Κυριακή 19 Οχτώβρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
Ο χώρος της Αυτοδιοίκησης

Στο ασφυκτικό αυτό πλαίσιο κινείται και η Αυτοδιοίκηση στη χώρα μας. Ο φορέας, που είχε δημιουργήσει τόσες ελπίδες και είχε προκαλέσει τόσους σχεδιασμούς στις δεκαετίες του 1970 και 1980, βρίσκεται, κατά γενική ομολογία, σήμερα σε μια δεινή κατάσταση, σε μια κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του. Η Αυτοδιοίκηση πιέζεται έντονα να απεμπολήσει την αποστολή της, η οποία είναι να βρίσκεται δίπλα στους πολίτες και τα προβλήματά τους, και να μετατραπεί σε ένα μηχανισμό εξυπηρέτησης των προαναφερόμενων αντιλαϊκών πολιτικών. Να γίνει, με άλλα λόγια, ο βραχίονας του διεθνούς κεφαλαίου και να διαχειρίζεται - ακόμα και αυτό αμφισβητείται - τις κατευθύνσεις του. Ετσι, καθημερινά η Αυτοδιοίκηση υποβαθμίζεται, αναιρείται ο ρόλος της και απομακρύνεται από τους πολίτες. Ας καταγράψουμε, όμως, πιο συγκεκριμένα κάποιες πηγές της κακοδαιμονίας της Αυτοδιοίκησης:

Ο θεσμός της Αυτοδιοίκησης απομακρύνεται καθημερινά από τον κύριο σκοπό που αυτοπροσδιορίζεται και αποτελεί την πεμπτουσία του, την ενεργή συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες και αποφάσεις με τη δράση των φορέων του μαζικού λαϊκού κινήματος. Λησμονήθηκαν και απενεργοποιήθηκαν θεσμικές παρεμβάσεις της δεκαετίας του 1980, όπως τα συνοικιακά συμβούλια, οι λαϊκές συνελεύσεις, η λαϊκή συμμετοχή στο δημοκρατικό προγραμματισμό, ο ετήσιος έλεγχος των πολιτών κ.ο.κ. Το όραμα της συμμετοχής των πολιτών στα προβλήματα που τους αφορούν βυθίστηκε από ανερμάτιστες πολιτικές, από έντονο κομματισμό, από δημοκρατική ανωριμότητα, από τη θεοποίηση του συγκεντρωτισμού. Η μη συμμετοχή, όμως, των πολιτών οδηγεί και στη μη ενημέρωση και, συνακόλουθα, στην αδιαφορία. Αυτό είναι ένα μέγιστο πολιτικό πρόβλημα και μία από τις βασικές αιτίες της βαθμιαίας μετατροπής της Αυτοδιοίκησης σε μηχανισμό διαχείρισης και όχι παραγωγής πολιτικής και συνακόλουθης δράσης για την προώθησή της. Ποιος θα υπολογίσει έναν άχρωμο και μόνο δήμαρχο, όταν αυτός δεν έχει στήριγμα στο λαό και δεν τον έχει μαζί του; Η, όταν τον υπολογίσει κάποιος, αυτό θα γίνει στα πλαίσια των συναλλαγών, των δημοσίων σχέσεων και των συμφωνιών κάτω από το τραπέζι. Αυτή η διαδικασία προσβάλλει βάναυσα το θεσμό και τους αιρετούς άρχοντες που τον υπηρετούν.

Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο με το σχέδιο "Καποδίστριας", το οποίο αντιστρατεύεται την κοινωνία πολιτών και, ουσιαστικά, επιχειρεί το στραγγαλισμό των οργανισμών πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης και, δυστυχώς, με την έγκριση των οργάνων της ΤΑ. Η κυβέρνηση, επεμβαίνοντας αυταρχικά στο έργο της ΤΑ, σαν αυτή να είναι δοτή εξουσία και όχι πρωτογενής λαϊκή, αν και εκλέγεται άμεσα από το λαό, επιτάσσει την αναγκαστική συνένωση δήμων και κοινοτήτων, τη στιγμή που υπάρχουν έντονες αντιδράσεις. Η διαδικασία της συνένωσης δεν μπορεί να γίνει με άλλο τρόπο, εκτός από τον προαιρετικό. Εξάλλου, Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν κατά καιρούς (μετά το 1982) προχωρήσει σε συνενώσεις.

Οι προθέσεις, όμως, της κυβέρνησης είναι άλλες. Επιδιώκει να απομακρύνει ακόμα περισσότερο τους πολίτες από τα κέντρα λήψης αποφάσεων, να λαμβάνονται αποφάσεις όσο το δυνατόν από πιο λίγους, που να αφορούν πιο πολλούς. Οι νομείς της εξουσίας θέλουν να δημιουργήσουν όργανα διοίκησης που θα μπορούν να ελέγχουν και όχι όργανα αυτοδιοίκησης που μπορούν να ελέγχονται από το λαό. Δυστυχώς, το αίτημα για ουσιαστική αποκέντρωση και για συμμετοχή του πολίτη στα κοινά μετατρέπεται σε περισσότερη συγκέντρωση και σε πλήρη απομάκρυνση του πολίτη από τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Αυτό πρέπει να το λάβουν σοβαρά υπόψη τουλάχιστον τα όργανα της ΤΑ.

Την αποστασιοποίηση αυτή των πολιτών από το κέντρο λήψης αποφάσεων της Αυτοδιοίκησης, ενθάρρυνε και στη συνέχεια εκμεταλλεύτηκε η κεντρική εξουσία, για να αποδυναμώσει και να ελέγξει το θεσμό της Αυτοδιοίκησης. Επαγγέλθηκε αποκέντρωση λειτουργιών και αρμοδιοτήτων από το κράτος στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και, στην ουσία, επιχείρησε και εν μέρει κατάφερε να αποκεντρώσει βάρη και ευθύνες και όχι εξουσία. Επαγγέλθηκε αποκέντρωση και αρνήθηκε την Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση, με αποτέλεσμα να μείνει μετέωρο και ανάπηρο το εγχείρημα. Θέσπισε το β βαθμό Αυτοδιοίκησης - Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση - με παλιά υλικά (αρμοδιότητες, δομή, προσωπικό, νοοτροπία) της κρατικής Νομαρχίας, με αποτέλεσμα ο αιρετός νομάρχης και το αιρετό Νομαρχιακό Συμβούλιο να αφεθούν να διαχειριστούν το νέο θεσμό χωρίς αυτοτελείς πόρους, στελέχωση, επιστημονική στήριξη, αρμοδιότητες και λειτουργίες ουσιαστικά αυτοδιοικητικές και όχι απλά μετονομασμένες από την κρατική Νομαρχία. Κυρίως, όμως, ο νέος θεσμός συνειδητά αφέθηκε στην τύχη του, χωρίς γενικότερη σύλληψη για το ρόλο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης μέσα στο πολιτικό - διοικητικό πλαίσιο της χώρας, καθώς και για τους τρόπους της ισότιμης άρθρωσης και συλλειτουργίας της με το κράτος και την Πρωτοβάθμια Αυτοδιοίκηση. Η εικόνα των "επαιτών" και "προσκυνητών" δημάρχων και νομαρχών στους διαδρόμους των υπουργείων απεικονίζει την τύχη του εγχειρήματος της αποκέντρωσης. Οι ανακλήσεις αποφάσεων αιρετών από τον τελευταίο υπάλληλο ενός υπουργείου καταγράφουν την ευτέλεια του θεσμού. Οι δημόσιες σχέσεις, οι πελατειακές σχέσεις, οι συναλλαγές κάτω από το τραπέζι αιρετών και εκπροσώπων της κυβέρνησης αναδεικνύουν το μέγεθος της εξάρτησης της Αυτοδιοίκησης από την κεντρική εξουσία και τη βαθμιαία ανυποληψία του θεσμού.

Η πλάνη της προαναγγελθείσας Αποκέντρωσης του κράτους με Αυτοδιοίκηση καταγράφεται στη θεσμική, αφ' ενός, αδυναμία της Αυτοδιοίκησης να δημιουργήσει τους δικούς της μηχανισμούς, που διασφαλίζουν, ελέγχουν, υποστηρίζουν τις λειτουργίες της και στην οικονομική, αφ' ετέρου, ανέχειά της που ολοένα γίνεται και πιο δραματική. Η τακτική επιχορήγηση προς τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης από το κράτος παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα και πολλές φορές αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις στοιχειώδεις λειτουργικές ανάγκες των δήμων. Ταυτόχρονα, μεταβιβάζονται νέες αρμοδιότητες στην Αυτοδιοίκηση, χωρίς, όμως, και τη μεταβίβαση των αναγκαίων, αντίστοιχων πόρων, με αποτέλεσμα να ασφυκτιούν οι δήμοι. Και ενώ συμβαίνουν αυτά, αντί να αυξηθεί το ποσοστό του προϋπολογισμού για την Αυτοδιοίκηση, επιχειρείται και επιτυγχάνεται - με τη συναίνεση της ΚΕΔΚΕ στο συνέδριο του 1996 - μείωση του ποσοστού, με την απίστευτη αιτιολογία ότι και η Αυτοδιοίκηση πρέπει να συμβάλει στο πρόγραμμα σύγκλισης της χώρας μας. Αντί να βελτιωθεί ο Ν. 1828/89 για την Αυτοδιοίκηση, επιχειρείται η καταστρατήγησή του με διάφορες μεθόδους. Στις μεθόδους αυτές εντάσσεται και η παράνομη παρακράτηση θεσμοθετημένων πόρων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που ανέρχονται στα 800 περίπου δισ., ποσό που θα ανακούφιζε τους δήμους.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ