Κυριακή 10 Αυγούστου 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
"ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ"
Με στόχο την εξυπηρέτηση του μεγάλου κεφαλαίου

Μελέτη του ΚΕΠΕ για τις δρομολογούμενες διαρθρωτικές παρεμβάσεις στα πλαίσια της ΕΕ

Τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και περισσότερο λόγος από τους εκάστοτε κυβερνητικούς ιθύνοντες για δήθεν ανάγκη προώθησης διαρθρωτικών αλλαγών σε όλους τους τομείς της ελληνικής οικονομίας, στα πλαίσια του αγώνα δρόμου στον οποίο έχει επιδοθεί η κυβέρνηση για την ικανοποίηση των όρων της Συνθήκης του Μάαστριχτ και την ένταξη της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση. Η "αναγκαιότητα" αυτή προώθησης διαρθρωτικών μεταβολών έχει επικεντρωθεί το τελευταίο διάστημα στην αγορά εργασίας - και σε δεύτερη φάση στην κοινωνική ασφάλιση - κάτι που θα αποτελέσει και το αντικείμενο του διαβόητου "κοινωνικού διαλόγου" που ξεκίνησε πριν λίγες μέρες.

Μέσα σ' αυτές τις εξελίξεις παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σχετική μελέτη που πραγματοποίησε ομάδα μελετητών του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Μελετών (ΚΕΠΕ), με θέμα "Παρατηρητήριο '96: Διαρθρωτικές Πολιτικές στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ελλάδα", βασικά σημεία της οποίας παρουσιάζει σήμερα ο "Ρ". Στη συγκεκριμένη μελέτη γίνεται μία πλήρης καταγραφή των πολιτικών και μέτρων διαρθρωτικής φύσης που υλοποιήθηκαν από τα αρμόδια κοινοτικά όργανα και τις χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) από τον Ιούνη του 1993 μέχρι και το τέλος του 1996. Είναι προφανές ότι μία σειρά μέτρων και πολιτικών που υιοθετήθηκαν σε άλλες χώρες - μέλη της ΕΕ θα αποτελέσουν "πιλότο" για τα σχέδια της κυβέρνησης στις προωθούμενες αλλαγές στον εργασιακό χώρο και ως εκ τούτου θα τεθούν κατά τις επικείμενες συζητήσεις στα πλαίσια του "διαλόγου".

Σ' αυτά τα πλαίσια αξίζει να γίνει μία καταγραφή - βάσει όσων επισημαίνει σχετικά και η παραπάνω μελέτη - των λόγων που οδήγησαν στην προώθηση διαρθρωτικών μεταβολών σε κοινοτικό επίπεδο, του πλαισίου μέσω του οποίου καλούνται να υλοποιηθούν οι μεταβολές αυτές, καθώς και των μέτρων που έχουν ληφθεί και υλοποιηθεί στις διάφορες χώρες - μέλη και στην Ελλάδα σε διάφορους τομείς της οικονομίας, με επίκεντρο την αγορά εργασίας, που είναι και το επίμαχο θέμα των ημερών.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ορισμένες διαπιστώσεις της μελέτης για το κόστος που συνεπάγονται όλα αυτά τα μέτρα και οι πολιτικές διαρθρωτικής φύσεως. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι επιπτώσεις έχουν να κάνουν με μία σειρά εξελίξεις, οι οποίες άλλαξαν τις υφιστάμενες ισορροπίες - σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.Οι μεταβολές αυτές συγκλίνουν προς την υιοθέτηση μιας πιο φιλελεύθερης πολιτικής που έχει σαφώς ιδεολογικοπολιτικό υπόβαθρο. Η πολιτική αυτή, που άρχισε να εφαρμόζεται από τις αρχές της δεκαετίας του '80 σε έναν αριθμό οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών - που λόγω μεγέθους και ισχύος παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην παγκόσμια οικονομία - και σταδιακά υιοθετήθηκε και από όλους τους σημαντικούς σχετικούς Διεθνείς Οργανισμούς, αποβλέπει στην ενίσχυση των "δυνάμεων της αγοράς", με αντίστοιχο περιορισμό και μεταβολή του ρόλου που έπαιζε μέχρι τώρα το κράτος.

Βάσει στρατηγικής

Η στρατηγική της ΕΕ για το άνοιγμα της αγοράς και τις ακολουθητέες διαρθρωτικές πολιτικές αντικατοπτρίζεται στη Συνθήκη της Ρώμης και κυρίως στις δύο σημαντικές αναθεωρήσεις της Συνθήκης αυτής - ενοποίηση της αγοράς μέχρι το τέλος του 1992 και οικονομική και πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης (Μάαστριχτ). Η εξειδίκευση της στρατηγικής αυτής αποτυπώνεται στις διάφορες "Λευκές" και "Πράσινες" Βίβλους, που έχουν υιοθετηθεί τόσο για το σύνολο της οικονομίας όσο και για επιμέρους θέματα και η υλοποίηση του περιεχομένου των οποίων - ιδιαίτερα αυτού της "Λευκής Βίβλου" - σημαίνει ανυπολόγιστες θυσίες για τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα και περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού των χωρών που τα υιοθετούν.

Χαρακτηριστικές από αυτή την άποψη είναι ορισμένες διαπιστώσεις της παραπάνω μελέτης του ΚΕΠΕ, σχετικά με το κόστος που επιφέρει το άνοιγμα των αγορών και η μετάβαση των οικονομιών σε ανταγωνιστικό περιβάλλον. Οπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά, "ο ανταγωνισμός δεν αποτελεί πανάκεια που θα λύσει όλα τα προβλήματα. Η μετάβαση από το υφιστάμενο στο ανταγωνιστικό περιβάλλον έχει σημαντικό κοινωνικό κόστος. Η αύξηση της ανεργίας, η διεύρυνση των ανισοτήτων και η περιθωριοποίηση ολοένα και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού αποτελούν τις πιο απτές αποδείξεις του κόστους αυτού. Πέρα από το τεράστιο κόστος που συνεπάγονται - τουλάχιστον βραχυχρόνια - οι διαρθρωτικές μεταβολές, μέσω των οποίων θα πραγματοποιηθεί η μετάβαση από το υφιστάμενο στο ανταγωνιστικό περιβάλλον, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός αναγκών που δεν πρόκειται να ικανοποιηθούν ή θα ικανοποιηθούν με σημαντικό κοινωνικό κόστος, εάν αυτό αφεθεί μόνο στη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς. Στο τελευταίο περιλαμβάνονται και εκείνα τα αγαθά και υπηρεσίες που η παραγωγή τους χαρακτηρίζεται από διάσταση του ιδιωτικού και κοινωνικού κόστους".

Για την παραπάνω περίπτωση η μελέτη αναφέρει ότι η ομαλή λειτουργία της αγοράς προϋποθέτει τη λήψη αντισταθμιστικών μέτρων, πράγμα που σημαίνει ότι η παροχή των αγαθών και υπηρεσιών, για την ικανοποίηση των αναγκών αυτών, προϋποθέτει τη συμβολή του κράτους. Σε σχέση μ' αυτό, ενδιαφέρον έχει η άποψη που διατυπώνεται στη μελέτη σχετικά με τον καινούριο ρόλο που αποκτά το κράτος στις νέες συνθήκες δημιουργίας ανταγωνιστικού περιβάλλοντος. Οπως τονίζεται, "ο ρόλος του κράτους μετατρέπεται από εκείνον του ιδιοκτήτη και παραγωγού αγαθών και υπηρεσιών σε αυτόν του ρυθμιστή, που χαράσσει την πολιτική, εξασφαλίζει της συνθήκες για την εκδήλωση του "υγιούς" ανταγωνισμού και περιορίζει τις αρνητικές συνέπειες που έχει η υιοθέτηση της πολιτικής αυτής. Ουσιαστικά ο ρόλος του κράτους γίνεται πιο σύνθετος, αφού καλείται να συμβιβάσει ισχυρά αντιτιθέμενα συμφέροντα και εν πολλοίς ασυμβίβαστους μεταξύ τους στόχους"! Ουσιαστικά, δηλαδή, ο ρόλος του κράτους περιορίζεται πλέον στην παρέμβαση και ρύθμιση των αλληλοσυγκρουόμενων επιχειρηματικών συμφερόντων και στη δημιουργία των κατάλληλων εκείνων συνθηκών που θα επιτρέψουν στο ιδιωτικό κεφάλαιο να εισβάλλει και να δρα ασύδοτα και με καθαρά κερδοσκοπικά κριτήρια σε τομείς που παραδοσιακά και αυτονόητα προσφέρονταν στο κοινωνικό σύνολο από την πολιτεία.

Η "παγκοσμιοποίηση"

Ανάλογο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι διαπιστώσεις της μελέτης σχετικά με το κατά πόσο το λεγόμενο άνοιγμα της αγοράς στο διεθνή ανταγωνισμό, που οδηγεί στη σταδιακή "παγκοσμιοποίηση" της οικονομίας, προσφέρει ίσες ευκαιρίες στις χώρες που καλούνται να κινηθούν σ' αυτή την κατεύθυνση ή αντίθετα δημιουργούν κινδύνους περιθωριοποίησης και δημιουργίας ενός κόσμου δύο ταχυτήτων. Οπως αναφέρεται σχετικά στη μελέτη, "μεγαλύτερες ευκαιρίες για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει το άνοιγμα της αγοράς στο διεθνή ανταγωνισμό έχουν οι μεγάλες επιχειρήσεις των αναπτυγμένων χωρών (π. χ. ΗΠΑ, Ιαπωνίας, χώρων της Δ. Ευρώπης). Οι επιχειρήσεις των χωρών αυτών λειτουργούν ήδη σε ένα περιβάλλον που τους εξασφαλίζει το συγκριτικό πλεονέκτημα". Σαν βασικό παράγοντα για την εξέλιξη αυτή, η μελέτη θεωρεί - με βάση την εμπειρία των χωρών της ΕΕ - το γεγονός ότι έχουν κατορθώσει (ο λόγος για τις "προνομιούχες" χώρες) "να πείσουν ότι το υψηλό κοινωνικό κόστος που συνεπάγεται η πολιτική αυτή είναι βραχυχρόνιο και ότι μακροχρόνια αυτή αποτελεί πιο αποτελεσματικό μέσο για την υλοποίηση των επιθυμητών κοινωνικών στόχων". Αντίθετα - αναφέρεται - για τις επιχειρήσεις των λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών οι δυνατότητες για να επωφεληθούν από το άνοιγμα της αγοράς είναι περιορισμένες, καθώς οι οικονομίες αυτές χαρακτηρίζονται από ελλείψεις στην υποδομή, μικρό μέγεθος των αγορών στις οποίες απευθύνονται κλπ.

Στο σημείο αυτό η μελέτη δεν παραλείπει να αναφέρει ότι η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα ακόμη και για τις αναπτυγμένες χώρες, που γενικά έχουν το συγκριτικό πλεονέκτημα. Και εξηγεί ότι οι επιχειρήσεις στις επιδιώξεις τους "να αξιοποιήσουν τις διευρυνόμενες ευκαιρίες που δημιουργεί η κατάργηση των περιορισμών, συχνά κρίνουν σκόπιμο να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους σε άλλες χώρες ή περιοχές που τους προσφέρουν καλύτερες συνθήκες και μεγαλύτερα κέρδη. Η αναδιάρθρωση και η αναμόρφωση της στρατηγικής των επιχειρήσεων έχει ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση ή τη μεγέθυνση δραστηριοτήτων της σε μια χώρα ανάλογα με το συγκριτικό της πλεονέκτημα και κατ' επέκταση την αύξηση ή τη μείωση της ανεργίας".

Με το όπλο των... νόμων

Προφανώς όλα τα παραπάνω αποτυπώνονται στη βαθμό με τον οποίο μέχρι στιγμής υλοποιούνται τα διάφορα μέτρα και πολιτικές διαρθρωτικής φύσης που έχουν ληφθεί από τις χώρες - μέλη της ΕΕ. Σε σχέση μ' αυτό ας σημειωθεί ότι η εξειδίκευση των μέτρων για την υλοποίηση της στρατηγικής που επιβάλλεται μέσα από τις διάφορες "Λευκές" και "Πράσινες" Βίβλους αποτυπώνεται σε περισσότερες από 300 βασικές νομοθετικές πράξεις που έχουν εκδοθεί μέχρι τώρα σε κοινοτικό επίπεδο. Ωστόσο, ως προς την υλοποίηση, σημειώνεται ότι αν και πάνω από το 90% των πράξεων αυτών έχουν ήδη ενσωματωθεί στο εσωτερικό δίκαιο των χωρών - μελών εκτιμάται ότι μόνο το 50% από αυτές έχουν καταστεί πραγματικότητα. Σε μία προσπάθεια να εξηγήσει την εξέλιξη αυτή, η μελέτη αναφέρει ότι "για την υλοποίηση, πέρα από τη θεσμική προσαρμογή, απαιτείται και προσαρμογή της συμπεριφοράς του κράτους και όλων των άλλων εμπλεκόμενων φορέων και προσώπων. Προϋπόθεση για την προσαρμογή αυτή είναι η ύπαρξη πολιτικής βούλησης και η σύμπτωση συμφερόντων. Με δεδομένα όμως το υψηλό κοινωνικό κόστος και τα "κεκτημένα" συμφέροντα που θίγονται, η προσαρμογή της συμπεριφοράς των εμπλεκόμενων φορέων με τα όσα επιτάσσει η εφαρμογή των νομοθετικών αυτών πράξεων δεν είναι αυτονόητη. Ιδιαίτερα ισχύει αυτό στις χώρες - μέλη της ΕΕ που παραδοσιακά χαρακτηρίζονται από έντονη κρατική παρέμβαση και υψηλές κοινωνικές παροχές και που η δημοκρατική διακυβέρνηση επιβάλλει την εξασφάλιση της ελάχιστης δυνατής συναίνεσης". Και η μελέτη καταλήγει υποστηρίζοντας πως "στην πράξη έχει αποδειχθεί ότι για την εφαρμογή της πολιτικής αυτής, πέρα από τη βούληση απαιτείται και η λήψη παράλληλων μέτρων, που όχι μόνο μετριάζουν τις αρνητικές συνέπειες, αλλά εξασφαλίζουν και τις προϋποθέσεις για την επιτυχία της".

Βάσω ΜΠΑΡΜΠΑ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ