων και εισάγει, αντικειμενικά, ένα είδος σταδίου, όπου θα αρχίσουν να λύνονται τα αιτήματα του μετώπου, για να οδηγηθούμε, κάτω από προϋποθέσεις, στη σοσιαλιστική επανάσταση. Αν και η κυβέρνηση δε θεωρείται νομοτέλεια, πολιτικά οδηγεί, άσχετα από αγαθές προθέσεις, στην αυτονόμηση της αντιμονοπωλιακής πάλης από το σοσιαλιστικό σκοπό, στην εισαγωγή ουτοπικών απόψεων για μια, κατά κάποιο τρόπο, "επιστροφή" σε έναν μη μονοπωλιακό καπιταλισμό. Αυτό αποτυπώνεται αρκετά καθαρά στους αναπτυξιακούς στόχους (σημείο 30, σελίδα 21) του μετώπου πάλης, που η πραγματοποίησή τους υπονοείται (σε συνδυασμό με τον κυβερνητικό στόχο) ότι θα γίνει πάνω στο αστικό έδαφος και μέσα στο αστικό κράτος.

Η πλούσια εμπειρία του κινήματός μας πρέπει να μας διδάξει. Η δέσμευση των κομμουνιστικών κομμάτων σε μόνιμες συμμαχίες με τις ρεφορμιστικές μικροαστικές ή εργατικές δυνάμεις (σοσιαλδημοκρατία), που μερικές φορές έπαιρναν στην ουσία χαρακτήρα πολιτικού κόμματος (π. χ. Συνασπισμός στην Ελλάδα) και το κυνήγι μιας κυβέρνησης στο αστικό έδαφος είχαν έκβαση αρνητικότατη. Στο μόνο που δεν οδήγησαν τέτοιες απόπειρες (σε κοινωνικές συνθήκες που ως προς τη θέση των τάξεων έχουμε αναλογίες με τις σύγχρονες ελληνικές) ήταν ο σοσιαλισμός.

Η μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο εμπειρία δείχνει ότι τα ΚΚ είτε πετάχτηκαν σε μια πορεία έξω από τις κυβερνήσεις, αφού έδωσαν "νομιμοποίηση" κι επέτρεψαν στις αστικές δυνάμεις να ελιχθούν (π. χ. Γαλλία, Ιταλία αμέσως μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο, Πορτογαλία στη λεγόμενη Επανάσταση των Γαρίφαλων), είτε οδηγήθηκαν στην καταστροφή, όπως το ΚΚ Χιλής. Το κόμμα αυτό έδεσε τα χέρια του με τη συμμετοχή σε μια κυβέρνηση στην οποία κυριαρχούσαν οι ρεφορμιστικές δυνάμεις, αφού ήδη είχε σπείρει επί χρόνια στις μάζες τις αυταπάτες ενός ειρηνικού και μάλιστα κοινοβουλευτικού δρόμου για το σοσιαλισμό. Είναι χαρακτηριστική η εκτίμηση του τότε ΓΓ του ΚΚ Χιλής Λ. Κορβαλάν ότι "οι πλατιές λαϊκές μάζες δεν καταλάβαιναν την ανάγκη της κατάκτησης όλης της πληρότητας της εξουσίας, πράγμα που εξηγούνταν με την ανεπαρκή πολιτική διαπαιδαγώγηση των μαζών στη διάρκεια πολλών χρόνων και εμείς οι κομμουνιστές έχουμε γι' αυτό ιδιαίτερη ευθύνη. Ετσι, δε διαθέταμε την αντίστοιχη δραστήρια δύναμη, ικανή να κινητοποιηθεί για την πλήρη λύση αυτού του ζητήματος" (3).

Η εμπειρία των Λαϊκών Δημοκρατιών στην Ευρώπη δεν μπορεί να προβληθεί σαν υπόδειγμα. Κατ' αρχάς αναφέρεται σε επαναστατική κατάσταση. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αυτών των ΚΚ, αλλού ορίζεται εξαρχής η κυβέρνηση του μετώπου ως έκφραση της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλού ως έκφραση μιας αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης, που έλυνε αστικοδημοκρατικά αιτήματα και μετεξελισσόταν σε σοσιαλιστική. Ετσι κι αλλιώς στο συσχετισμό των δυνάμεων, κι επομένως στην εξέλιξη, βάρυνε καθοριστικά η παρουσία του Κόκκινου Στρατού.

Η πολιτική διαπαιδαγώγηση των μαζών, η ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης και της ταξικής πάλης εξαρτώνται, όσον αφορά το υποκειμενικό στοιχείο, σε καθοριστικό βαθμό από την πολιτική γραμμή και πρακτική του επαναστατικού κόμματος, δεν είναι μόνο θέμα διακήρυξης του σοσιαλιστικού σκοπού. Το στένεμα της ιδέας του μετώπου σε μια συμμαχία πολιτικών δυνάμεων και η διεκδίκηση κυβερνητικής εξουσίας, που αντιστοιχεί σε αυτήν την αντίληψη του μετώπου, είναι αρνητικά στοιχεία του Σχεδίου Προγράμματος και πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αφαιρεθούν.

ΕΛΕΝΗ ΚΑΤΡΟΔΑΥΛΗ

Μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ

(1) Β. Ι. Λένιν, "Απαντα", εκδ. ΣΕ, τ. 31, σελ. 398.

(2) ο. π., τ. 31, σελ. 170.

(3) "Προβλήματα Ειρήνης και Σοσιαλισμού", Γενάρης 1978, σελ. 35.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ