Λόγο ακόμα και για το ποιους θα δέχεται στο γραφείο του ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, διεκδικεί να έχει ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος,ο οποίος εξέφρασε τη δυσφορία του για τη συνάντηση που είχε προχτές ο Κ. Στεφανόπουλος με τον αρχιεπίσκοπο των παλαιοημερολογιτών. Η αντίδραση αυτή του αρχιεπισκόπου προκάλεσε με τη σειρά της τη δυσφορία της Προεδρίας της Δημοκρατίας.
Να σημειωθεί ότι ο σημερινός Πρόεδρος είχε δεχτεί και κατά το παρελθόν - επί αρχιεπισκόπου Σεραφείμ - εκπρόσωπο των παλαιοημερολογιτών χωρίς βέβαια να υπάρξει κάποια αντίδραση. Ενδεικτική της αντίληψης του αρχιεπισκόπου είναι και ο σχολιασμός του ότι "μια τέτοια υψηλού επιπέδου συνάντηση προκαλεί προβλήματα", επειδή οι παλαιοημερολογίτες "είναι εκτός Εκκλησίας και σχισματικοί". Δηλαδή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να δέχεται στο γραφείο του όποιον δεν εγκρίνει ο αρχιεπίσκοπος. Η ενέργεια αυτή του αρχιεπισκόπου είναι απόρροια του μη διαχωρισμού Εκκλησίας και κράτους στον οποίο επιμένουν και οι δύο πλευρές, παρά της παρενέργειες που θα δημιουργεί η διαιώνιση αυτής της κατάστασης.
Στο μεταξύ χθες η Εκκλησία σε μια προσπάθεια δήθεν άρσης της παρεξήγησης, προχωράει ακόμα παραπέρα και αμφισβητεί έμμεσα ακόμα και τη συνταγματικότητα τέτοιων ενεργειών εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας. Σε ανακοίνωση της αρχιγραμματείας της Ιεράς Συνόδου, επισημαίνεται μεν ότι "οιοσδήποτε πολίτης της χώρας έχει δικαίωμα να επισκέπτεται τας Αρχάς και να γίνεται δεκτός υπ' αυτών", προφανώς με την προϋπόθεση αυτός να είναι αρεστός στην ιεραρχία. Φτάνει έτσι στο σημείο να θέτει ζήτημα συνταγματικότητας των πράξεων της πολιτείας. "Η ελληνική Πολιτεία, αναφέρεται στην ανακοίνωση, τηρούσα το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους, αναγνωρίζει ως γνωστόν ως μόνην κανονικήν και νόμιμον Ορθόδοξον Εκκλησίαν, την ως τοιαύτην αναγορευομένην υπό του Συντάγματος και κατά συνέπειαν πάσα ενέργεια αυτής (σ.σ. της Πολιτείας) η οποία τείνει προς ανατροπήν της καταστάσεως αυτής, είναι φυσικόν να γεννά έντονη ανησυχία και προβληματισμούς".