Κυριακή 15 Νοέμβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 34
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ιδού ποιοι πληρώνουν τα προγράμματα "σύγκλισης"

Παρά την εφαρμογή των "γαλαζοπράσινων" προγραμμάτων αντιλαϊκής μονόπλευρης λιτότητας, που εφαρμόστηκαν από το 1993 μέχρι το 1998, απέχει πολύ ακόμη η πραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με το μέσο όρο της ΕΕ

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, που υπερψηφίστηκε το 1992 από τους βουλευτές όλων των πολιτικών κομμάτων - εκτός από το ΚΚΕ - συνοδεύτηκε με μέτρα σκληρής λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων, τα οποία υποτίθεται θα οδηγούσαν στη σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με τις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Γι' αυτό και η εφαρμογή της Συνθήκης του Μάαστριχτ συνοδεύτηκε με τα προγράμματα "σύγκλισης", που περιλάμβαναν δέσμες και δεσμίδες αντιλαϊκών μέτρων, με στόχο την ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ), σε πρώτη φάση το 1997, σε δεύτερη φάση το 1999 και σε τρίτη φάση - όπως μας λένε τώρα - το 2001. Τα προγράμματα αυτά υποτίθεται ότι θα έλυναν τα χρόνια προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και θα ανέβαζαν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και συνολικά του ελληνικού λαού σε ανάλογο επίπεδο με εκείνο των Γερμανών, των Γάλλων και των άλλων λαών των ανεπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Το πρώτο πρόγραμμα "σύγκλισης", που καταρτίστηκε και άρχισε να εφαρμόζεται από την κυβέρνηση της ΝΔ το 1993, πρόβλεπε θυσίες των εργαζομένων μέχρι το 1995 - 1996, ώστε να ενταχθεί η Ελλάδα στην ΟΝΕ το 1997 και να ξημερώσουν για τους εργαζόμενους πολύ καλύτερες μέρες. Με την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και την επάνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία, δεν άλλαξε και η πολιτική. Αντίθετα, συνεχίστηκε με μικροπαραλλαγές η πολιτική της ΝΔ, καθώς και το ΠΑΣΟΚ είχε δεσμευτεί, με την επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, να εργαστεί για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ το 1999.

Από το 1992 μέχρι και σήμερα, για σύγκλιση ακούμε και σύγκλιση δε βλέπουμε, παρά το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι έχουν ακριβοπληρώσει την ΟΝΕ με τις πολιτικές μείωσης της αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων, την υπέρογκη αύξηση των φόρων, το σφαγιασμό των επιχορηγήσεων και άλλων δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα, κλπ. Η αναποτελεσματικότητα των προγραμμάτων λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων - που εφάρμοσαν με τον ίδιο ζήλο τόσο η κυβέρνηση Μητσοτάκη όσο και οι κυβερνήσεις του "παλιού" και του "νέου" ΠΑΣΟΚ, στο όνομα της σύγκλισης - φαίνεται και από το γεγονός ότι η Ελλάδα δε θα ενταχθεί στην ΟΝΕ το 1999, αλλά το 2001, με την προϋπόθεση ότι θα συνεχίσει να επιδιώκει τη μείωση του πληθωρισμού, των επιτοκίων, του χρέους και γενικά τη βελτίωση ορισμένων μεγεθών της οικονομίας, με μέτρα και πολιτικές που δε θα θίγουν τα ιερά και όσια της μεγάλης ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Στην εξαετία, από το 1993 μέχρι και φέτος, το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων δέχτηκε ανελέητη επίθεση, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο κρατικός προϋπολογισμός του 1999. Στην περίοδο αυτή, εντάθηκαν ο βαθμός εκμετάλλευσης των εργαζομένων - και όχι μόνο - από το μεγάλο κεφάλαιο και η ανισοκατανομή του πλούτου, προς όφελος των οικονομικά ισχυρών.

Το μέγεθος της ληστείας

Μια μικρή γεύση, για το μέγεθος της ληστείας που επέβαλαν στα λαϊκά εισοδήματα από το 1993 μέχρι σήμερα τα δύο μεγάλα κόμματα που εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία, μας δίνουν τα επίσημα στοιχεία για την εξέλιξη ορισμένων βασικών μεγεθών, που παραθέτουμε στη συνέχεια.

Στο όνομα λοιπόν της "σύγκλισης" και της ΟΝΕ, μόνο στο διάστημα από το 1993 μέχρι το 1998 ή το 1999, που ο επίσημος πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 65,2% και 70,2% αντίστοιχα:

  • Εφαρμόστηκαν εισοδηματικές πολιτικές,που μείωσαν δραστικά την αγοραστική δύναμη των μισθών και συντάξεων για να αυξηθούν τα κέρδη των μεγαλοεπιχειρηματιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι συνολικές δαπάνες του δημοσίου για μισθούς και συντάξεις αυξήθηκαν από το 1993 μέχρι και το 1998 κατά 55,5% και κατά 61,3% για την περίοδο 1993 - 1999 (με βάση τις προβλέψεις του προϋπολογισμού 1999). Δηλαδή, οι δαπάνες του δημοσίου για μισθούς και συντάξεις αυξήθηκαν περίπου κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από την επίσημη αύξηση του πληθωρισμού. Ομως, οι ονομαστικές αυξήσεις που πήραν με την εισοδηματική πολιτική στην παραπάνω περίοδο οι μισθωτοί και συνταξιούχοι του δημόσιου είναι πολύ μικρότερες από τα παραπάνω ποσοστά (55,5% και 61,3%). Κι αυτό για τον απλούστατο λόγο, ότι στις δαπάνες του προϋπολογισμού για μισθούς και συντάξεις του δημοσίου περιλαμβάνεται - εκτός από τις αυξήσεις της επίσημης εισοδηματικής πολιτικής - η πρόσθετη δαπάνη για νέες προσλήψεις προσωπικού, η ωρίμανση κλπ. Και φυσικά οι απώλειες που είχαν τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων είναι ακόμη μεγαλύτερες, με τις αποφάσεις των κυβερνήσεων να μην τιμαριθμοποιούν τη φορολογική κλίμακα, να μην αυξήσουν τα αφορολόγητα ποσά, να αυξήσουν τις κρατήσεις για εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία κλπ.
  • Το σύνολο των φορολογικών εσόδων αυξήθηκε, από 4,5 τρισ. δραχμές το 1993 στα 8,6 τρισ. το 1998 και τα 9,1 τρισ. το 1999. Αυξήθηκαν δηλαδή κατά 89% και 100% αντίστοιχα, ποσοστό που είναι 35 και 40 μονάδες πάνω από τον πληθωρισμό. Αν και τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων και των συνταξιούχων μειώθηκαν, ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων (το μεγαλύτερο μέρος προέρχεται από τη φορολογία μισθών και συντάξεων) αυξήθηκε πάνω από 2,5 φορές. Συγκεκριμένα, αυξήθηκε κατά 161,3% στην περίοδο 1993 - 1998 και κατά 172,7% στην περίοδο 1993 μέχρι το 1999.
  • Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 76% και 86,5% αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, το χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης - που είναι το συνολικό χρέος του ελληνικού δημοσίου - αυξήθηκε από 23,4 τρισ. δραχμές (110,9% του ΑΕΠ) το 1993 σε 41,2 τρισ. δραχμές (116,1% του ΑΕΠ) φέτος και προβλέπεται να διαμορφωθεί στα 43,7 τρισ. δραχμές ή 115,2% του ΑΕΠ το 1999. Στην εξέλιξη του δημόσιου χρέους φαίνεται η παταγώδης αποτυχία των κυβερνήσεων και των αναποτελεσματικών πολιτικών, που με τόση ευλάβεια υπηρετούν τόσο η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ. Ενώ δηλαδή κατακρεούργησαν τις δαπάνες για μισθούς, συντάξεις, επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις σε κοινωνικούς φορείς και παράλληλα αύξησαν υπέρογκα τους φόρους, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε.
  • Τα επιτόκια μειώθηκαν μεν από το 1993 μέχρι σήμερα, όμως απέχουν πολύ από τους στόχους που έθεταν οι κυβερνώντες με το πρόγραμμα "σύγκλισης" για μείωσή τους στα επίπεδα των μέσων επιτοκίων στην ΕΕ (περίπου 6% σήμερα). Ετσι η αδυναμία των κυβερνώντων να μειώσουν τα μακροχρόνια επιτόκια (που σήμερα κινούνται γύρω στο 8% - 9%), εμπόδιζε τη μείωση των κρατικών ελλειμμάτων στα προσδοκώμενα επίπεδα και τροφοδοτούσε κατά ένα μέρος το φαύλο κύκλο "επιτόκια - ελλείμματα - δημόσιο χρέος".
  • Τέθηκαν σε εφαρμογή μέτρα και πολιτικές για την επιβολή του "λιγότερου κράτους", με το κλείσιμο κοινωφελών υπηρεσιών, την εφαρμογή του συστήματος ανταποδοτικότητας σε υπηρεσίες που προσφέρονταν δωρεάν από το κράτους ή τους ΟΤΑ και άλλους φορείς του δημοσίου. Και ενώ στο αναθεωρημένο πρόγραμμα "σύγκλισης" του ΠΑΣΟΚ (1993 - 1999) πρόβλεπαν έσοδα 300 δισ. δραχμές από "μετοχοποιήσεις" (150 δισ. δραχμές το 1994 και άλλα 150 δισ. δραχμές το 1995), τελικά η ηγεσία του "νέου" - κυρίως - ΠΑΣΟΚ έφτασε στο σημείο να ξεπουλά ό,τι μπορούσε να πουληθεί και υπάρχει ενδιαφέρον από τον ιδιωτικό τομέα. Ασπαζόμενοι τη λογική του "πουλάω το χαλί για να πληρώσω την υπηρέτρια", ξεπούλησαν ολόκληρες ΔΕΚΟ ή μεγάλα πακέτα μετοχών κερδοφόρων και στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων (εισπράττοντας 1,1 τρισεκατομμύριο δραχμές μόνο το 1998) και δηλώνουν ότι θα συνεχίσουν την ίδια πολιτική το 1999, επιδιώκοντας, ματαίως, να δαμάσουν με τις εκποιήσεις το δημόσιο χρέος που καλπάζει στα ύψη και σφίγγει όλο και πιο πολύ τη θηλιά του γύρω από το λαιμό της ελληνικής οικονομίας.
Οι "σύγκλιση" στους δείκτες

Κανείς βέβαια δεν αμφισβητεί το γεγονός, ότι η ευλαβική συνέπεια με την οποία εφαρμόστηκε η υπερεξάχρονη πολιτική μονόπλευρης λιτότητας οδήγησε στη "σύγκλιση" κάποιων δεικτών της οικονομίας. Για παράδειγμα, μειώθηκαν ο πληθωρισμός, τα κρατικά ελλείμματα, τα επιτόκια. Οπως είναι επίσης αλήθεια, ότι λόγω της κερδοσκοπικής ασυδοσίας των τραπεζιτών και των μεγαλοεπιχειρηματιών, που έχουν το πάνω χέρι στη διαμόρφωση των τιμών και των επιτοκίων, ο πληθωρισμός και τα επιτόκια είναι πολύ πάνω από τους στόχους που έθεταν με τα προγράμματα "σύγκλισης".

Υπάρχουν όμως και ορισμένοι άλλοι δείκτες της οικονομίας - που σε μεγάλο βαθμό αποκαλύπτουν την πραγματική ουσία και το περιεχόμενο των προγραμμάτων "σύγκλισης" της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της ΟΝΕ - τους οποίους σκόπιμα αποσιωπά η κυβέρνηση. Εχουμε στο νου μας:

  • Την ανεργία.Ετσι, ενώ στην Ελλάδα ο αριθμός των ανέργων, ωςποσοστό του ενεργού πληθυσμού, αυξάνεται (κάθε χρόνο η στρατιά των ανέργων μεγαλώνει κατά αρκετές δεκάδες χιλιάδες), στην ΕΕ μειώνεται, με συνέπεια το ποσοστό των ανέργων στην Ελλάδα να... συγκλίνει με τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στην ΕΕ. Ετσι, φτάσαμε στο σημείο που το ποσοστό ανεργίας (το 1993 ήταν 9,5% στην Ελλάδα και 11,7% στην Ευρωπαϊκή Ενωση) να είναι σήμεραμεγαλύτερο από το μέσο όρο της ΕΕ των "15". Σήμερα το ποσοστό της ανεργίας στην Ελλάδα έχει ανέβει στο 10,3% ενώ στην ΕΕ έχει μειωθεί στο 9,9%!
  • Την επικίνδυνη αύξηση - με γοργούς ρυθμούς - των ελλειμμάτων του ισοζυγίου (εμπορικού και τρεχουσών συναλλαγών), τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Και ενώ στην ΕΕ των "15" το ισοζύγιο είναι πλεονασματικό και χρόνο με το χρόνο αυξάνεται, στην Ελλάδα το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ξεπέρασε το 3% ως ποσοστό του ΑΕΠ και χρόνο με το χρόνο αυξάνεται. Τα αυξανόμενα ελλείμματα του ισοζυγίου - εμπορικού και τρεχουσών συναλλαγών - κρούουν τον κώδωνα κινδύνου, για τις επικίνδυνες διαστάσεις που έχει πάρει η παραγωγική υποβάθμιση της χώρας (εργοστάσια κλείνουν, αγορές στο εξωτερικό που ήταν παραδοσιακές για εξαγωγές ελληνικών προϊόντων χάνονται, ενώ αντίθετα εντείνεται η εισαγωγική διείσδυση με τον εκτοπισμό ελληνικών προϊόντων από ξένα και στην ελληνική αγορά.

Με βάση τα παραπάνω είναι φανερό το εξής: Ακόμη κι αν η σημερινή κυβέρνηση καταφέρει να επιβάλει τη συνέχιση της πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας μέχρι και το 2000 και εξασφαλίσει την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ το 2001, αν δε διαμορφωθεί το απαιτούμενο μέτωπο αντίστασης και αγώνα για την ανατροπή των πολιτικών που χαράσσει το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, η όποια κυβέρνηση προκύψει μετά τις εκλογές (που θα γίνουν το 2000 ή και νωρίτερα), θα επιμείνει στην... "ανάγκη να συνεχιστεί η εφαρμογή μέτρων και πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας". Το επιχείρημα που θα προβάλουν, τότε, θα είναι παραλλαγή του σημερινού. Οτι, δηλαδή, "η λιτότητα είναι αναγκαία για να μη μας βγάλουν έξω από την ΟΝΕ"...

Λάμπρος ΤΟΚΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ