Η εισοδηματική πολιτική, που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια στο δημόσιο τομέα, "ροκάνιζε" - άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο - την πραγματική αγοραστική δύναμη των μισθών και συντάξεων. Οι ηγεσίες των δύο κομμάτων, που εναλλάσσονταν στην κυβερνητική εξουσία, στις δημόσιες δηλώσεις τους έλεγαν πως οι δαπάνες του προϋπολογισμού για μισθούς και συντάξεις "είναι ανελαστικές" και διαβεβαίωναν πως η εισοδηματική τους πολιτική εξασφαλίζει την πραγματική αύξηση των μισθών και συντάξεων. Η αλήθεια - όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία - είναι εντελώς διαφορετική. Σε ολόκληρη τη δεκαπενταετία επιβλήθηκε δραστική μείωση στην αγοραστική δύναμη των μισθών και συντάξεων του δημοσίου. Ενδεικτικά από αυτή την άποψη είναι και τα απολογιστικά στοιχεία των κρατικών προϋπολογισμών της περιόδου 1981-1996, για την εξέλιξη των συνολικών δαπανών του κράτους και των δαπανών για μισθούς και συντάξεις, καθώς και η σχέση μεταξύ τους, όπως παραθέτουμε στον πίνακα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το κονδύλι για μισθούς και συντάξεις του δημοσίου, ως ποσοστό των συνολικών κρατικών δαπανών, μειώθηκε στο μισό.Συγκεκριμένα, ενώ το 1981 οι μισθοί και συντάξεις του δημοσίου αντιπροσώπευαν το 42,1% των συνολικών δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού - ελέω γαλαζοπράσινης εισοδηματικής πολιτικής λιτότητας - το 1996 το μερίδιο των δαπανών για μισθούς και συντάξεις είχε μειωθεί στο ...21,3%.Αυτή είναι η ψυχρή γλώσσα των αριθμών, που αν ερμηνευτούν, σημαίνει μεταξύ άλλων και τα εξής:
Θα μπορούσαν να αναφερθούν ακόμη πολλά παραδείγματα. Ομως, με τη γαλαζοπράσινη εισοδηματική πολιτική λιτότητας, η μεγάλη ληστεία στους μισθωτούς και συνταξιούχους ενίσχυσε την παραοικονομία και τις παρασιτικές δραστηριότητες. Τα παχυλά κέρδη που εξοικονόμησαν - με τη μείωση των μισθών και συντάξεων - οι κυβερνώντες τα χάρισαν - με ενίσχυση των προνομίων και των φοροαπαλλαγών - στους μεγαλοεπιχειρηματίες και τις τράπεζες, σαν "κίνητρο" για να κάνουν παραγωγικές επενδύσεις και να βελτιώσουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ομως, αντί η παχυλή αύξηση των κερδών των μεγαλοεπιχειρηματιών - που εξασφαλίστηκε με τη δραστική περικοπή των μισθών και συντάξεων - να επενδυθεί σε παραγωγικές επενδύσεις, είχαμε ενίσχυση της κερδοσκοπικής και παρασιτικής δραστηριότητας, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρηματικών κερδών επενδύθηκε σε αφορολόγητους κρατικούς τίτλους, στις τράπεζες του εξωτερικού και άλλες παρασιτικές δραστηριότητες.