Τρίτη 16 Φλεβάρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

"Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες"

Μπορεί να μην ανήκαν στη χορεία των μεγάλων ποιητών του κωμικού είδους. Σίγουρα, όμως, υπήρξαν άξιοι μάστορες της ελληνικής, μεταπολεμικής ηθογραφικής κωμωδίας, αλλά και της φαρσοκωμωδίας - ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος - οι οποίοι συνυπογράψανε αρκετές κωμωδίες και ως συγγραφικό δίδυμο. Πολυγραφότατος ευθυμογράφος εφημερίδων, ο Σακελλάριος κυρίως, με τις αποκλειστικά δικές του κωμωδίες, αλλά και σε κωμωδίες που συνυπέγραψε με τον Γιαννακόπουλο, αποτύπωσε σημαντικές και χαρακτηριστικές πτυχές της μεταπολεμικής Ελλάδας. "Οπλα" του το σπιρτώδες χιούμορ του, η μυθοπλαστική ευστροφία και ευρηματικότητά του, η σαρκαστική παρατηρητικότητά του γύρω από το μεταπολεμικό βίο, τα ήθη, τις παλιές και νέες συνήθειες των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων που εγκατέλειψαν τη γενέθλια γη τους και σωρηδόν "μετανάστευσαν" στην Αθήνα. Αλλοι για να καταφέρουν να επιζήσουν με μια δουλίτσα, άλλοι για να γλιτώσουν από το "κόμπλεξ" του χωριάτη και να γίνουν "πρωτευουσιάνοι" κι άλλοι για την - πάση θυσία και επί πτωμάτων κοινωνική και οικονομική αναρρίχησή τους. Κωμωδίες που αποδείχτηκαν "χρυσωρυχείο" για το εμπορικό θέατρο και κινηματογράφο, αφενός χάριζαν χορταστικά το γέλιο στο κοινό με τις αναμφισβήτητες δραματουργικές αρετές τους (ευρηματική πλοκή, καλοχτισμένοι χαρακτήρες, κωμικότατες καταστάσεις, άμεση λαϊκή γλώσσα, σατιρικό χιούμορ) και αφετέρου με την αβαθή (μη κριτική από κοινωνικοπολιτική άποψη) θεματολογία και μυθοπλασία τους, κάθε άλλο παρά... ενοχλούσαν τους κρατούντες και έθιγαν το κοινωνικό σύστημα, αν δεν το υπηρετούσαν κιόλας.

Μια από τις "κλασικές" κωμωδίες - ηθογραφική αλλά και με πολλά φαρσικά στοιχεία στην πλοκή της - των Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου είναι και οι "Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες", που ανέβασε η Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Το συγγραφικό δίδυμο εμπνεύστηκε την κωμωδία αυτή από την παράλογη, φονική, ιδιαίτερα έντονη σε ορισμένες περιοχές της ελληνικής υπαίθρου, "παράδοση". Την "παράδοση" μιας κληροδοτούμενης από γενιά σε γενιά παλιάς βεντέτας, που ξεκίνησε κάποτε με σοβαρή ή και ασήμαντη αφορμή μεταξύ κάποιων οικογενειών του ίδιου τόπου και που τηρούμενη πιστοποιούσε την "περηφάνια" και "λεβεντιά" ή μη κάθε μιας από τις αντιμαχόμενες οικογένειες. Οι δυο κωμωδιογράφοι χρησιμοποιώντας σαν "πυρήνα" του έργου τους μια οικογενειακή, από τον περασμένο αιώνα, οικογενειακή βεντέτα, βρήκαν την ευκαιρία και να σατιρίσουν το παράλογο της διαιώνισης μιας άνευ λόγου βεντέτας, αλλά και να πλάσουν δυο κωμικότατους - εντελώς ακατάλληλους για τη συνέχιση της βεντέτας - χαρακτήρες. Δυο απογόνους των αντιμαχόμενων κάποτε οικογενειών, δυο αγαθά, χωρίς αίσθημα μίσους, ανθρωπάκια, που φοβούνται ακόμα και τη σκιά τους και το μόνο που θέλουν είναι να ζήσουν και να γευτούν τις απλές χαρές της ζωής. Ο ένας, ο Στέλιος, στο ραφτάδικό του στην Αθήνα και ο άλλος, ο Θωμάς, στο χωριό του. Τόσο όμοια φοβητσιάρηδες είναι, τόσο όμοια αφελείς είναι, που όταν (χάρη στη φαρσική πλοκή) σμίγουν άγνωστοι μεταξύ τους κι ο φόβος τους από τον "εχθρό" τους ενώνει, έως να αναγνωριστούν και ο φόβος να τους αδελφώσει οριστικά, συνιστούν ένα οργιαστικά κωμικό δίδυμο, και ένα εκπληκτικό κωμικό εύρημα, γύρω από το οποίο αναπτύσσονται διάφορα γραφικά πρόσωπα του κοινωνικού μεταπολεμικού αστικού "τοπίου" και κωμικές καταστάσεις.

Το έργο ανέλαβε ο ταλαντούχος, με αίσθηση του κωμικού, του χιούμορ, της σάτιρας, αλλά ακόμα όχι πολύ εξοικειωμένος με τη νατουραλιστική φύση της ελληνικής ηθογραφικής κωμωδίας Κώστας Τσιάνος.Η γενικά εύφορη παράστασή του - χάρη και στο λιτά ρεαλιστικό (όμορφο και το ζωγραφικό οικιστικό φόντο) σκηνικό και τα εύστοχα κοστούμια εποχής της Ρένας Γεωργιάδου,την αρμόζουσα μουσική επένδυση του Ιάκωβου Δρόσου - διαθέτει χιούμορ, νεύρο, ρυθμό. Προσφέρει γέλιο αλλά, επιτρέποντας στις ερμηνείες των ηθοποιών ορισμένες γκροτέσκες σχηματικότητες και φολκλορικής "γραφικότητας" υπογραμμίσεις ρέπει περισσότερο προς τη σάτιρα, αφαιρεί κάπως τη λαϊκή αμεσότητα, τη φυσικότητα και απλότητα, την αφέλεια του νατουραλιστικού ηθογραφικού χαρακτήρα του έργου.

Ο Πέτρος Φιλιππίδης είναι ένας πηγαίος, πληθωρικός, εύστροφος σκηνικά κωμικός. Μια σπάνια στόφα, που όταν σκηνοθετικά καθοδηγείται σωστά, όταν απαρνείται τις τετριμμένες τηλεοπτικές ευκολίες του και "παρθενικά" παραδίνεται στο ερμηνευτικό ψάξιμο ενός ρόλου, μπορεί να θαυματουργήσει. Στον Στέλιο (άλλοτε γκροτέσκος, άλλοτε, φαρσικός, άλλοτε, νατουραλιστικός) απέδειξε τα χαρίσματά του, αλλά δε θαυματούργησε. Κωμικό ένστικτο έχει και ο Γιώργος Γαλίτης,αλλά "μύριζε" και ολίγον "από τηλεόραση". Ο Θόδωρος Κατσαφάδος παραλίγο να πετύχει μια πολύ καλή εκδοχή του Δελαπατρίδη. Οι άξιοι Γιώργος Λέφας, Τρύφων Παπουτσής, Μαρία Κωνσταντάρου, Αθηνόδωρος Προύσαλης, Δημήτρης Ζακυνθινός υπηρέτησαν δημιουργικά τη σκηνοθετική "ανάγνωση". Θετικοί υποκριτικά και οι Αγγελική Γκιργκινούδη, Ρέα Φορτούνα, Βαλέρια Κουρούπη, Χριστίνα Γκιζελή, Γιάννης Στόλλας.

ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ