Κυριακή 21 Ιούλη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
Ενα άλλο καλοκαίρι!

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Είμαι βέβαιος από πριν πως η πρότασή μου θα προκαλέσει αντιδράσεις. Φοβούμαι πως ούτε οι θυγατέρες μου θα τη δεχτούν και γω θα είμαι αναγκασμένος να βρω υποστηριχτές σε κάποιους παλιούς φίλους, που δεν ξέρω πού να βρίσκονται αυτή τη στιγμή που γράφω αυτές τις αράδες. Τους έχω χάσει από καιρό. Είμαι βέβαιος όμως πως αν είχαν τον τρόπο να διαβάσουν το σημερινό μου σημείωμα, θα συμφωνούσαν μαζί μου, όπως συμφωνούσαν και τότε και παίρναμε τις αποφάσεις, για να χτίζουμε μικρούς μικρούς κόσμους από θολό κρύσταλλο, όπου καταφεύγαμε, για να ζεσταθούνε τα παγωμένα μας δάχτυλα.

Το σπίτι του παππού μου, όπου κατοικούσαμε, όταν ήμασταν μικροί, ήτανε κοντά στο Γ Σώμα Στρατού. Κάθε πρωί ακούγαμε τους νεοσύλλεκτους να τραγουδούνε με βαριές, γεμάτες, αγκάθια φωνές άσματα ηρωικά και προπαντός πένθιμα, όπως θα έλεγε και ο ποιητής. Και από πάνω ν' ακούγεται η αγριοφωνάρα του επιλοχία που έδινε παραγγέλματα και παρίστανε την πατρίδα, έτοιμος, βέβαια, να παρατήσει "σύξυλο" το εκπαιδευόμενο στράτευμα, μόλις του έστελνε το σχετικό ερωτικό μήνυμα η παραδουλεύτρα του γιατρού, γνωστή με το ψευδώνυμο "μπαουλέτο", λόγω των αρκούντως προτεταμένων επαρχιακών της μαστών. Απέναντι απλώνονταν τα μπαλκόνια της Τασίας και δίπλα οι τριανταφυλλιές της κυρίας Ολγας. Τα καλοκαιρινά βράδια έβγαζε την καρέκλα του και ο Μπαϊρακτάρης μαζί με τον Αντώνη τον Μπαντιά, όπου και ξοδεύανε ώρες ολόκληρες με το τάβλι. Γι' αυτό το καλοκαίρι ακριβώς δινότανε μεγάλες μάχες! Λεφτά δεν υπήρχανε, βλέπεις. Για να πάμε με τη "Λευκή", το κάτασπρο βαποράκι του Δαλαμάγκα, απέναντι στο Μπαξέ Τσιφλίκ για κολύμπημα. Θέλαμε ίσαμε ένα κατοστάρικο και μεις δεν το είχαμε. Κλαίγαμε, παρακαλούσαμε, υποσχόμασταν διαγωγή κοσμιοτάτη και καλούς βαθμούς στην άλγεβρα το χειμώνα, εις μάτην όμως. Μέναμε εκεί, επί τόπου και παρακολουθούσαμε με φθόνο την οικογένεια του Βλάντο και του Βάσκο, που κατηφόριζε με τα καλάθια γεμάτα, τις ολοστρόγγυλες και πεντακάθαρες λαστιχένιες μπάλες για τη θάλασσα. Πού να το φανταστούνε εκείνα τα στρουμπουλά Σερβάκια της παιδικής μας ηλικίας, ο Βλάντο και ο Βάσκο, δηλαδή, πως θα 'ρχότανε μια μέρα, που θα μαζεύαμε γάλατα και απορρυπαντικά, μεταχειρισμένα βιβλία και πλαστικές κούκλες, για να τα στείλουμε πονετική βοήθεια στα πολεμοχτυπημένα εγγόνια τους. Γιατί, όπως και να το υπολογίσω, καταλήγω στο συμπέρασμα πως ανάμεσα στα τρομαγμένα Σερβόπουλα που αδειάζουν κάθε τόσο τα βαγόνια της Ειρήνης στις ελληνικές "αποβάθρες" θα είναι και τα εγγόνια του Βλάντο ή του Βάσκο. Οχι βέβαια πως αυτό με ευχαριστεί, αλλά όταν το φέρνω στο μυαλό μου θυμούμαι, έτσι, αυτόματα, τα πρωινά εκείνα που η οικογένεια των Σέρβων της γειτονιάς μας, Παπάφη 13, αν θυμούμαι καλά, κατηφόριζε για την αποβάθρα του Λευκού Πύργου, όπου περίμενε άσπρη άσπρη η "Λευκή" του Δαλαμάγκα.

Μέναμε, λοιπόν, πίσω εμείς, στην έρημη καλοκαιριάτικη γειτονιά, κάπου εκεί ανάμεσα στην οδό Κιλκισίου, όπου πηγαινοερχότανε με μια πάνινη μπάλα ξεβράκωτος, μια σταλιά πιτσιρίκος τότε ο Αλκέτας ο Παναγούλιας και στην οδό Δοϊράνης, όπου στην ίδια ηλικία του δρόμου ανεβοκατέβαινε σκεφτικός και ονειροπαρμένος ο Τόλης ο Καζαντζής. Μέναμε μόνοι οι καψεροί, για να παλεύουμε με τις μπίλιες και ν' αγναντεύουμε πότε πότε λίγο από Θερμαϊκό και Ολυμπο και κάτι εκεί πιο αριστερά λίγο από Καρά Μπουρνού. Δεν αντέχαμε όμως πολύ. Μόλις ακουγότανε η "μπουρού" της "Λευκής", ανηφορίζαμε για τη "Δόξα", τα έμπεδα της εποχής εκείνης και λίγο πιο ύστερα τόπος εκτέλεσης. Περνούσαμε από τα πλυντήρια του Αργυρίου, ύστερα κόβαμε αριστερά για το 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, την Αγία Φωτεινή, το γήπεδο του ΠΑΟΚ και κει σταματούσαμε. Κατεβαίναμε στο λάκκο, όπου σήμερα η οδός Καυταντζόγλου, και αρχίζαμε το ψάξιμο!

Ο,τι βρίσκαμε το μαζεύαμε. Κουτιά από τσιγάρα, παλιές καραβάνες, γκαζόλαμπες άχρηστες, τραπουλόχαρτα σημαδεμένα, πούλια από ήλεκτρο ή ταρταρούγα, παγούρια, πορτοφόλια ξεχαρβαλωμένα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον βρίσκαμε να χαζεύουμε με τις ώρες πάνω από τους σκελετούς των ζώων που κατέβαζε το ρέμα από το δάσος του Σέιχ Σου. Κάτι σαν γοητεία περνούσε βαθιά την καρδιά μας. Ητανε βλέπεις ένα περίεργο άγγιγμα του θανάτου την ώρα εκείνη που ο Βλάντο και ο Βάσκο πλατσούριζαν μέσα στους αφρούς του Θερμαϊκού, προπαντός ανύποπτοι και στρουμπουλοί.

Τώρα θα με ρωτήσετε, γιατί τα γράφω όλ' αυτά και δεν προχωράω στην πρόταση που υποσχέθηκα πως θα κάνω. Γιατί θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια και τα στρουμπουλά Σερβόπουλα, το ρέμα, όπου χαιρόμασταν να ανεβοκατεβαίνουμε και να μαζεύουμε τα ξεχαρβαλωμένα υπόλοιπα μιας άλλης ζωής, που ούτε νόημα είχε ούτε και που έβρισκες λογαριασμό μαζί της. Μα δε θυμήθηκα το ρέμα μονάχα. Τους φίλους μου τους παλιούς θυμήθηκα, που αφήναμε πίσω το πυρακτωμένο καλοκαίρι να κατηφορίζει προς το Θερμαϊκό και μεις ανηφορίζαμε. Ετσι, για να μείνουμε μακριά από τη θάλασσα, σέρνοντας από το αυτί τη φτώχεια μας και κρατώντας μέσα στις ιδρωμένες μας χούφτες κάτι από τα άχρηστα κομμάτια ενός στερεμένου ρέματος. Ητανε ένας συμβολισμός εκείνος ο καλοκαιρινός περίπατος. Ανάμεσα στα λευκά κόκαλα άγνωστων ζώων, στις σάπιες γκαζόλαμπες και στα σκουριασμένα παγούρια ξεχασμένων στρατιωτών. Ητανε σαν να θέλαμε να βγάλουμε τη γλώσσα μας και να κοροϊδέψουμε την άδεια και πονεμένη ψυχούλα μας που τι ήθελε η κακομοίρα, λίγο από το γάργαλο σάλιο του Θερμαϊκού ήθελε, ν' ανέβει και στη "Λευκή" του Δαλαμάγκα ήθελε και ύστερα να ξεχαστεί εκεί κάτω από τις σκιές του Ολύμπου. Αυτό ήθελε.

Εναν τέτοιο συμβολισμό αναζητάω και σήμερα κι αυτή την πρόταση έχω να κάνω. Ενα καλοκαίρι μακριά από τη θάλασσα. Μακριά από τους δήθεν ευτυχισμένους, τους δήθεν χαρούμενους. Μακριά από τους λαθρεμπόρους της ψεύτικης ευδαιμονίας και των παραθαλάσσιων εθνικών οργασμών. Το λέω και το εννοώ και γι' αυτό το προτείνω: ένα καλοκαίρι μακριά από τη θάλασσα. Να βγάλουμε τη γλώσσα στους προγάστορες παραθεριστές που κυνηγούνε μπαλάκια και ανεμίζουνε ρακέτες διαβολικές όμοιοι με μυθικοί στομαχόσαυροι, όμοιοι με ανήμποροι συνουσιαστές της ελληνικής παραλίας, όπου ηλιάζονται άσπρες πλαστικές καρέκλες και παραδοσιακά μενού γραμμένα με "αι". Το ξέρω όμως πως κανείς δε θα ακολουθήσει την πρότασή μου, γι' αυτό ζητάω τους παιδικούς μου φίλους. Αυτοί θα συμφωνούσαν μαζί μου. Πού να βρίσκονται όμως; Τους έχω χάσει από καιρό!

... Ενα καλοκαίρι μακριά από τη θάλασσα. Να βγάλουμε τη γλώσσα στους προγάστορες παραθεριστές που κυνηγούνε μπαλάκια και ανεμίζουνε ρακέτες διαβολικές όμοιοι με μυθικοί στομαχόσαυροι, όμοιοι με ανήμποροι συνουσιαστές της ελληνικής παραλίας, όπου ηλιάζονται άσπρες πλαστικές καρέκλες και παραδοσιακά μενού γραμμένα με "αι"

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Εκτίμηση θέσης (2015-11-22 00:00:00.0)
Το πολιτικό μήνυμα της 70ής ΔΕΘ (2005-09-18 00:00:00.0)
ΑΤΙΤΛΟ (2005-06-03 00:00:00.0)
Εν συντομία (2003-12-28 00:00:00.0)
Με κούκλες και παραμύθια (2003-01-29 00:00:00.0)
ΚΗΔΕΙΑ (2002-02-27 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ