Κυριακή 1 Αυγούστου 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 23
ΜΙΑ ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι μαυρομάτες του Κοσμά...

Πριν λίγες μέρες γιορτάστηκε στον Κοσμά Κυνουρίας, το πανέμορφο χωριό του Πάρνωνα, η επέτειος της ιστορικής μάχης κατά των Ιταλών κατακτητών, που έγινε στις 27 Ιουλίου του 1943. Υστερα από αυτή τη νικηφόρα μάχη των ανταρτών, στην οποία εξοντώθηκε ολόκληρος λόχος, οι Ιταλοί δεν μπόρεσαν να κάνουν άλλη επιχείρηση κατά των ανταρτών της Βόρειας Πελοποννήσου. Πρωταγωνιστές της μάχης οι Κώστας Απαλλοδήμας και ο Γιάννης Σαρρής (Σαρηγιάννης), που στην περιγραφή της μάχης ανέφερε ανάμεσα σε άλλα: "Θα ήταν παράλειψη, αν δεν τόνιζα τον ηρωισμό και την ανωτερότητα που έδειξαν τα κορίτσια του Κοσμά. Δέναν τραυματίες Ιταλούς, γιατί εμείς δεν είχαμε απώλειες".

Ομως στον Κοσμά έγινε και δεύτερη μάχη, στις 21 - 1 - 1944. Οι αντάρτες συγκρούστηκαν αυτή τη φορά με τους Γερμανούς, που έκαναν επιδρομή στον Πάρνωνα και οι ναζί, για να εκδικηθούν, έβαλαν φωτιά και έκαψαν ολοκληρωτικά τα 500 σπίτια του χωριού. Ευτυχώς οι κάτοικοι είχαν προλάβει να φύγουν και να κρυφτούν στις ρεματιές και τις σπηλιές του βουνού, όπου όσοι-ες πρόλαβαν έκρυψαν μερικά ρούχα και πράγματα... Στο βιβλίο του "Πενήντα χρόνια μετά... " (Εκδόσεις "Σύγχρονη Εποχή" ο Ευάγγελος Μαχαίρας περιγράφει τις δοξασμένες μάχες, αλλά και των ανθρώπων το κουράγιο. "Βλέποντας οι γυναίκες τις φλόγες που έκαιγαν ακόμα σε πολλά σημεία, τους καπνούς που σκέπαζαν τα σπίτια, την ολική καταστροφή του ωραίου χωριού τους, άρχισαν τους θρήνους γύρω από τα ερείπια, ενώ οι άντρες συγκεντρώθηκαν στην πλατεία... ", γράφει. Χτυπά η καμπάνα και ο πρόεδρος του χωριού ο Λαμπρογιάννης, ένας φλογερός πατριώτης, εμψυχώνει τους κατοίκους. "Χωριανοί, όταν αποφασίσαμε να αρχίσουμε τον αγώνα, ξέραμε τι θα πει πόλεμος... Τα βάλαμε όλα στη ζυγαριά, αλλά πιο πολύ από όλα βάραινε η λευτεριά. Δε θα λυγίσουμε ό,τι και αν μας κάνουν οι φασίστες. Θα πολεμήσουμε, ώσπου να γκρεμοτσακιστούνε και να φύγουν από τον τόπο μας. Και τότε θα ξαναχτίσουμε τα σπίτια μας. Και θα γιάνουμε τις πληγές μας".

Χαρακτηριστικό της στάσης των κατοίκων των ορεινών χωριών απέναντι στην τρομοκρατία και στις καταστροφές των κατακτητών ήταν το τραγούδι του καπετάν Γιώργη Μπαλή, που τραγουδούσαν στα χωριά του Πάρνωνα:

Της Καστανίτσας οι ξανθές / τ' Αϊ Βασιλιού οι ρούσες / κι οι μαυρομάτες του Κοσμά / οι γαϊτανοφρυδούσες.

Τα ρούχα σας μη βάψετε / να μη φορέστε μαύρα, / κι αν τα χωριά σας γίνανε / καινούργια Αγια Λαύρα.

Τα σπίτια σας κι αν κάψανε / κι αν πήραν τα προικιά σας / η Ανταρτοσύνη νάν' καλά / και πάλι είναι δικιά σας /

Ριζωμένος πάντα στις πλαγιές του Πάρνωνα, ο Κοσμάς, είναι και σήμερα ένα πανέμορφο χωριό με ζωντανές τις μνήμες του. Αντάρτες που πολέμησαν σε εκείνες τις μάχες ζουν ακόμα εδώ, ενώ οι γυναίκες θυμούνται πως έβλεπαν το χωριό τους να καίγεται από μακριά και πώς πρόλαβαν να μεταφέρουν μερικά στοιχειώδη - κουβέρτες, ρούχα - σε απόμερα μέρη...

Το Φθινόπωρο το χωριό "φλογίζεται" από τις Καστανιές, ενώ την άνοιξη κοκκινίζει από λουλούδια που μοιάζουν με παπαρούνες, αλλά είναι στην πραγματικότητα ντόπιες ανεμώνες...

Η πλατεία με τις βρύσες - λιοντάρια θεωρείται από τις πιο όμορφες πλατείες της Ελλάδας, με υπέροχη θέα...

Ενα φιλί, κάλεσμα στη ζωή...

Στο ίδιο βιβλίο "Πενήντα χρόνια μετά... " ο Ευάγγελος Μαχαίρας ο σημερινός πρόεδρος της ΕΕΔΥΕ και επίτιμος πρόεδρος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης περιγράφει μια συγκινητική ιστορία, ύστερα από τον τραυματισμό του στη μάχη της Σκάλας. Ηταν τότε καπετάνιος και μόλις 25 χρονών ανάμεσα σε ζωή και θάνατο. Βαριά τραυματισμένο, οι συναγωνιστές του τον πήγαν πρώτα στο Γεράκι - ένα χωριό γειτονικό του Κοσμά - και ύστερα στον ίδιο τον Κοσμά. Κοπέλες και γυναίκες τον φρόντισαν, ενώ πριν καθώς οι αντάρτες τον περνούσαν με το φορείο από το δρόμο, οι ηλικιωμένες θρηνούσαν το παλικάρι, που νόμιζαν ότι πεθαίνει. "Σκότωσαν το καμάρι μας, το αηδόνι του Πάρνωνα"...

"Είχα βυθιστεί, γράφει ο συγγραφέας, σε ένα σκοτεινό χάος... Δεν υπήρχε πόνος, ούτε φόβος, ούτε αγωνία. Μια κατάσταση ουδέτερη...

... Ετσι μου φαινόταν όταν έκλεινα τα μάτια μου, πως ήμουν μέσα σ' ένα βαθύ, σκοτεινό τάφο. Οταν όμως τα άνοιγα, μια όμορφη κοπέλα ήταν δίπλα μου, η ίδια η ζωή. Δεν ήταν η αδελφή μου, όπως νόμιζα τις προηγούμενες μέρες. Ηταν μια άγνωστη, που καθόταν δίπλα μου μέρα νύχτα. Με πρόσεχε, με περιποιόταν, και μου έδινε το χέρι για να βγω από τον τάφο.

Ας είσαι καλά κοπέλα μου, σκεφτόμουνα, σ' ευχαριστώ. Δεν ελπίζω πως θα ζήσω, αλλά η συντροφιά σου γλυκαίνει τις τελευταίες μου στιγμές.

Κάποτε συνειδητοποίησα πως δεν ήταν η ίδια. Ηταν δύο ή τρεις, αλλά έμοιαζαν πολύ, σαν αδελφές. Οι δύο ήταν σαν δίδυμες. Η τρίτη ήταν μικρότερη. Μια μέρα μου είπε το όνομά της: Με λένε Αντιγόνη, είμαι η αδελφή της Ελένης και της Μαρίας.

Ενώ όμως εκείνες στέκονταν δίπλα μου σιωπηλές, η Αντιγόνη τιτίβιζε σαν πουλάκι. Αρχισε να μου αρέσει το κελάηδημά της. Μου έλεγε για τη μητέρα της, για τις αδελφές της, για το σχολείο που είχε ξανανοίξει και ο δάσκαλος ήταν ένας αντάρτης με μαύρη γενειάδα, για την ΕΠΟΝ που πήγαιναν αγόρια και κορίτσια, για τα αετόπουλα που έπαιζαν στην πλατεία του χωριού με ξύλινα σπαθιά...

Μια μέρα μου είπε: "Φοράμε μαύρα, γιατί μας σκότωσαν τον πατέρα και τον αδελφό μας οι Γερμανοί. Τους πρόδωσαν οι ταγματασφαλίτες. Είναι πολύ κακοί άνθρωποι και ήθελαν να κάνουν και σε μας κακό. Φύγαμε νύχτα από το χωριό και ήρθαμε εδώ μόνο με τα ρούχα που φορούσαμε. Μας βοήθησε όμως η Εθνική Αλληλεγγύη και μεις προσφέρουμε ό,τι μπορούμε στον αγώνα. Μόλις μας είπαν να βοηθήσουμε έναν τραυματία, τρέξαμε αμέσως. Πού να ξέραμε ότι ήσουν εσύ, καπετάνιε, ο πατέρας μας σε αγαπούσε πολύ, όλος ο κόσμος σε αγαπάει".

Ενα πρωί, όμως, η Αντιγόνη έκανε κάτι περισσότερο. Αφού μου χάιδεψε όπως συνήθως τα μαλλιά και το μέτωπο, έσκυψε και άγγιξε με τα χείλη της τα δικά μου. Τα άγγιξε στην κυριολεξία, τίποτα παραπάνω.

Δεν ξέρω και να φιλώ, μου είπε συνεσταλμένη.

Κι όμως αυτό το αθώο άγγιγμα των χειλιών, μου άλλαξε το είναι.

Ηταν ένα φιλί της ζωής, ένα κάλεσμα να γυρίσω πίσω, να κάνω μια προσπάθεια.

Να πάρω βαθιά ανάσα. Να κάνω μια κίνηση, να κρατήσω ανοιχτά τα μάτια, να μιλήσω ή έστω ν' αναστενάξω.

Χαμογέλασα στην κοπέλα, αλλά εκείνη είχε σαστίσει. Υστερα από την αυθόρμητη εκείνη κίνησή της κοκκίνισε, έβαλε τα κλάματα και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο.

Εγώ έστρεψα τα μάτια προς την πόρτα και περίμενα. Περίμενα να ξανάρθει. Ανυπομονούσα και ψιθύριζα το όνομά της. Αντιγόνη, Αντιγόνη... αλλά τόσο σιγά τόσο αδύναμα, που εκείνη ασφαλώς δεν τα άκουγε. Υστερα άρχισα να ψιθυρίζω τα ονόματα των αδελφών μου: Κατίνα, Γεωργία, Σταυρούλα, Χριστίνα, Κική. Καμιά, όμως, δεν άκουγε. Καμιά δεν ερχόταν και αισθανόμουν πολύ μόνος και αβοήθητος, ακριβώς τη στιγμή που ήθελα να γυρίσω στη ζωή και χρειαζόμουν τη βοήθειά τους.

Οταν είχα σχεδόν απελπιστεί, μπήκε δειλά η Αντιγόνη, κρατώντας ένα ποτήρι νερό. Ηταν ένα πρόσχημα, για να δικαιολογήσει την επιστροφή της. Με τρεμάμενα χέρια με πλησίασε και μου είπε:

- Σας έφερα λίγο νερό, ο γιατρός είπε...

Κατάλαβα πως και το νερό το πρόσφερε όπως το φιλί, από δική της εσωτερική ανάγκη να μου προσφέρει κάτι και όχι γιατί το είπε ο γιατρός. Ακούμπησε το ποτήρι στο κομοδίνο και μου ανασήκωσε το κεφάλι μου με πολλή προσοχή και τρυφερότητα.

Υστερα πήρε το ποτήρι και το έφερε στα χείλη μου. Εγώ συμμορφώθηκα πρόθυμα και άδειασα για πρώτη φορά ολόκληρο το ποτήρι"...

Πάνω από τρεις μέρες έμεινε ο τραυματίας στο Γεράκι, αλλά σε συνέχεια χρειάστηκε να τον μεταφέρουν στον Κοσμά, μέσα από δύσβατα μονοπάτια, με εσωτερική αιμορραγία. Φιλοξενήθηκε στο σπίτι του δασκάλου του χωριού.

- "Ευγενία, φώναξε στη γυναίκα του, βάλτον στο διπλό κρεβάτι, σφάξε ένα κοτόπουλο, δώστου λίγο ζουμί, κάνε ό,τι μπορείς. Αυτό το παλικάρι πρέπει να ζήσει!

- Ναι, Νίκο μου, θα ζήσει! Μην ανησυχείς. Θα του δώσουμε ζωή από τη ζωή μας. Ψυχή από την ψυχή μας...".

Και πραγματικά ο νεαρός καπετάνιος έζησε. Εζησε και χάρη σε κάποιες ανώνυμες Ελληνίδες, ανάμεσα στις πολλές που πρόσφεραν στον αγώνα με χίλιους μύριους τρόπους, αθόρυβα, χωρίς να περιμένουν δόξα και ανααμοιβή, παρά μόνο την προκοπή της πατρίδας... και ένα καλύτερο μέλλον για όλους...


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ