Τρίτη 17 Νοέμβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
Γυναίκες που ύμνησαν το Πολυτεχνείο

Νοέμβρης 1998. Είκοσι πέντε χρόνια μετά την 17η Νοέμβρη 1973. Εκείνη τη μέρα της "άκρας του τάφου σιωπής"... Κροτάλισμα θανάτου πάνω από τις στέγες... Σφίξιμο της καρδιάς... Τι συγκράτησε η συλλογική μνήμη από εκείνο το "Νοέμβρη";

Κάθε γενιά έχει τις Θερμοπύλες της, τους "Ελεύθερους Πολιορκημένους" της.

Πόσο δικαιώθηκαν τα οράματά τους, πόσοι από τους πρωταγωνιστές της εξέγερσης που επέζησαν ζουν με τα ιδανικά της εποχής εκείνης;

Πόσο - και πώς - ζει μέσα στις ψυχές των σημερινών νέων το Πολυτεχνείο;Διηγήματα και στίχοι, μυθιστορήματα και τραγούδια υπάρχουν για να κεντρίζουν τη συνείδησή μας και την ανάγκη συνέχισης του χρέους...

Ενα από αυτά είναι το μυθιστόρημα της Ελένης Βοϊσκου "Εφιάλτες και όνειρα" (χρόνια δικτατορίας, μέρες της Νομικής και του Πολυτεχνείου), που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες σε Β έκδοση από τη "Σύγχρονη Εποχή".

Δικτατορία. Ενας νέος και μια νέα που αγαπιούνται έχουν "χαθεί". Ξαφνικά η κοπέλα, η Φωτεινή, που είναι φοιτήτρια, βλέπει τον αγαπημένο της ανάμεσα στο πλήθος. Μια απροσδόκητη συνάντηση στο δρόμο, που κάνει την καρδιά της να σκιρτήσει. Εκείνος, μεταμφιεσμένος, αγνώριστος, προετοιμάζει μαζί με άλλους την εξέγερση του Πολυτεχνείου:

Μια απρόσμενη συνάντηση

"... Καλά, τα γένια. Μα ξανθός; Είναι ή δεν είναι ο Θανάσης; Γιατί, γιατί κοιτάζει καταγής; Τα μάτια. Τα μάτια. Να υψώσει το βλέμμα. Απ' τα μάτια... Πλησίασαν αντικριστά. Σήκωσε το κεφάλι. Την κοίταξε επίμονα. Εκείνη ένιωσε μια στιγμιαία ευχάριστη λιποψυχία. Είναι αυτό ευτυχία, μια στιγμή της στιγμής ανυπολόγιστου χρόνου; Ναι: ο Θανάσης. Ναι: η Φωτεινή. Ν' άνοιγα την αγκαλιά μου να την κλείσω μέσα, να κλάψω, να γελάσω. Ποτέ δεν είπαμε τίποτε γι' αυτό το αίσθημα. Τώρα τα λέμε όλα βουβά. Με γνώρισε, ακόμα και με βαμμένα μαλλιά και γένια. Το παλτό, τα ρούχα. Ισως με αναγνωρίσουν κι άλλοι. Ηταν ολότελα κοντά. Εκείνη πήγε να προσπεράσει. Της έπιασε το χέρι κρυφά. Το έσφιξε. "Ολα καλά" ψιθύρισε μέσα από τα ξανθά γένια. Χωρίστηκαν. Εκείνος τάχυνε το βήμα. Χώθηκε σε μια στοά. Ενιωθε μες την παλάμη του το χέρι της Φωτεινής. Η ανάμνηση της αφής είναι ρωμαλέα. Εκλεισε τα μάτια. Ισως να 'ταν καλύτερη η ζωή, να 'ταν πιο εύκολη δίχως έρωτα, που καμιά φορά σου δένει τα χέρια. Μα στην παλάμη του ήταν ακόμα το χέρι της Φωτεινής. Είχε οργανώσει την αποψινή παράνομη φοιτητική σύσκεψη. Δρόμοι επάλληλοι, και παράλληλοι, διασταυρώσεις και διακλαδώσεις. Ενας δαίδαλος, ένας λαβύρινθος, ένα ανεξερεύνητο ηφαίστειο η ζωή. Στην παλάμη του το χέρι ενός κοριτσιού, ένα ορισμένο χέρι. Της Φωτεινής. Οχι άλλο. Κι αυτό το γεγονός τάραζε όλη την ύπαρξή του. Αν μπορούσε να ήταν χωμένος, κρυμμένος κάπου, να 'βλεπε τη Φωτεινή στη σύσκεψη.

Κι εκείνη σταμάτησε κάτω από ένα περίπτερο. Εβαλε το χέρι στην τσέπη της. Στη φούχτα της ένιωσε μια ζεστασιά κι ένα μούδιασμα. Ανοιξε αργά τα δάχτυλα. Μια ζωντανή παρουσία, μια γλυκύτητα απλώθηκε σε όλο της το σώμα. Ενας αστραπιαίος ρεμβασμός πλημμύρισε τη σκέψη. Σαν μια σιγαλή ηχώ, το μήνυμα: Ολα καλά... Ολα καλά; Μια στιγμιαία συνάντηση. Τόσο λαχταριστή. Τόσο απροσδόκητη. Ενα σφίξιμο χεριού. Ενας απέραντος θεσπέσιος κόσμος. Δύο λέξεις, μια τόνωση, μια χαρά στην ατέλειωτη εφιαλτική νύχτα, ένας δρόμος που ξανοίγεται μπρος, ένα τρεμουλιαστό αστέρι που λάμπει πέρα στο τέρμα...".

Ενα πουλί μ' ανοιχτές φτερούγες...

Μέρες Πολυτεχνείου. Πανηγύρι του λαού και αγωνία...

"Ξημερώνει η Παρασκευή, η Μεγάλη Παρασκευή, 16 Νοεμβρίου 1973...

Οι αγρότες απ' τα Μέγαρα κατεβαίνουν. Ο τόπος τραντάζεται απ' τα τραγούδια. "Εδώ Πολυτεχνείο" βροντοφωνάζει ο πομπός. Πολλά μαγαζιά δεν έχουν πια ούτε τρανζίστορ. Τα πούλησαν όλα. Οσοι δε βρίσκουν, ζητούν να τους διορθώσουν τα παλιά. Οι μπαταρίες έχουν μεγάλη κατανάλωση. Αλλοι πάνε σε φιλικά σπίτια να ακούσουν "Πολυτεχνείο". Μερικοί ηχογραφούν την εκπομπή και το πανδαιμόνιο και τους πυροβολισμούς στο δρόμο. Στα πιο πολλά σπίτια, οι συσκευές τηλεόρασης έσβησαν. Αδεια μπαλκόνια και βεράντες. Κατεβασμένα ρολά, κλειστά παντζούρια, μισόφωτο και σκοτάδι. Μερικοί να ακούνε τις ίδιες και τις ίδιες λέξεις σαν να είναι καινούργιες, σαν να κρέμεται η ζωή τους από το σταθμό του Πολυτεχνείου, σαν να τον διατηρούν, να του παραστέκουν με την παρουσία τους. Αλλοι, σε μια πρωτοφανή υπερδιέγερση, να ζουν στους δρόμους στα περίχωρα του Πολυτεχνείου, μιας οχυρωμένης ανοχύρωτης πόλης. Ενας ποιητής θα γράψει αργότερα:

"Το κάστρο αυτό / δεν ήταν θεμελιωμένο και χτισμένο / με πέτρες και με σίδερα, / παρά με νιάτα. / Κι αντίς για πολεμίστρες, είχε ζεστές καρδιές που δε συνήθιζαν / στην τυραννία".

(από τη συλλογή "Μπρος στο Μέλλον" του Αντώνη Μάρταλη).

Η Φωτεινή είναι μες τα όλα. Να δίνεις τη μεγάλη μάχη ενάντια στην Τυραννία και εκατοντάδες μικρομάχες και διαμάχες με συμφοιτητές, που, πάνω στην τρέλα του ενθουσιασμού, προκαλούν κακό. Με προβοκάτορες - βαλτούς - που τρύπωσαν μες στο Πολυτεχνείο. Με διχασμένες γνώμες, αποφάσεις, με προσωπικές διαφορές και αδυναμίες...

...Ξημερώνει Σάββατο, Μεγάλο Σάββατο, κοντεύει 3 το πρωί

...Μακρόχρονη διάρκεια, το πολυμήχανο, σαδιστικό παρανοϊκό μένος. Και τα παιδιά, ξεπερνώντας πια το φόβο του θανάτου, τον πόνο της σκλαβωμένης σάρκας που σ' αλυσοδένει στη ζωή, περιμένουν αλύγιστα και ατρόμητα τη σύγκρουση με τις μηχανές του θανάτου, κάτω από το γαλαζόμαυρο αττικό ουρανό. Το αγεφύρωτο χάσμα, Στρατός - Λαός, δε γεφυρώνεται σ' αυτές τις λίγες ηλεκτρισμένες στιγμές. Οι άοπλοι είναι οι πιο θαρραλέοι. Κι ένα παιδί, ανεβασμένο σε μια κολόνα της Κεντρικής Πύλης, έχει ανοίξει τα χέρια κάτι να πει (ίσως κάτι να λέει) και το παίρνει το βόλι, και γέρνει και πέφτει, σαν με ανοιχτές φτερούγες μεγάλο πουλί. Μερικοί λένε πως πέθανε, άλλοι λένε πως ζει...

Η κόλαση πάνω στη γη...

...Οσοι πρόλαβαν, τραυματισμένοι και ατραυμάτιστοι, χτυπούν ξένες πόρτες και ιδιωτικές κλινικές ή γυρνούν στα σπίτια τους ή φεύγουν σε άλλη πόλη ή μπαίνουν στην παρανομία. Κι όσοι δεν πρόλαβαν, τσουβαλιάζονται σε κλούβες ή τους αποτελειώνουν επί τόπου. Αλλοι μεταφέρονται σε μεγάλα νοσοκομεία. Αστυνομία και ΕΣΑ (Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία) έχουν στήσει μπλόκο. Ορμούν ακόμα και στα χειρουργεία, τραβούν τους πληγωμένους έξω. Αλλους σκοτώνουν, άλλους παίρνουν μαζί τους.

Με τι τρέφεται αυτό το ακόρεστο μίσος των ανθρώπων που κάθε τόσο λεκιάζουν την ιστορία ενός έθνους;".

Πηγή έμπνευσης

Αφιερωμένο στους νέους του Πολυτεχνείου αλλά και στους πολέμιους και τα θύματα του κάθε φασισμού το ποιητικό ανθολόγιο "Ζάκυνθος και Πολυτεχνείο", που είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1983 με την επιμέλεια του Διονύση Σέρρα από τις εκδόσεις "Περίπλους". Η πρώτη έκδοση γρήγορα εξαντλήθηκε και ξανακυκλοφόρησε δεύτερη, όπου οι πρώτοι δέκα Ζακυνθινοί ποιητές του Πολυτεχνείου έχουν γίνει δεκατρείς. Είναι οι ακόλουθοι: Λούλα Βάλβη - Μυλωνά, Μαρί Γκούσκου, Νίκος Γρυπάρης, Διονύσιος Καλημέρης, Ιπποκράτης Καλογερόπουλος, Παναγιώτης Καποδίστριας, Τασία Καψάσκη - Φάρρου, Τάλμποτ Κεφαλινός, Ερση Λάγκε, Σπύρος Δ. Μαλαφούρης, Μάχη Μουζάκη, Διονύσης Σέρρας, Διονύσης Φλεμότομος.

"Η ποιητική Ζάκυνθος με το τιμητικό αυτό ανθολόγιο τιμά το αθάνατο Πολυτεχνείο, που η "δόξα του θα παραμείνει εις τον αιώνα", γράφει στην εισαγωγή του ο Γιώργος Βαλέτας. Θα παραμείνει σαν ορόσημο εθνικολαϊκής δημοκρατικής πάλης για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία. Θα παραμείνει σαν σταθμός μιας βασανιστικής Σισύφειας πορείας του ελληνικού λαού για την αποκατάσταση της εθνικής του ανεξαρτησίας, για την εξασφάλιση της δημοκρατικής ισονομίας και προπάντων για τη συντριβή και το αποφασιστικό ξερίζωμα της ξενοκίνητης πολιτικής, που από τη στιγμή που αποτίναξε τον τουρκικό ζυγό με τη γιγαντομαχία του Εικοσιένα, είτε με τους Βαυαρούς, είτε με το Παλάτι, είτε με τις ανοιχτές επεμβάσεις, στρατιωτικές και πολιτικές, ηθικές και οικονομικές, τους εκβιασμούς και τις πιέσεις, δεν έπαψε ούτε στιγμή να κλονίζει την εθνική ανεξαρτησία για την εξυπηρέτηση των μονοπωλιακών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, ενώ κρατούσε μέχρι χτες υποδουλωμένο τον ελληνικό λαό, με τελευταίο σταθμό την προώθηση στην εξουσία της τυχοδιωκτικής απριλιανής χούντας των συνταγματαρχών". Διαβάζουμε μερικούς χαρακτηριστικούς στίχους των Ζακυνθινών ποιητριών που ύμνησαν το Πολυτεχνείο:

Φυλάξου από το φόβο!

Και πρώτα το ποίημα της Λούλας Βάλβη - Μυλωνά "Ανα-γνωση ημερών" που γράφτηκε ταυτόχρονα με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

"...Μη με σκοτώσεις Σήμερα / Είμαι γυμνός / ένας μαθητής / άοπλος / Τίποτα περισσότερο.

Σήμερα μαστόροι / πρωτομάστορες / Σήμερα δουλεύει ο θάνατος / Παρασκευή - Σάββατο / Κυριακή / Σήμερα δουλεύει η Ελευθερία.

Η Πύλη φύλλα / και φτερά / - ο λαός στας θύρας - / Δε μεταδίδει σήμερα / Πάει το ρέμα στη σιωπή / το περιλάλητο ύδωρ / Βιάζουνε το κιγκλίδωμα / την ιερή δάφνη / Δε μεταδίδει άλλη χαρά.

Μόνο η νύχτα ακούγεται / Και τ' άρματα / Φυλάξου από το φόβο!".

Ακολουθεί (με αλφαβητική σειρά) το ποίημα της Μαρί Γκούσκου "Στη θύμηση των γιγάντων".

""Εδώ ελεύθεροι πολιορκημένοι" / Τρίζει η θύρα / άνοιξαν τα σίδερα / τις Αγιες φλέβες / Ημίθεοι τα στήθια νάματα / Βογκά η μούσα / τα φρούρια του τρόμου / ξερνούν φωτιά / Αδέλφι γαρύφαλλο / στο μέρος της καρδιάς... Η ντροπή του Κάιν σημαδεύει".

Ανάμεσα στις ύαινες

Συμβολικό το ελεγείο της Τασίας Καψάσκη - Φάρρου, παρουσιάζει τα νιάτα να ανεβαίνουν με τον ήλιο στα βουνά μέσα στους δράκοντες και τις ύαινες. Τίτλος του: "17 Νοέμβρη 1973".

"Σας περίμενα στα μαύρα / τα σκοτεινά χρόνια της σκλαβιάς / Αγόρια, κορίτσια, ψηλόκορμα / μορφές του Γκρέκο, σας ονειρευόμουνα / Ξύπνησα και σταθήκατε όλα μπροστά μου, / χιλιάδες από σας. / Πύρινες φωτιές βγαίναν από του καθενός το κεφάλι / Τα μάτια σας ήταν ωκεανός φουρτουνιασμένος / Γονάτισα και το στείρο κορμί μου αναγάλλιασε. /... Ακολούθησα από μακριά όσο βαστούσα / Φοβόμουνα μόνα να σας αφήσω / γιατ' ήξερα τους δράκοντες, τις ύαινες / κι όλα τ' ανήμερα θεριά / που θρέφονται από σάρκες ανθρώπινες / που κατοικούν εκεί στα δασωμένα μέρη. / Ετρεμε η αδύναμή μου η καρδιά / γιατί σημάδια αιμάτινα αγνάντευα τριγύρω /... Ούλη τη νύχτα θέριζαν τα νια βλαστάρια, ωιμέ. / Κι ένα μικρό, που τελευταίο / έφυγε από την αγκαλιά μου / το σύρανε αφ' τα χρυσά μαλλιά και σ' ένα σκοτεινό / κι απάνθρωπο, κλουβί το εστοίβαξαν / μ' άλλα κορμιά που μοιάζανε / σφαχτάρια απ' άλλο κόσμο".

"Με πόνο αγωνιούσε"

Τρία ελεγεία της Ερσης Λάγκε αφιερωμένα στο Πολυτεχνείο "Πολυτεχνείο 1", "Πολυτεχνείο 2", "Πολυτεχνείο 3". Τρόμος, αποσύνθεση, αγανάκτηση, η πτώση αλλά και η ανάταση, η άνοιξη της νέας ζωής:

"Γίναμε ένα τάγμα / Η αγανάκτηση / το πένθος / μας κυριάρχησαν / Αποδεκατισμένοι κυνηγιόμαστε / "Εχουμε απόλυτη ανάγκη ασθενοφόρων / κάνουμε έκκληση..." / Εξω και με εφημερίδες / κι οι νεκροί στα ψυγεία κρυμμένοι / αδήλωτοι / μουντζώνουν τον ουρανό. / Μας πρόδωσαν/ ... Επίμονα ένα πουλί τιτίβιζε / Το μικρό του κορμί / τανυζόταν / μ' όλη τη δύναμη / Σχεδόν με πόνο αγωνιούσε / "Ανοιξη άνοιξη άνοιξη / χαρείτε"".

"Αποκεφάλισαν τ' αηδόνια"

"Σε όσες μανάδες δε θα ξανακούσουνε τ' αηδόνι", τιτλοφορείται το ποίημα της Μάχης Μουζάκη. Διάλογος ποιητή - παρατηρητή και χορού. Οι ήρωες γίνονται "σταυραετοί" που ανασταίνονται και πετούν... "Η ελεγειακή σύνθεση της Μάχης Μουζάκη, με την ανάταση και τις μουσικές της αντιστοιχίες, θα μπορούσαμε, αναντίρρητα, να πούμε ότι είναι ό,τι ωραιότερο και υψηλότερο έχει εμπνεύσει στην ποίησή μας το ολοκαύτωμα του Πολυτεχνείου", γράφει ο Γιώργος Βαλέτας, και συνεχίζει: "Αξίζει να εκλαϊκευθεί με μελοποίησή της και εισαγωγή στα σχολεία". Ας την ακούσουμε:

"Ποιητής: Ολα ντύθηκαν θάνατο / Μη ρωτάς ποιος πυροβόλησε τις αχτίδες. / Πού πήγε το τραγούδι / του νερού και του χώματος / Σίδερο κροταλίζει / Σίδερο ανασαίνει / Σίδερο μας περνάει τη βέρα / του νερού και του χώματος / Μη ρωτάς / Τ' ασθενοφόρα εμένα κουβαλούν.

Χορός: Ογκος το δάκρυ / όγκος το σίδερο / Σε δυο στιγμές / εχώρισε η ζωή / Σε ποια ριπή / κόπηκε η ανάσα του γαρούφαλου; Σε ποια του μόσχου η αναπνοή;

Παρατηρητής: Εκεί / τα δάχτυλά του πίδακες / εκτόξευαν το φως / Εκεί / γυρεύω το αποτύπωμα / Στην Πύλη εκεί / τ' αποκεφάλισαν τα αηδόνια / Εκεί γυρεύω το αναστέναγμα / Στα κάγκελα το αίμα τους / Στου αγέρα τη φαρμακωμένη / αναπνοή, το αίμα τους / Στην μπόχα της στολής / το αίμα τους.Χορός: Ακόμα δεν ασήμωσε / το χνούδι σας δροσιά / φωτιά σας κυνηγάει / εράγισε το φως μας / Ποιος σας καρφώνει τα φτερά; / Ακόμα γάλα είναι το κόκκαλο.

Χορός: Σε γάζες τα πηγαίνουνε... / Σε γάζες / Δεν έχω αθάνατο νερό / Εδώ βογκάει η Ελλάδα.

- Τι άχρηστος που είναι ο ποιητής - /

Μαρίες ελάτε, ελάτε μυροφόρες / πικροματούσα Παναγιά / Σε γάζες τα πηγαίνουνε... /

Σε γάζες... / Τα φιλντισένια φέρτε φέρετρα / να φέγγει η φλέβα της καρδιάς /

Ελάτε. / Σταυραητοί γινήκανε, σταυραητοί / μην κλαίτε /

17 του Νοέμβρη 1973, ώρα 8 το βράδυ".

Επιμέλεια

Αλίκη ΞΕΝΟΥ - ΒΕΝΑΡΔΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ