Τρίτη 31 Αυγούστου 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Δεν πάει άλλο

O ήλιος έκαιγε. Ντάλα μεσημέρι. Η άσφαλτος "κυμάτιζε" από την αντηλιά. Τα τζιτζίκια, κάπου κάπου διέκοπταν το μονότονο τζιτζίκισμά τους, λες και ήθελαν να πάρουν βαθιές ανάσες. Και ύστερα συνέχιζαν το μεσημεριανό τραγούδι τους.

Στην άκρη του δρόμου, αραγμένο, το "τριαξονικό", όπως λένε οι ντόπιοι, το φορτηγό με τη διπλή καρότσα. Δίπλα του, έχει πλευρίσει η καρότσα ενός μεγάλου καινούριου τρακτέρ. Ο ιδιοκτήτης, ένας νέος αγρότης, δεν τον έκανες πάνω από 30, με κατάμαυρο το πετσί του, από τους ήλιους, δεν κρύβει το καμάρι του για την απόκτηση του νέου μηχανήματος. "Γερμανικό", λέει με μπόλικη δόση περηφάνιας, "17... ολόκληρα εκατομμύρια στοίχισε η αγορά του". Βέβαια στο καφενείο του χωριού, κάποιοι σχολίαζαν - χωρίς να λείπει και μια δόση ζήλιας - ότι "πίσω έχει η αχλάδα την ουρά...". Δεν "έπιασα" αμέσως το υπονοούμενο. Αλλά από κάτι μισόλογα του καφετζή, κατάλαβα πως εννοούσαν την τράπεζα...

Για την ώρα πάντως, ο αγρότης είχε αλλού στραμμένη την προσοχή του. Με το ένα μάτι του, στο τσούρμο από Αλβανούς εργάτες, που φόρτωναν το καρπούζι από το τρακτέρ στο τριαξονικό, είχε σκύψει ο μισός, μέσα στο ανοιχτό παράθυρο της μαύρης μερσεντές. Κάτι χειρονομούσε προς τον οδηγό της. Η συζήτηση με τον έμπορο έντονη. Δεν ξέρω αν ήταν για την τιμή ή για την ποιότητα και ποσότητα της παραγωγής, αλλά - όπως τουλάχιστον άκουσα στο καφενείο - φέτος οι παραγωγοί καρπουζιών, δε θα πιάσουν ούτε τα έξοδα της καλλιέργειας.

"Φέτος είναι να μας κλαίνε οι ρέγκες..!" ήταν οι πρώτες κουβέντες του Πάνου, ενός σαραντάρη αγρότη, στο πρώτο ποτήρι μπίρα που ήπιαμε. Και με χαρτί και μολύβι βάλθηκε να μου αποδείξει του λόγου του το αληθές. "Ακου να δεις κύριε δημοσιογράφε, έκανε την απαραίτητη εισαγωγή... Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, εκεί στην πρωτεύουσα, αλλά δεν πάμε καλά. Για να βάλω φέτος 30 στρέμματα καρπούζι χρειάστηκαν 250 "καφετιά", ήτοι δυόμισι εκατομμύρια, έδωσε την επεξήγηση. Και μήπως τα είχα; Από δω από εκεί, τελικά τα μάζεψα. Τώρα όμως, μου λες τι κάνουμε; Ο καιρός δεν τα ευνόησε τα όψιμα. Επεσε και μια κωλοασθένεια και τα καρπούζια σκάνε μέσα στο χωράφι, σαν νάρκες του Κόσσοβου.

Οσο για την τιμή. Ο έμπορος μας πατάει στο λαιμό. Δεν πήγε λέει καλά η εξαγωγή. Ποιος ξέρει τι γίνεται. Αλλά τον κερατά παζαρεύει και το δίφραγκο. Ενα εικοσιπεντάρι το κιλό και πολύ μας είναι λέει. Αλλιώς σηκώνεται και φεύγει. Πες μου τώρα, με δύο τόνους το στρέμμα που έβγαλε το χωράφι, τι να πρωτοπληρώσω; Γι' αυτό σου λέω, ούτε τα έξοδα.

Και μήπως περιμένουμε τίποτα από τη σταφίδα και την ντομάτα; Για τη "μαυρομάτα" μας υποχρεώνουν να υπογράφουμε συμβόλαιο με τον έμπορο. Θηλιά στο λαιμό δηλαδή. Στην ντομάτα μας έβαλαν στην ομάδα παραγωγών. Αλλο παραμύθι. Οι εργοστασιάρχες κάνουν και πάλι κουμάντο.

Δεν πάει άλλο. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Αυτοί εκεί στα υπουργεία δεν ακούνε. Είδες στη Θεσσαλία, τουλάχιστον εκεί, δε στέκονται με δεμένα τα χέρια. Πρέπει και εμείς να σκεφτούμε και να προχωρήσουμε. Σκέφτομαι ότι αν βγούμε και εμείς στους δρόμους. Αν βγουν και οι Κρητικοί και οι Μακεδόνες και σ' όλα τα μέρη και μαζί μας και οι κτηνοτρόφοι, κάτι μπορεί να καταφέρουμε. Δεν μπορεί, τότε θα τους "πονέσει" εκεί πάνω στα υπουργεία...".

Τα λόγια του Πάνου σκεφτόμουν, που μου είχε πει το προηγούμενο βράδυ, στο πρώτο ποτήρι μπίρα και συνέχισα να παρατηρώ το φόρτωμα. Το τσούρμο των Αλβανών σε ρυθμό, χωρίς ανάσα, συνέχιζε να αδειάζει τη ρεμούλκα του τρακτέρ και να γεμίζει το τριαξονικό των 30 τόνων. Οι περισσότεροι γυμνοί και κάθιδροι από τη μέση και πάνω. Κάνα δυο με μπλουζάκια και στάμπες αγγλικές πάνω τους. Δεν ξεχώρισα τι έγραφαν. Απέναντι, ο έμπορας στη μαύρη μερσεντές με ένα νευρικό σπινάρισμα, έβαλε μπροστά και ξεκίνησε. Ο ηλιοκαμένος αγρότης έφτυσε στην καυτή άσφαλτο και γύρισε στο τσούρμο. Ο ήλιος έκαιγε. Ηταν ντάλα μεσημέρι και η άσφαλτος "κυμάτιζε" από την αντηλιά...

Γιάννης ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ