Ιδιαίτερα, θυμάμαι μια σκηνή.
Περπατούσα με την Εσθερ στο πεζοδρόμιο της Δεύτερης Λεωφόρου στο Μανχάταν. Μου διηγόταν την ιστορία κάποιας δασκάλας, το μικρό της όνομα ήταν Κύρα, που ζούσε σ' ένα νησί. Την είχε γνωρίσει, σ' ένα της ταξίδι, την είχε βρει πολύ έξυπνη, πολύ μορφωμένη, πολύ γλυκιά.
Τώρα είχε μάθει πως βρισκόταν εξορία σ' ένα άλλο νησί.
Στην Ελλάδα, κυβερνούσε πραξικοπηματικά η χούντα των συνταγματαρχών. Η Εσθερ με ρώτησε, αν υπήρχε διαφορά ανάμεσα στο ένα νησί και το άλλο.
Αν ήμουν στην Ελλάδα, πρόσθεσα, ίσως κι εγώ να βρισκόμουν στο ίδιο νησί ή κάποιο άλλο.
Η φίλη μου κοντοστάθηκε, γύρισε και με κοίταξε μ' ένα τρομαγμένο βλέμμα εντελώς κατά πρόσωπο και με ρώτησε τρομαγμένη:
- Are you red? (Κόκκινη είσαι;)
Τη ρώτησα πώς νόμιζε, τι εικόνα είχε για τους κόκκινους. Κάποιοι αγριάνθρωποι με κυνόδοντες, που έβγαιναν από το κάτω χείλος του στόματός τους κι έφταναν στο σαγόνι;
Η ευγενική μου φίλη με παρηγόρησε πως, ό,τι κι αν ήμουν, εμείς θα ήμασταν πάντα φίλες και με ρώτησε, αν μπορούσε να το πει στους γονείς της και το boy friend της (το φίλο της).
Πώς μπορούσα να έχω αντίρρηση;
Γι' αυτήν έφτανε ο αντιφασιστικός όρος. Το Ολοκαύτωμα το θεωρούσε μόνο σαν μια ρατσιστική ιδεοληψία της ναζιστικής Γερμανίας. Αφηνε απέξω την πολιτική διάσταση.
Δεν είχε κανένα πολιτικό υπόβαθρο, ούτε θεωρητικό, ούτε από αντικειμενικές συνθήκες. Οχι επειδή ήταν Αμερικανίδα, απλώς έτυχε.
Αυτό που με βασανίζει, είναι για πόσους ανθρώπους η πολιτική τοποθέτηση είναι ένα είδος κληρονομιάς ή μιας προκατάληψης, από την οποία δεν μπορούν συντηρητικά ν' απαλλαγούν.
Παρακολουθώ τους λαϊκούς αγώνες, τις διαδηλώσεις των μαθητών - σπουδαστών- φοιτητών - εκπαιδευτικών, τα αιτήματα του ιατρικού κλάδου, και των νοσοκομειακών, τις κινητοποιήσεις των αγροτών, των συνταξιούχων και άλλων τάξεων και στρωμάτων που συναπαρτίζουν την κοινωνία μας και αναρωτιέμαι:
Ποιο αίτημα δεν είναι για το συμφέρον τους; Λογικά. Χωρίς καμιά ιδεολογική προκατάληψη.
Δεν άκουσα ποτέ κανέναν από τη μαθητική κοινότητα να πει: Εμένα δε με νοιάζει που σπουδάζω σε σχολείο χωρίς θέρμανση, ενώ ξέρω ότι μετά τις σπουδές μου θα είμαι άνεργος. Ούτε κανένα γιατρό να λέει, καλά είναι τα νοσοκομεία, καλές είναι οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες γιατρεύουμε τους ασθενείς, καλή είναι η αμοιβή μου, το κύρος μου, ρωτήστε και το προσωπικό του νοσοκομείου. Ούτε κανένας αγρότης βγήκε στην τηλεόραση να πει, τι άλλο θέλουμε, εμείς τα έχουμε όλα. Και, βέβαια, οι συνταξιούχοι ποτέ δεν είπαν παίρνουμε τόσα λεφτά, που δεν ξέρουμε τι να τα κάνουμε. Πολύ περισσότερο, δε δήλωσε κανένας ότι δεν του χρειάζεται η κοινωνική ασφάλιση.
Πραγματικά, δεν ειρωνεύομαι. Προσπαθώ ν' ανακαλύψω πού βρίσκεται η πολιτική προκατάληψη.
Επειδή πολλές φορές λέγεται πως είμαστε φίλοι και οπαδοί από συναισθηματικούς λόγους, προσπάθησα να συγκεντρώσω όλη μου τη λογική, ν' απεκδυθώ κάθε συναισθηματισμού, και να είμαι όσο αντικειμενική είναι δυνατό, γιατί επιστημονικά κανένας δεν μπορεί εύκολα ν' απαλλαγεί πλήρως του υποκειμενισμού του.
Εντελώς ειλικρινά, χωρίς καμιά ιδεολογική και πολιτική προκατάληψη από μέρους μου, δεν μπόρεσα να βρω ένα σημείο, στο οποίο θα μπορούσα να έχω και την ασθενέστερη αντίθεση.
Επομένως, η θέση των άλλων στις τοποθετήσεις και αναλύσεις του ΚΚΕ απέναντι στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα είναι θέμα μόνο πολιτικής προκατάληψης;
Ιωάννα ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ