Τετάρτη 12 Νοέμβρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ

"Περιμένοντας τον Γκοντό" στο "Τζένη Καρέζη"

Οταν στα 1950 παίχτηκε στο Παρίσι το "Περιμένοντας τον Γκοντό" του Σάμουελ Μπέκετ,του αυτοεξόριστου Ιρλανδού που συμμετείχε στη γαλλική εθνική αντίσταση, τα οράματα για μια διαφορετική μεταπολεμική κοινωνία συνθλίβονταν, εκ νέου, από τον ψυχροπολεμικό παραλογισμό του καπιταλισμού. Οσο κι αν κάποιοι επιχείρησαν να επιβάλουν την άποψη ότι πρόκειται για έργο "θεολογικά" υπαρξιολογικό, συσχετίζοντας το όνομα Γκοντό με τη λέξη γκοντ (θεός), το μεγαλοφυές αυτό φιλοσοφικό - κοινωνιολογικό αριστούργημα παραμένει ανοιχτό σε πολλές - και πολιτικού περιεχομένου - "αναγνώσεις" της κάθε εποχής, καθώς η συνειδητά πολλά σημαίνουσα αμφισημία του εκφράζει, όχι μόνον την ανθρώπινη, αλλά κυρίως την κοινωνική αγωνία. Ισως γι' αυτό ηχεί σήμερα τραγικότερος ο λόγος του Μπέκετ. Λόγος πικρόγευστος, ελλειπτικός, υπονοηματικός, επαναληπτικός και αυτοαναιρετικός, πεισματικά όμως αισιόδοξος εκφραστής της προσδοκίας, της ακατανίκητης ελπίδας του ανθρώπου. Οι αντιήρωες του Μπέκετ, ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν, δυο έρημοι, άπραγοι φουκαράδες προσμένουν, καθημερινά (και μετά το τέλος του έργου), τον Γκοντό. Εναν άγνωστο, ένα "σωτήρα". Αυτός όμως, μ' ένα μικρό αγόρι (σύμβολο του αύριο, της ελπίδας), τους μηνά για την επομένη τον ερχομό του. Ερχομό που τον περιμένουν, για να βγουν από την αδράνειά τους, από τη σκληρή πραγματικότητα του κοινωνικού τοπίου: Την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Από την απάνθρωπη εξουσία του Πότζο και τη δουλικότητα του εξαθλιωμένου Λάκι. Του Πότζο, που πετά το κόκαλο στο δούλο του, χλευάζοντας, και τους επίσης πεινασμένους Βλαντιμίρ και Εστραγκόν, που απερίσκεπτα και άκριτα βοηθούν τον Πότζο, όποτε αυτός καταρρέει, να ανορθώνεται, να ξαναγίνεται αφέντης.

Οποιος παραβλέπει αυτούς τους συμβολισμούς - έμμεσο, αλλά καυστικότατο σχόλιο του Μπέκετ για τον καπιταλισμό και τις ασυνειδητοποίητες, εκμεταλλευόμενες τάξεις - όποιος τους θεωρεί "υπαρξιολογικούς" ή "θεολογικούς" (κάθε άλλο παρά θρησκόληπτος ήταν ο Μπέκετ), όποιος δε διακρίνει πίσω από την αγωνία της αναμονής την ελπίδα, πίσω από την απογοήτευση την αισιοδοξία για το καλύτερο αύριο του ανθρώπου, απλούστατα, μειώνει την ποιητική αξία, το νοηματικό, φιλοσοφικό εύρος του έργου. Ο ίδιος ο Μπέκετ πεισματικά αρνήθηκε να εξηγήσει το μήνυμά του, με την αποδοχή ή την απόρριψη κάποιας από τις πολλές "αναγνώσεις" του. Ούτε και εκείνης που συσχέτιζε το "Περιμένοντας τον Γκοντό", με το αμερικάνικο αριστερό έργο της δεκαετίας του '30 "Περιμένοντας τον Λέφτυ".

Οπωσδήποτε, ο "Γκοντό" παραμένει κορυφαίο και διαχρονικό δημιούργημα του αιώνα μας και όταν πέσει σε άξιους ερμηνευτές "κοινωνεί" με το στοχασμό του το θεατή, όποια "ανάγνωση" επιλεγεί (φιλοσοφική, υπαρξιολογική, κοινωνιολογική). Προς μια κοινωνιολογική "ανάγνωση" αποκλίνει η παράσταση στο θέατρο "Τζένη Καρέζη", σε εύγλωττη μετάφραση του Οδυσσέα Νικάκη,λιτό σκηνικό και αρμόζοντα κοστούμια του Αντρέα Σαραντόπουλου και με αφανή τη σκηνοθετική φροντίδα του Γιάννη Ιορδανίδη,ώστε κυρίαρχες της σκηνικής πράξης να είναι οι "συχνοτισμένες" ερμηνείες των Κώστα Καζάκου και Πέτρου Φιλιππίδη.Ο Κ. Καζάκος πλάθει έναν Βλαντιμίρ στοχαζόμενο, με δραματικό βάθος, αλλά αποκρυπτογραφική, πνευματώδη πικρή ειρωνεία, με συνεχώς διαφοροποιούμενες αποχρώσεις του λόγου του. Ο Π. Φιλιππίδης, ελέγχοντας τις πληθωρικές κωμικές ευκολίες του, ερμηνεύει έναν Εστραγκόν κωμικοτραγικά ταλαίπωρο, απλοϊκό, και χαριτωμένα τρυφερό. Ενα εξουθενωμένο διανοητικά και σωματικά, αξιολύπητο ανθρώπινο υποζύγιο είναι ο Λάκι του Σταμάτη Τσελέπη,ως αντίποδας του σιχαμερού ανθρωπόμορφου κτήνους, όπως με κάποια υπερβολή ερμηνεύει τον Πότζο ο Γιάννης Μποστατζόγλου (πρόκειται για σκηνοθετική άποψη ή για εθισμό του ηθοποιού σε ένα υπεργκροτέσκο παίξιμο;).

"Ντα" με το "Μοντέρνο Θέατρο"

Οσοι είχαν την τύχη να δουν την κορυφαία ερμηνεία του Μάνου Κατράκη με το "Ντα" του Λέοναρντ Χιου,γνωρίζουν ότι πρόκειται για βαθύτατα ανθρώπινο και αισθαντικό, αυτοβιογραφικό, εν πολλοίς, έργο. Εργο, που θεατροποιεί - πλέκοντας τη φαντασία με την πραγματικότητα - με αφοπλιστική εξομολογητική αλήθεια και ευαισθησία, αλλά και παιγνιώδη φαντασία, βιώματα, υπαρξιακές"πληγές", συναισθήματα, βιώματα από τους θετούς του γονείς, δυο φτωχούς μεροκαματιάρηδες, δύο απλούς, τίμιους, καλούς ανθρώπους του λαού, για τον ξενιτεμό του από αυτόν για βιοποριστικούς λόγους στην Αγγλία και την επιστροφή του σ' αυτόν, του Ιρλανδού συγγραφέα. Ο Χιου δεν είναι Μπέκετ. Διαθέτει όμως τη φλόγα που διακρίνει την ιρλανδική ψυχή και συγγραφική παράδοση. Κι ακόμη την τέχνη να πλάθει πλήρεις χαρακτήρες, με τα ελαττώματα και προτερήματά τους, με όλο το υπόστρωμα των σχέσεων, των σκέψεων και πράξεών τους. Κι ακόμα, έχει χιούμορ κι αγάπη για τον βασανισμένο άνθρωπο, αλλά και καυστικότητα για όσους τον εκμεταλλεύονται, τον υποτιμούν ή τον περιφρονούν. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της ικανότητας του Χιου να πλάθει χαρακτήρες είναι ο κεντρικός ήρωας, ο Ντα. Ο κηπουρός, θετός πατέρας του συγγραφέα (ο συγγραφέας εμπλέκεται στο μύθο ως Τσάρλυ, ως ρόλος σε νεαρή και ώριμη ηλικία), είναι ένα αξιολάτρευτο, με την αφέλεια, τη λαϊκότητα, την καλοσύνη, την πατρική τρυφερότητά του, πλάσμα. Ενας αξιολάτρευτος ρόλος.

Πάνω στην ανθρώπινη γλυκύτητα, στην απλοϊκότητα, στη λαϊκή χάρη αυτού του ρόλου, στήριξε ο Γιώργος Μεσσάλας και τη σκηνοθετική του καθοδήγηση, αλλά και τη σκηνικής χάρης, αισθαντική, με λεπτές δραματικές αποχρώσεις, αλλά και χιούμορ ερμηνεία του στον επώνυμο ρόλο. Η παράστασή του "χτίστηκε" με καθάρια υλικά. Με σεμνότητα και σεβασμό στο έργο, με ρεαλιστική ακρίβεια, με ευαισθησία και κατανόηση για τα πρόσωπα και τον "καημό" του καθενός (την κοινωνική αφέλεια του Ντα, τη στερημένη, θρήσκα θετή μάνα, το οικογενειακό δράμα της ελευθερίων ηθών φτωχής κοπέλας, την αυτοκριτική και τις ενοχές του Τσάρλυ - συγγραφέα που εγκατέλειψε τους "γονιούς" του), αλλά και με πολύ χιούμορ. Σ' αυτό συνέβαλε τα μέγιστα και η ευθύβολη μετάφραση του Παύλου Μάτεσι.Για την ατμοσφαιρικότητα της παράστασης, σημαντικό μερίδιο έχει το διττό σκηνικό (ένα αφαιρετικά νατουραλιστικό φτωχικό σπιτικό και ένα "ονειρικό" εξωτερικό περιβάλλον, λουλουδιασμένο από τα χέρια του Ντα και τα αρμόζοντα κοστούμια του Βασίλειου Τσιντσικόφ.

Ο Τώνης Γιακοβάκης,με τη λιτή, αλλά κυριολεκτική του ερμηνεία, αναδείχνει πλήρως, το καυστικότατο σχόλιο του συγγραφέα για τον υπερόπτη, υποκρινόμενο το "φίλο", αστό εργοδότη Ντραμ. Ο Γιώργος Κωνσταντής, με χιούμορ και την αίσθηση ότι σαν "από μηχανής θεός" πισωστρέφει το χρόνο και μπλέκει το πραγματικό με το φανταστικό, υποδύεται τον Τσάρλυ. (Κάνει, όμως, ένα λάθος, που βλάπτει κάθε ηθοποιό, κάθε παράσταση: Κοιτά την πλατεία, σαν να λέει: Κοιτάτε τι καλά που παίζω). Η Ντένη Θέμελη αποδίδει την υποκρισία της αστής Πρυν και επιδιώκει το καλύτερο στον αταίριαστο με την ιδιοσυστασία της ρόλο του "Κίτρινου πυρετού". Αξιόλογη η προσπάθεια του Γιώργου Φρατζεσκάκη (ο Τσάρλυ νέος) και επαρκής η του Γιώργου Λιβανού.

ΘΥΜΕΛΗ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Ενδιαφέροντα ντοκιμαντέρ (2012-12-07 00:00:00.0)
Εξαιρετικά έργα στο Εθνικό Θέατρο (2007-11-21 00:00:00.0)
«Ντα» στο «Θέατρο Βασιλάκου» (2007-01-10 00:00:00.0)
Ευριπίδης από το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας (2006-09-13 00:00:00.0)
«Οι δούλες» στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας» (2006-01-04 00:00:00.0)
Αφηγηματικό θέατρο και Φεστιβάλ Μπέκετ (2003-11-05 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ