Τετάρτη 9 Ιούνη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 48
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Ποιος ευθύνεται για τα επικίνδυνα τρόφιμα;

Το τελευταίο διάστημα πυκνώνουν τα φαινόμενα διοχέτευσης στην ελληνική αγορά, αλλά και στη διεθνή, προϊόντων κύρια ζωικής προέλευσης, που κάθε άλλο παρά κατάλληλα για κατανάλωση αποδεικνύονται. Λόγος γίνεται για τα τωρινά φαινόμενα με τις διοξίνες, σχετικά παλιότερα για τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών, άλλοτε πάλι για σαλμονέλες στα πουλερικά και για λιστέριες στα τυροκομικά κ.ο.κ.

Φυσικό είναι όταν ανακύπτουν τέτοια φαινόμενα να βλέπουν αμέσως το φως της δημοσιότητας και να προκαλούν το ανάλογο ενδιαφέρον, αφού άπτονται ενός τόσο σοβαρού ζητήματος, όπως είναι η δημόσια υγεία. Κοντολογίς, όλα αυτά συνοδεύονται με κινητοποίηση των κυβερνητικών παραγόντων, με δηλώσεις και όρκους πίστης στην ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας, με έκτακτα μέτρα κλπ. Κάποια στιγμή, βέβαια, το πρόβλημα αντιμετωπίζεται(;;;) πυροσβεστικά, η κοινή γνώμη ησυχάζει, οι κυβερνητικοί παράγοντες επιστρέφουν στα... συνήθη καθήκοντα κι όλα αυτά μέχρι να δημιουργηθεί το επόμενο περιστατικό και πάει λέγοντας.

Τι συμβαίνει, όμως, με όλα αυτά τα φαινόμενα; Είναι μόνο αυτά τα προβλήματα που δημοσιεύονται και μάλιστα με θορυβώδη τρόπο ή υπάρχουν κι άλλα που, αν δεν αποσιωπώνται, τουλάχιστον δεν αναφέρονται; Κατά πόσο είναι ειλικρινές το κυβερνητικό ενδιαφέρον για τη δημόσια υγεία και μέχρι πού εξαντλείται; Τι μπορεί και πρέπει να γίνει, για να σταματήσει η ύπαρξη τέτοιων προβλημάτων και να είναι ήσυχος πλέον ο καταναλωτής για τα προϊόντα της διατροφής του;

Για απάντηση στα παραπάνω, το πρώτο πράγμα που πρέπει να εξετάσει κανείς είναι ο βαθμός αυτάρκειας της ελληνικής αγοράς σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης. Ο πίνακας που ακολουθεί δίνει μια πρώτη εικόνα:

Απ' τα στοιχεία αυτά φαίνεται καθαρά ότι για την κάλυψη των αναγκών σε προϊόντα ζωικής προέλευσης, η χώρα μας μέσα στα χρόνια που μεσολάβησαν απ' την ένταξή της μέχρι τις μέρες μας, στην τότε ΕΟΚ - σήμερα ΕΕ - ολοένα και περισσότερο εξαρτάται απ' τις αναπτυγμένες κτηνοτροφικά χώρες - μέλη της, χώρια τις τρίτες χώρες. Μια λεπτομερέστερη αναφορά στα στοιχεία, θα έδειχνε μάλιστα ότι οι ρυθμοί αυτής της εξάρτησης γίνονται χρόνο με το χρόνο και πιο ραγδαίοι. Δηλαδή, με άλλα λόγια, ο ελληνικός λαός για να τρέφεται πρέπει να καταναλώνει σε μεγάλο βαθμό προϊόντα που δεν παράγονται στην Ελλάδα και ο καθένας καταλαβαίνει βέβαια τι είδους εγγυήσεις παρέχονται στα προϊόντα αυτά απ' τις πολυεθνικές επιχειρήσεις παραγωγής, επεξεργασίας, διακίνησης και διάθεσης τέτοιων τροφίμων. Ολα αυτά, χωρίς να γίνει λόγος στο σημείωμα αυτό, τι κοστίζει αυτή η εξάρτηση.

Από δω, λοιπόν, προκύπτουν οι πρώτες τεράστιες ευθύνες όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων, που δεν ενδιαφέρθηκαν να αναπτύξουν μια πολιτική παραγωγής τροφίμων ζωικής προέλευσης στην Ελλάδα.Αντίθετα, αποδέχονται και προωθούν τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τη λογική του περιορισμού και της συρρίκνωσης, των ποσοστώσεων και των προστίμων συνυπευθυνότητας, πανηγυρίζοντας μάλιστα γι' αυτό! Ετσι έγινε πρόσφατα π. χ. με το νέο κανονισμό για το γάλα, όπου η ποσόστωση της χώρας μας αυξάνεται κατά 70.000 τόνους, για να φτάσει κοντά στους 700.000 τόνους, τη στιγμή που η Ολλανδία έχει ποσόστωση 11.000.000 τόνους.

Δεν είναι, όμως, μόνο στο ζήτημα της εθνικής πολιτικής παραγωγής τροφίμων ζωικής προέλευσης το πρόβλημα. Είναι και η αναγκαιότητα ύπαρξης στη χώρα κατάλληλων μηχανισμών ελέγχου και η οργάνωσή τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει αποτελεσματικότητα στη διασφάλιση της υγιεινής κατάστασής τους. Αν μέχρι το 1993, υπήρχε η νομική δυνατότητα της χώρας να πραγματοποιεί τους ελέγχους στα συνοριακά σημεία (που κι αυτοί κάθε άλλο παρά 100% διασφάλιζαν), με την ολοκλήρωση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς αυτό απαγορεύτηκε και το μόνο επιτρεπτό είναι να διεξάγονται έλεγχοι στους τόπους προορισμού. Ομως είναι άλλο πράγμα να μπορεί μια υπηρεσία να πραγματοποιεί τους ελέγχους σε λίγα συνοριακά σημεία κι άλλο να προσπαθεί να βρει και να ελέγξει χιλιάδες παραλήπτες μικρότερων ή μεγαλύτερων ποσοτήτων τροφίμων(βιομηχανίες, βιοτεχνίες, αλλαντοποιεία, ψυγεία, εργαστήρια τεμαχισμού κλπ.). Ποιο είναι το συμπέρασμα; Οτι η περιβόητη ενιαία εσωτερική αγορά δεν είναι τίποτα περισσότερο από την έκφραση της νομικά κατοχυρωμένης ασυδοσίας στην ελεύθερη διακίνηση προϊόντων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Αλλά ιδιαίτερα γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, θα περίμενε κανείς οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις να φρόντιζαν να είχαν εξασφαλισμένους τουλάχιστον τους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Ομως κι εδώ το ενδιαφέρον τους αποδείχτηκε κάλπικο κι ας λένε σήμερα ότι κόπτονται για τη δημόσια υγεία. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσει κανείς αυτό το ενδιαφέρον, όταν π. χ. οι κτηνιατρικές υπηρεσίες της χώρας, με μεγάλο αντικείμενο στον υγειονομικό έλεγχο τροφίμων ζωικής προέλευσης, είναι στελεχωμένες σήμερα με πάνω από το 40% των οργανικών θέσεων κενό; Και μάλιστα οργανικές θέσεις που ανταποκρίνονταν όχι στις ανάγκες της ενιαίας εσωτερικής αγοράς αλλά πριν απ' αυτήν; Πώς συμβαδίζει αυτό το δήθεν ενδιαφέρον για τη δημόσια υγεία, με τις προθέσεις διάλυσης της Γενικής Διεύθυνσης Κτηνιατρικής του υπουργείου Γεωργίας και την υποβάθμισή της σε επίπεδο Διεύθυνσης; Δείχνει ή όχι αυτή η πολιτική συρρίκνωσης, που ομολογείται άλλωστε από κυβερνητικά χείλη, την εγκατάλειψη και αδιαφορία για τη δημόσια υγεία;

Η κυβέρνηση σ' αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί ήδη να δώσει "απάντηση". Ετοιμάζεται, και μάλιστα με πομπώδη τρόπο, να προχωρήσει στη δημιουργία του λεγόμενου Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων. Ετσι τιτλοφορούνται σχετικά νομοσχέδια που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, που απ' την ιστορία και το πήγαινε - έλα τους ανάμεσα στους υπουργούς, προδίδουν όχι το κυβερνητικό ενδιαφέρον για τη δημόσια υγεία, αλλά μάλλον τα ενδιαφέροντα σημερινών και μη υπουργών, για συγκέντρωση αρμοδιοτήτων και επίδειξη... έργου επωφελούς για τη δική τους εικόνα στο κοινωνικό σύνολο. Να περιοριστεί εδώ να πει κανείς ότι ο υπό ίδρυση φορέας κάθε άλλο παρά ενιαίος προβλέπεται, επειδή οι έλεγχοι στην πρωτογενή παραγωγή δε θα διεξάγονται απ' τον ίδιο. Ετσι όμως, όταν δε διασφαλίζεται ο ενιαίος χαρακτήρας των ελέγχων, τα τρόφιμα δε θα φτάνουν κάτω από αδιάλειπτο έλεγχο "απ' το χωράφι και το στάβλο στο τραπέζι του καταναλωτή", οδηγώντας σε μια πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία άλλος φορέας θα τα ελέγχει όταν βρίσκονται σε επίπεδο παραγωγής κι άλλος όταν φύγουν για επεξεργασία, διακίνηση κλπ.

Τι μπορεί, όμως, και τι πρέπει να γίνει για το μεγάλο θέμα των τροφίμων ζωικής προέλευσης και όχι μόνο; Οσα αναφέρθηκαν δείχνουν ότι ο χαρακτήρας του ζητήματος παραγωγής τροφίμων είναι κατ' αρχήν πολιτικός και πρέπει να αποτελεί πάγιο αίτημα όχι μόνο των άμεσα, όπως από πρώτη ματιά φαίνεται, ενδιαφερομένων αγροτών της χώρας, αλλά όλου του λαϊκού κινήματος και των καταναλωτικών φορέων. Χρειάζεται όλοι αυτοί να σταθούν στο πλευρό των αγροτών, διεκδικώντας μαζί τους την εφαρμογή μιας διαφορετικής αγροτικής πολιτικής, που θα συγκρούεται με τις λογικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης και θα αναπτύσσει, αντί να συρρικνώνει, αυτόν τον στρατηγικής σημασίας τομέα.

Παναγιώτης ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ενωσης Κτηνιάτρων Δημοσίων Υπαλλήλων

Ο ελληνικός λαός, για να τρέφεται, πρέπει να καταναλώνει σε μεγάλο βαθμό προϊόντα που δεν παράγονται στην Ελλάδα και ο καθένας καταλαβαίνει, βέβαια, τι είδους εγγυήσεις παρέχονται στα προϊόντα αυτά απ' τις πολυεθνικές επιχειρήσεις παραγωγής, επεξεργασίας, διακίνησης και διάθεσης τέτοιων τροφίμων


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ