Κυριακή 11 Γενάρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 46
ΔΙΕΘΝΗ
ΟΗΕ
Αλυτο το πρόβλημα του υποσιτισμού για τα παιδιά

ΗΝΩΜΕΝΑ ΕΘΝΗ (Του ανταποκριτή μας Χρ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ). -

Απαράδεκτα δραματική είναι η κατάσταση των παιδιών, που ζουν μέσα στη φτώχεια σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά ασύγκριτα πιο έντονη στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες.

Αυτή η ζοφερή εικόνα αναδύεται από μία εκτεταμένη έρευνα της οργάνωσης "Γιούνισεφ" του ΟΗΕ, με τον τίτλο "Η κατάσταση των παιδιών του κόσμου, 1998".

Συγκεκριμένα, σε σχετική έκθεσή της, η "Γιούνισεφ" αναφέρει ότι κοντά εφτά εκατομμύρια παιδιά πεθαίνουν κάθε χρόνο από υποσιτισμό, ή πολύ περισσότερα από όσα εξοντώνονται από κάθε άλλη αιτία: Μεταδοτικές ασθένειες, πόλεμο και φυσική καταστροφή. Και όχι μόνον αυτό. Ακόμα και όταν δεν εξοντώνει ολοκληρωτικά, η κακή διατροφή αφήνει τα θύματά της σωματικά εξαντλημένα και διανοητικά καθυστερημένα. Επίσης, μειώνει σημαντικά το ανοσοποιητικό τους σύστημα.

Προστίθεται ότι πάνω από 200 εκατομμύρια παιδιά κάτω των 5 ετών υποσιτίζονται στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Ωστόσο, ο παιδικός υποσιτισμός δεν περιορίζεται μόνο σ' αυτές. Σε μερικές εκβιομηχανισμένες χώρες, οι διευρυμένες εισοδηματικές ανισότητες, σε συνδυασμό και με τις περικοπές στην κοινωνική πρόνοια, έχουν σοβαρό αντίκτυπο στη διατροφή των παιδιών.

Χτυπητό παράδειγμα εδώ αποτελούν οι ΗΠΑ, όπου οι ειδικοί, που ασχολήθηκαν με την έρευνα αυτή, υπολογίζουν ότι 13 εκατομμύρια παιδιά, δηλαδή το 1/4 όλων των παιδιών αυτής της χώρας κάτω των 12 ετών, δεν παίρνουν όση τροφή χρειάζονται.

Στη Βρετανία, παιδιά και ενήλικοι φτωχών οικογενειών αντιμετωπίζουν, λόγω της λειψής διατροφής τους, κινδύνους στην υγεία τους, όπως: Πρόωρους τοκετούς, χαμηλό βάρος του βάρους, αναιμία, ασθένειες δοντιών, διαβήτη, παχυσαρκία και υπερένταση.

Στη Ρωσία, όπου, όπως είναι γνωστό, υπό το σοβιετικό καθεστώς τα παιδιά είχαν πλεονεκτική μεταχείριση, το ποσοστό σωματικής υπανάπτυξης των παιδιών κάτω των 2 ετών ανέβηκε από 9% το 1992 στο 15% το 1994. Ανάλογα φαινόμενα παρουσιάζονται και σε άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες, ιδιαίτερα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπου το ξεχαρβάλωμα που προξενεί το πέρασμα στην "οικονομία της αγοράς" έχει την πιο οδυνηρή απήχηση στα ευπαθή κοινωνικά στρώματα.

Κατά την ίδια έκθεση, σε ορισμένες περιοχές του κόσμου - κύρια σε Λατινική Αμερική και Ανατολική Ασία - έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στη μείωση του παιδικού υποσιτισμού. Ειδικότερα, η Ταϊλάνδη έχει βελτιώσει τη διατροφή εκατομμυρίων παιδιών της, με το συνδυασμό διαφόρων μέσων, συνεπικουρούμενων και από την ανερχόμενη οικονομία της. Σύμφωνα με την κυβέρνησή της, ο υποσιτισμός των παιδιών κάτω των 5 ετών έπεσε από 51% περίπου το 1982, στο 19% περίπου το 1990, ενώ ο οξύτατος υποσιτισμός ουσιαστικά εξαλείφτηκε στη διάρκεια της ίδιας περιόδου.

Γενικά, όμως - κατά την ίδια πάντα έκθεση - ο απόλυτος αριθμός των υποσιτιζόμενων παιδιών σε παγκόσμια κλίμακα έχει αυξηθεί. Το 50% των παιδιών της Νότιας Ασίας υποσιτίζεται. Στην Αφρική, το ένα στα τρία παιδιά είναι ελλιποβαρές και σε ορισμένες χώρες της ίδιας ηπείρου η διατροφή των παιδιών χειροτερεύει. Ακόμα, γύρω στα 24 εκατομμύρια μωρά χαμηλού βάρους γεννιούνται κάθε χρόνο, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από ό,τι τα βαρύτερα μωρά. Αν επιζήσουν, ενδέχεται να έχουν προβλήματα νοημοσύνης και, επίσης, είναι πιθανότερο να υποστούν υποσιτισμό. Παράλληλα, και οι μητέρες τους είναι συνήθως ελλιποβαρείς ή εξαντλημένες από τη σκληρή δουλιά ή σωματικά υποανάπτυκτες, γιατί και αυτές υποσιτίζονταν στην παιδική ηλικία τους.

Μαζί με όλα αυτά, σε 35 από τις φτωχότερες χώρες, το 50% του πληθυσμού τους δεν έχει καμία πρόσβαση στις υγειονομικές υπηρεσίες. Πάνω από 1,1 δισεκατομμύριο άτομα δε διαθέτουν ασφαλές πόσιμο νερό και 2,9 δισ. δεν έχουν κατάλληλο αποχετευτικό σύστημα. Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες, εξαπλώνονται και οι μολυσματικές ασθένειες, όπως η διάρροια στην παιδική ηλικία. Λόγω της διαρροϊκής αφυδάτωσης, πεθαίνουν κάθε χρόνο 2,2 εκατομμύρια παιδιά κάτω των 5 ετών στις αναπτυσσόμενες χώρες.

"Ο συνεχιζόμενες υποσιτισμός έχει βαθιές και τρομακτικές συνέπειες για τα παιδιά, την κοινωνία και το μέλλον της ανθρωπότητας", δήλωσε η Αμερικανίδα διευθύντρια της "Γιούνισεφ", Κάρολ Μπέλαμι. Και πρόσθεσε: "Ωστόσο, η παγκόσμια αυτή κρίση έχει προκαλέσει μικρή δημόσια ανησυχία, παρά την αυξανόμενη επιστημονική απόδειξη του κινδύνου". "Πιστεύουμε τώρα", συνέχισε η Μπέλαμι, "ότι η καλή διατροφή μπορεί να είναι ένα βασικό στοιχείο στην πάλη ενάντια σε ορισμένες από τις μεγαλύτερες ασθένειες του κόσμου, περιλαμβανομένης της μητρικής θνησιμότητας, της ελονοσίας, ακόμα και του ΕΪΤΖ. Και υπάρχει μία αυξανόμενη ένδειξη ότι η καλύτερη διατροφή στην αρχική παιδική ηλικία και στη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να μειώσει το βάρος της καρδιακής πάθησης και άλλες χρόνιες και εκφυλιστικές ασθένειες, αργότερα στη ζωή".

Εξάλλου, η έκθεση παρατηρεί ότι "οι υποσιτιζόμενες έγκυες γυναίκες γεννούν παιδιά ήδη υποσιτισμένα και έτσι η ικανότητά τους να προσφέρουν στην κοινωνία ως ενήλικοι είναι μειωμένη".

Σε άλλο σημείο της έκθεσης, υπογραμμίζεται ότι ο "θηλασμός αποτελεί το θεμέλιο για την καλή διατροφή των νηπίων, ενώ ο ανεπαρκής θηλασμός μπορεί ν' αποτελέσει κίνδυνο στην υγεία και διατροφή των νηπίων, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου το αποχετευτικό και υγειονομικό σύστημα είναι φτωχικό".

Αναφερόμενη στα βασικά αίτια του όλου αυτού προβλήματος, η έκθεση εξηγεί: "Πολιτικοί, νομικοί και πολιτιστικοί παράγοντες μπορεί να ματαιώσουν τις επίμονες προσπάθειες των οικογενειών να αποκτήσουν καλύτερη διατροφή. Αυτά περιλαμβάνουν το βαθμό στον οποίο τα δικαιώματα των γυναικών και κοριτσιών προστατεύονται από το νόμο και το έθιμο, το πολιτικό και οικονομικό σύστημα που καθορίζει πώς κατανέμονται το εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία, και οι ιδεολογίες και οι πολιτικές που επηρεάζουν τους κοινωνικούς τομείς".

Επισημαίνει κατόπιν: "Για να ξεπεραστούν η περιχαρακωμένη φτώχεια και υπανάπτυξη, απαιτούνται πόροι και εισαγωγές που λίγες αναπτυσσόμενες χώρες μπορούν να κάμουν. Το 1995, η συνολική εισροή πόρων στον αναπτυσσόμενο κόσμο από όλες τις πηγές, έφθασαν τα 232 δισ. δολάρια, από τα οποία 156 προέρχονταν από ιδιωτική επένδυση και δάνεια. Ωστόσο, οι δύο περιοχές του κόσμου με τα υψηλότερα ποσοστά παιδικού υποσιτισμού - η κάτω από τη Σαχάρα Αφρική και η Νότια Ασία - έλαβαν μόνον 1,6 δισ. δολάρια και 5,2 δισ. αντίστοιχα".

Ταυτόχρονα, οι αναπτυσσόμενες χώρες συνολικά όφειλαν πάνω από δύο τρισ. δολάρια ως εξωτερικό χρέος το 1995. Αν είναι να αντιμετωπιστούν τα βασικά αίτια του υποσιτισμού, απαιτούνται μεγαλύτεροι και καλύτερης στόχευσης πόροι και συνεργασία ανάμεσα στους τομείς των εθνικών κυβερνήσεων και ανάμεσα στις κυβερνήσεις και όλους τους αναπτυξιακούς εταίρους, περιλαμβανομένων των δωρητών οργάνων του ΟΗΕ, μη κυβερνητικών οργανώσεων και επενδυτών. Πάνω από όλα, οι ίδιοι οι φτωχοί πρέπει να αποτελούν ένα μείζονα παράγοντα σ' αυτή τη διαδικασία.

Και καταλήγει: "Η δράση κατά του υποσιτισμού είναι επιτακτική, όσο και μπορετή".


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ