Φυσικό είναι όταν ανακύπτουν τέτοια φαινόμενα να βλέπουν αμέσως το φως της δημοσιότητας και να προκαλούν το ανάλογο ενδιαφέρον, αφού άπτονται ενός τόσο σοβαρού ζητήματος, όπως είναι η δημόσια υγεία. Κοντολογίς, όλα αυτά συνοδεύονται με κινητοποίηση των κυβερνητικών παραγόντων, με δηλώσεις και όρκους πίστης στην ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας, με έκτακτα μέτρα κλπ. Κάποια στιγμή, βέβαια, το πρόβλημα αντιμετωπίζεται(;;;) πυροσβεστικά, η κοινή γνώμη ησυχάζει, οι κυβερνητικοί παράγοντες επιστρέφουν στα... συνήθη καθήκοντα κι όλα αυτά μέχρι να δημιουργηθεί το επόμενο περιστατικό και πάει λέγοντας.
Τι συμβαίνει, όμως, με όλα αυτά τα φαινόμενα; Είναι μόνο αυτά τα προβλήματα που δημοσιεύονται και μάλιστα με θορυβώδη τρόπο ή υπάρχουν κι άλλα που, αν δεν αποσιωπώνται, τουλάχιστον δεν αναφέρονται; Κατά πόσο είναι ειλικρινές το κυβερνητικό ενδιαφέρον για τη δημόσια υγεία και μέχρι πού εξαντλείται; Τι μπορεί και πρέπει να γίνει, για να σταματήσει η ύπαρξη τέτοιων προβλημάτων και να είναι ήσυχος πλέον ο καταναλωτής για τα προϊόντα της διατροφής του;
Για απάντηση στα παραπάνω, το πρώτο πράγμα που πρέπει να εξετάσει κανείς είναι ο βαθμός αυτάρκειας της ελληνικής αγοράς σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης. Ο πίνακας που ακολουθεί δίνει μια πρώτη εικόνα:
Από δω, λοιπόν, προκύπτουν οι πρώτες τεράστιες ευθύνες όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων, που δεν ενδιαφέρθηκαν να αναπτύξουν μια πολιτική παραγωγής τροφίμων ζωικής προέλευσης στην Ελλάδα.Αντίθετα, αποδέχονται και προωθούν τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τη λογική του περιορισμού και της συρρίκνωσης, των ποσοστώσεων και των προστίμων συνυπευθυνότητας, πανηγυρίζοντας μάλιστα γι' αυτό! Ετσι έγινε πρόσφατα π. χ. με το νέο κανονισμό για το γάλα, όπου η ποσόστωση της χώρας μας αυξάνεται κατά 70.000 τόνους, για να φτάσει κοντά στους 700.000 τόνους, τη στιγμή που η Ολλανδία έχει ποσόστωση 11.000.000 τόνους.
Αλλά ιδιαίτερα γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, θα περίμενε κανείς οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις να φρόντιζαν να είχαν εξασφαλισμένους τουλάχιστον τους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Ομως κι εδώ το ενδιαφέρον τους αποδείχτηκε κάλπικο κι ας λένε σήμερα ότι κόπτονται για τη δημόσια υγεία. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσει κανείς αυτό το ενδιαφέρον, όταν π. χ. οι κτηνιατρικές υπηρεσίες της χώρας, με μεγάλο αντικείμενο στον υγειονομικό έλεγχο τροφίμων ζωικής προέλευσης, είναι στελεχωμένες σήμερα με πάνω από το 40% των οργανικών θέσεων κενό; Και μάλιστα οργανικές θέσεις που ανταποκρίνονταν όχι στις ανάγκες της ενιαίας εσωτερικής αγοράς αλλά πριν απ' αυτήν; Πώς συμβαδίζει αυτό το δήθεν ενδιαφέρον για τη δημόσια υγεία, με τις προθέσεις διάλυσης της Γενικής Διεύθυνσης Κτηνιατρικής του υπουργείου Γεωργίας και την υποβάθμισή της σε επίπεδο Διεύθυνσης; Δείχνει ή όχι αυτή η πολιτική συρρίκνωσης, που ομολογείται άλλωστε από κυβερνητικά χείλη, την εγκατάλειψη και αδιαφορία για τη δημόσια υγεία;
Τι μπορεί, όμως, και τι πρέπει να γίνει για το μεγάλο θέμα των τροφίμων ζωικής προέλευσης και όχι μόνο; Οσα αναφέρθηκαν δείχνουν ότι ο χαρακτήρας του ζητήματος παραγωγής τροφίμων είναι κατ' αρχήν πολιτικός και πρέπει να αποτελεί πάγιο αίτημα όχι μόνο των άμεσα, όπως από πρώτη ματιά φαίνεται, ενδιαφερομένων αγροτών της χώρας, αλλά όλου του λαϊκού κινήματος και των καταναλωτικών φορέων. Χρειάζεται όλοι αυτοί να σταθούν στο πλευρό των αγροτών, διεκδικώντας μαζί τους την εφαρμογή μιας διαφορετικής αγροτικής πολιτικής, που θα συγκρούεται με τις λογικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης και θα αναπτύσσει, αντί να συρρικνώνει, αυτόν τον στρατηγικής σημασίας τομέα.
Παναγιώτης ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ενωσης Κτηνιάτρων Δημοσίων Υπαλλήλων
Ο ελληνικός λαός, για να τρέφεται, πρέπει να καταναλώνει σε μεγάλο βαθμό προϊόντα που δεν παράγονται στην Ελλάδα και ο καθένας καταλαβαίνει, βέβαια, τι είδους εγγυήσεις παρέχονται στα προϊόντα αυτά απ' τις πολυεθνικές επιχειρήσεις παραγωγής, επεξεργασίας, διακίνησης και διάθεσης τέτοιων τροφίμων