Καθώς έφευγα, με δυο - τρία βιβλία υπό μάλης, εμφανίστηκε ένας άλλος παππούς και έδωσε 1.500 δραχμές στον - ας τον πούμε έτσι, γιατί το βιβλίο δεν παλιώνει ποτέ - παλαιοπώλη βιβλίων. Πριν δυο χρόνια από κείνη τη μέρα - τουτέστιν πριν τέσσερα χρόνια από σήμερα - είχε αγοράσει κάποια παλιά βιβλία. Δεν είχε, όμως, λεφτά και ζήτησε πίστωση απ' τον παλαιοπώλη. Και πήγε έπειτα από δύο χρόνια να ξεπληρώσει το χρέος του.
Αυτή η στιγμή αξιοπρέπειας έγινε "Διακριτικά" στο "Ριζοσπάστη" της 21.5.1993. Οταν περνούσα απ' τη Χέυδεν και έβλεπα τον παλαιοπώλη, θυμόμουν την αξιοπρέπεια. Αυτό στην αρχή. Μετά την ξέχασα, όπως ξέχασα, σχεδόν, και τι έλεγαν τα "Διακριτικά".
Συνεχίσαμε με τον Πάνο την κουβέντα και το ανακάτεμα των βιβλίων. Σε κάποια στιγμή, θυμήθηκα την αξιοπρέπεια και τη διηγήθηκα στον Πάνο.
- Σοβαρά; απόρησε.
Αλλά πριν προλάβω ν' απαντήσω, ακούστηκε πίσω μου ο γέρος που φαίνεται ότι είχε στήσει αυτί.
- Εεεπ! Σ' έπιασα. Εσύ το είχες γράψει εκείνο το κομμάτι. Και έλεγα να 'ρθω στο "Ρ" να σε βρω.
Αμέσως μετά αστειεύτηκε: "Θα σου κάνω μήνυση για κλοπή πνευματικών δικαιωμάτων για την... αξιοπρέπειας".
Ετσι το μελαγχολικό ερώτημα συμπληρώνεται: "Μήπως πια και την ανθρώπινη επικοινωνία τη βρίσκεις μοναχά στα παλιατζίδικα;".
Μένει πάντως η ικανοποίηση απ' τα λόγια του παλαιοπώλη: "Το γραφτό σου το έχω στο αρχείο μου". Και περισσότερο έμεινε ο χαιρετισμός πια μεταξύ μας.
Γιώργος ΜΟΥΣΓΑΣ