Κυριακή 28 Απρίλη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ζητήματα σχετικά με τις τιμές των καυσίμων

Του Μ. ΠΕΡΡΑΚΗ*

Με αιτία το θόρυβο και την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί με τις συχνές ανατιμήσεις των καυσίμων, επιβάλλεται να ξεκαθαριστούν ορισμένα ζητήματα, ώστε οι καταναλωτές να γνωρίζουν τις πραγματικές αιτίες των συχνών ανατιμήσεων, που έχουν γίνει ήδη καθεστώς. Η κυβερνητική πλευρά, επιχειρώντας να αιτιολογήσει τις αυξήσεις, τις αποδίδει αποκλειστικά στις διεθνείς τιμές και στην ισοτιμία δραχμής/δολαρίου (οι αγοραπωλησίες πετρελαιοειδών γίνονται αποκλειστικά με δολάρια), γιατί έτσι έχουν επιβάλει απ' τη 10ετία του '20 οι αμερικανικές πολυεθνικές που κυριαρχούν στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου.

Πράγματι, για εξαρτημένες απ' το πετρέλαιο χώρες, όπως η Ελλάδα, οι αυξήσεις στις διεθνείς τιμές και η κάθε φορά ισοτιμία επηρεάζουν τις τελικές τιμές κατανάλωσης. Πολλές φορές - με αφορμή αυτές τις αυξήσεις - δινόταν και δίνεται η ευκαιρία στις κυβερνήσεις για δυσανάλογες ανατιμήσεις των πετρελαιοειδών και δυσανάλογες αυξήσεις στο φόρο κατανάλωσης. Την ίδια φυσικά τακτική ακολουθούσαν (και ακολουθούν) και οι επιχειρήσεις, που με πρόσχημα ότι οι αυξήσεις στα καύσιμα επηρεάζουν το κόστος παραγωγής, βρίσκουν τη χρυσή ευκαιρία για δυσανάλογες αυξήσεις των προϊόντων που παράγονταν. "Τη νύφη πλήρωναν" τελικά οι καταναλωτές και στα καύσιμα, αλλά και στα άλλα προϊόντα, που είτε άμεσα είτε έμμεσα έχουν σχέση με το πετρέλαιο.Και μάλιστα, πληρώνουν διπλά, γιατί πληρώνουν και τους έμμεσους φόρους που τμήμα τους αποτελεί ο φόρος κατανάλωσης πετρελαιοειδών.

Γενεσιουργός αιτία των πρόσφατων ανατιμήσεων, αλλά και εκείνων που θα 'ρθουν στη συνέχεια, αποτελεί κύρια το καθεστώς που έχει επιβληθεί με το Ν. 2008/92 που "απελευθερώνει" τις τιμές πώλησης των πετρελαιοειδών (τον ψήφισε η προηγούμενη κυβέρνηση) ως συνέχεια του νομικού καθεστώτος "απελευθέρωσης" της αγοράς που ισχύει απ' το 1985 κατ' εντολήν της ΕΟΚ.

Μπορεί η "απελευθέρωση" της εγχώριας αγοράς να μην είχε ως τώρα σοβαρές επιπτώσεις. Κι αυτό γιατί με διατάξεις που ορίζουν οι νόμοι 1571/85 και 1769/88 διασφαλιζόταν σε μεγάλο βαθμό η εγχώρια παραγωγή.Οι παραπάνω δύο νόμοι αποτελούν δείγμα γραφής, πως όταν υπάρχει πολιτική βούληση μπορούν να μετριαστούν οι επιπτώσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης.Ομως, η συνέχεια που δόθηκε με το νόμο για την "απελευθέρωση" των τιμών είχε ως αποτέλεσμα τη σημερινή κατάσταση, τις αυξήσεις στις τιμές. Ετσι, η μηδενική ή η σχετικά μεγάλη άνοδος των διεθνών τιμών και της ισοτιμίας κάθε φορά θα δίνει τη δυνατότητα στις εταιρίες εμπορίας (ιδιαίτερα στα παραρτήματα των πολυεθνικών) για δυσανάλογες αυξήσεις, για κερδοσκοπία ουσιαστικά.

Οι κυβερνήσεις θα παραμένουν απαθείς ή στην καλύτερη περίπτωση θα παίρνουν κάποια αποσπασματικά μέτρα, προσωρινά βέβαια, για να μη θίξουν την "ελευθερία" της αγοράς... και τον "υγιή ανταγωνισμό"! Εδώ, για να μην κατηγορηθούμε για λαϊκισμό, ας ρίξουμε μια ματιά σε ορισμένα γεγονότα. Π.χ. πριν την "απελευθέρωση" των τιμών (Μάρτης '92) η σούπερ κόστιζε 135 δρχ. /λίτρο και η αμόλυβδη 125 δρχ./λίτρο. Μετά την "απελευθέρωση" (Απρίλης '92) η σούπερ εκτινάχτηκε στις 204 δρχ./λίτρο και 189 η αμόλυβδη. Αποτέλεσμα; Μόνο τον πρώτο μήνα της "απελευθέρωσης" τα κέρδη των εταιριών,κύρια πολυεθνικών, αυξήθηκαν κατά 35%. Συνολικά μόνο το 8μηνο Απρίλης '92 - Δεκέμβρης '92 τα έσοδά τους αυξήθηκαν κατά 40 δισ. δραχμές!

Σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΕΠΕ (Συνδέσμου Εταιριών Εμπορίας), που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό "Ενέργεια" (Μάρτης 1996), η αξία των πωλήσεων των εταιριών εμπορίας - εκτός κρατικών ΕΚΟ και ΕΛΔΑ - από 550 περίπου δισ. δραχμές που ήταν πριν την "απελευθέρωση", έφτασε το 1994 τα 1,2 τρισ. δραχμές και το 1995 κυμάνθηκε στα ίδια επίπεδα και μάλιστα με την ίδια σχεδόν συνολική κατανάλωση. Αν μάλιστα δεν υπήρχαν οι κρατικές εταιρίες εμπορίας ΕΚΟ και ΕΛΔΑ - Ε, που κρατούν τις τιμές σχετικά χαμηλότερα, ασφαλώς θα επικρατούσε μεγαλύτερη ασυδοσία στις τιμές, ιδιαίτερα δε στις περιπτώσεις αυξήσεων στις διεθνείς τιμές του αργού, όπως τώρα.Σημειώνουμε ακόμα ότι ο ρόλος των εταιριών εμπορίας (παραρτημάτων πολυεθνικών και μη) ήταν, είναι και όσο κυριαρχούν θα είναι ΠΑΡΑΣΙΤΙΚΟΣ. Γιατί δίχως καμιά παραγωγική επένδυση, δίχως κανένα επιχειρηματικό κίνδυνο, απομυζούν απ' τον καταναλωτή μέσω των περιθωρίων κέρδους εκατοντάδες δισ. δραχμές κάθε χρόνο. Η αγορά, τα διυλιστήρια, μπορούν να ζήσουν δίχως τις εταιρίες εμπορίας και να καλύπτουν την εσωτερική αγορά, ενώ οι εταιρίες δεν μπορούν να ζήσουν δίχως τα Διυλιστήρια. Δεν είμαστε καθόλου υπερβολικοί! Αν είναι διαφορετικά, γιατί άραγε δεν κάνουν χρήση του "δικαιώματος" που τους παρέχει το καθεστώς της "απελευθέρωσης" της αγοράς, κάνοντας εισαγωγές;

Στο ζήτημα που εξετάζουμε υπάρχει και η ιδεολογική πλευρά. Οι ιδεολόγοι και οι πολιτικοί του νεοσυντηρητισμού, είτε στο κυβερνών κόμμα βρίσκονται, είτε στη ΝΔ, είτε στις παραφυάδες τους Πολιτική Ανοιξη - "ΣΥΝ", σ' όλους τους τόνους κανοναρχούν ότι αν μεταφερθούν απ' το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα μια σειρά από επιχειρήσεις και οργανισμοί και πάψει κάθε κριτική παρέμβαση, τότε οι φορολογούμενοι θα πληρώνουν λιγότερους φόρους, οι καταναλωτές θα απολαμβάνουν καλύτερες υπηρεσίες, χαμηλότερες τιμές,χάρη στον ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς!

Η πραγματικότητα, όπως αποδείξαμε και παραπάνω, ανατρέπει αυτά τα επιχειρήματα, διότι απ' τη στιγμή που τέθηκε σε ισχύ η "απελευθέρωση" των τιμών στα καύσιμα και καταργήθηκε ο στοιχειώδης κρατικός ρυθμιστικός παρεμβατισμός, οι τιμές εκτινάχτηκαν στα ύψη, και θα εκτινάσσονται κάθε φορά που θα υπάρχει ανατίμηση των διεθνών τιμών του αργού πετρελαίου, αλλά και οι φόροι αυξήθηκαν, και η νοθεία και λαθρεμπορία παρουσιάζουν έξαρση. Εύκολο είναι να φανταστεί κανείς τι θα γίνει παραπέρα, αν δεν αποτραπεί η σχεδιαζόμενη ιδιωτικοποίηση του δημόσιου τομέα πετρελαίου, και στο ζήτημα των τιμών στα καύσιμα. Οσο για τα περί "ελεύθερης αγοράς", να γίνει καθαρό ότι τέτοια στα καύσιμα δεν υπάρχει! Γιατί τα υπερεθνικά μονοπώλια του πετρελαίου είναι εκείνα που ρυθμίζουν και επιβάλλουν τιμές ανάλογα με τα συμφέροντά τους κάθε φορά και ανάλογα των πολιτικών πιέσεων που θέλουν να ασκήσουν στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, αλλά και σε εξαρτημένες από το αργό πετρέλαιο και τα προϊόντα του χώρες.

Συνοψίζοντας, η αιτία για τις ανατιμήσεις στα καύσιμα δεν είναι, όπως προβάλλεται, μόνο η άνοδος των διεθνών τιμών του αργού πετρελαίου. Η κύρια αιτία για τις αλυσιδωτές ανατιμήσεις είναι το καθεστώς που έχει "απελευθερώσει" τις τιμές των πετρελαιοειδών. Και στο παρελθόν οι τιμές διεθνώς του αργού παρουσιάζουν ανοδική πορεία, ωστόσο όμως, υπήρχαν μηχανισμοί που για μεγάλα χρονικά διαστήματα διατηρούσαν σταθερές τις τιμές κατανάλωσης. Το σύστημα που υπήρχε, δηλαδή, η τιμή βάσης που πουλούσαν τα διυλιστήρια στις εταιρίες εμπορίας (πάνω σ' αυτήν προστίθονταν οι φόροι και τα περιθώρια κέρδους εταιριών και πρατηριούχων, ώστε να διαμορφωθεί η τελική τιμή στην αντλία, η τιμή καταναλωτή δηλαδή) λειτουργούσε ως εξής: Οταν η τιμή βάσης, συνέπεια κύρια των ανατιμήσεων διεθνών τιμών του αργού και αυξήσεων στο κόστος μεταφοράς, συν τα ασφάλιστρα και απώλειες μεταφοράς, αυξανόταν, τότε οι φόροι μειώνονταν ανάλογα, ώστε η τελική τιμή καταναλωτή να παραμένει σταθερή. Οταν αντίστροφα η τιμή βάσης μειωνόταν, τότε οι φόροι επανέρχονταν στο αρχικό τους μέγεθος. Το σύστημα αυτό έβαζε ως ένα βαθμό φραγμό στην ασυδοσία των εταιριών και γι' αυτό, φυσικά, καταργήθηκε.

Λύση άμεση λοιπόν αποτελεί η επαναφορά απ' την κυβέρνηση του συστήματος αυτού, με την ταυτόχρονη κατάργηση του Ν. 2008/92, και όχι η αποσπασματική και δίχως αποτέλεσμα επιβολή ανώτερης τιμής (πλαφόν) σε ορισμένες περιοχές για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Περιοχές όπου συγκριτικά με άλλες η κατανάλωση είναι σχετικά μικρότερη.

Οσον αφορά στην άποψη που προβλήθηκε από ορισμένους εκπροσώπους των πολυεθνικών, ότι δήθεν για την άνοδο των τιμών ευθύνη έχουν κύρια τα κρατικά διυλιστήρια (ΕΛΔΑ και ΕΚΟ), γιατί κερδίζουν απ' αυτήν την ιστορία, κάνουν ότι αγνοούν δήθεν πως τα διυλιστήρια δουλεύουν φασόν. Διυλίζουν το αργό για τις ανάγκες της χώρας που προμηθεύεται η ΔΕΠ, και για τις υπηρεσίες τους αυτές πληρώνονται με το λεγόμενο διύλιστρο (κόστος διύλισης). Το διύλιστρο με βάση το ΝΔ 549/70, που αφορούσε την τότε σύμβαση κράτους - Νιάρχου, είχε καθοριστεί στα 6 δολάρια ανά μετρικό τόνο, με βάση το ΠΔ 1122/80 το διύλιστρο αυξήθηκε κατά 1 δολάριο, και έκτοτε ως σήμερα παραμένει στα 7 δολάρια ανά μετρικό τόνο. Απ' τις αυξήσεις, λοιπόν, κερδισμένοι ουσιαστικά είναι το κράτος με τους φόρους και οι εταιρίες εμπορίας με τα αυξανόμενα, ανεξέλεγκτα περιθώρια κέρδους και όχι οι πρατηριούχοι, όπως εσφαλμένα επικρατεί στην κοινή γνώμη. Οι θιασώτες της ελεύθερης αγοράς... μιας και η αγορά είναι, υποτίθεται, "ελεύθερη", γιατί εμποδίζουν τους πρατηριούχους να προμηθεύονται απευθείας απ' τα διυλιστήρια τα πετρελαιοειδή.

* Ο Μ. Περράκης είναι μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ομοσπονδίας Διυλιστηρίων και Χημικών Βιομηχανιών


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ