Κατά 3,2% αυξήθηκε ο όγκος της βιομηχανικής παραγωγής το 1998 σε σχέση με το 1997. Ομως μία προσεκτικότερη παρατήρηση των στοιχείων της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας για την εξέλιξη των επιμέρους βιομηχανικών κλάδων, αναδεικνύει το μέγεθος των σοβαρών προβλημάτων της μεταποιητικής παραγωγής. Ο γενικός δείκτης που μετράει τον όγκο της παραγωγής των 20 συνολικά μεταποιητικών κλάδων, είναι μόλις 5,1 μονάδες υψηλότερος από τα επίπεδα βάσης του 1980... Από το 100 που ήταν το 1980, στο τέλος του 1998 ανήλθε στο 105,1. Σε 19, δηλαδή, χρόνια υπήρξε μία ετήσια μεσοσταθμική αύξηση ίση με 0,26 εκατοστά της μονάδας. Η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 3,2% το 1998, οφείλεται κατά κύριο λόγο:
Τα πενιχρότατα αυτά αποτελέσματα είναι ευθέως αντίστροφα από τη γενναία πριμοδότηση των βιομηχανικών επενδύσεων από τα κρατικά ταμεία, αλλά και την εντυπωσιακή κερδοφορία που παρουσιάζει η βιομηχανία σαν σύνολο καθ' όλη τη διάρκεια του 1990. Μονό την τριετία 1995 - 1997, μέσω των αναπτυξιακών νόμων για βιομηχανικές ιδιωτικές επενδύσεις, το κράτος προσέφερε "ζεστό" χρήμα 580 δισ. δραχμών, το οποίο καρπώθηκαν οι επιχειρηματίες - οι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις εισπράττουν την πολύ μεγάλη μερίδα των κρατικών επιχορηγήσεων - των οποίων εγκρίθηκαν τα επενδυτικά σχέδια. Και μέχρι σήμερα τα εκατοντάδες αυτά δισ. δε συμβαδίζουν με τη μεγέθυνση της βιομηχανικής παραγωγής, η οποία συνεχίζει να κινείται σε οριακά επίπεδα.
Και το 1998, η βιομηχανία συνέχισε να παρουσιάζει δύο αντίθετες πλευρές. Οι 10 από τους 20 συνολικά κλάδους (διατροφής, των ποτών, του καπνού, του χάρτου, των προϊόντων από ελαστική και πλαστική ύλη, των χημικών προϊόντων, των παραγωγών πετρελαίου και άνθρακα, των ηλεκτρικών μηχανών κλπ.), παρουσιάζουν μία δυναμική πορεία, ενώ αντίθετα, οι υπόλοιποι 10 κλάδοι, στους οποίους περιλαμβάνονται οι παραδοσιακές βιομηχανίες της χώρας (υφαντικών ειδών, ειδών υπόδησης ενδυμασίας, ξύλου - φελλού, επίπλων, εκτυπώσεων & εκδόσεων, δέρματος, κατασκευής τελικών προϊόντων μετάλλου, μεταφορικών μέσων και τέλος του κλάδου των διαφόρων βιομηχανιών), παρουσιάζουν μία συνεχή τάση παραγωγικής συρρίκνωσης, καθώς οι επιδόσεις τους βρίσκονται αρκετά χαμηλότερα από τα επίπεδα του 1980.