ΒΕΡΟΛΙΝΟ.- Ισχυρότερη πίεση από την αντιπολίτευση αντιμετωπίζει πλέον ο Γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD), του οποίου ηγείται, καθώς και η "κοκκινοπράσινη" κυβερνητική συμμαχία. Η ευρεία εκλογική ήττα, που υπέστη στα κρατίδια του Βραδεμβούργου και του Σάαρ, αποδίδεται από την πλειοψηφία των αναλυτών στην πολιτική λιτότητας που εφαρμόζει.
Ωστόσο ο Σρέντερ εκτιμάται ότι "θα εκμεταλλευτεί" την ήττα του κόμματός του για να περάσει σκληρότερα (!) μέτρα λιτότητας. Χτες ο καγκελάριος και στελέχη της κυβέρνησής του επέμεναν στην "αναγκαιότητα" συνέχισης της "πολιτικής οικονομιών", με δραστικές μειώσεις στον προϋπολογισμό του 2000 - σε βάρος, κυρίως, των ασθενέστερων εισοδηματικά τάξεων. "Δεν έχουμε κανέναν λόγο να ανατρέψουμε το πρόγραμμά μας", είπε χτες ο Σρέντερ. "Είναι κοινωνικά ισορροπημένο και οικονομικά ευαίσθητο", πρόσθεσε.
Ο Γερμανός καγκελάριος επιχείρησε επίσης να ενισχύσει τον έλεγχό του στα όργανα του κόμματος και την κυβέρνηση. Χτες ανακοίνωσε ότι ένας πολύ στενός του σύμμαχος, ο υπουργός Συγκοινωνιών Φραντς Μουεντεφέρινγκ, θα αναλάβει το πόστο του γενικού γραμματέα του SPD. Ο νυν γγ του SPD, Οτμαρ Σράινερ, συμφώνησε να "παραμερίσει". Ο τελευταίος θεωρούνταν "προσκείμενος" στον Οσκαρ Λαφοντέν.
Το όνομα του νέου υπουργού Συγκοινωνιών θα ανακοινωθεί την επόμενη εβδομάδα, είπε ο Σρέντερ.
Ο υπουργός Οικονομικών Χανς Αϊχελ είπε χτες ότι "δε θα υποχωρήσει" από το στόχο του περί "εξοικονόμησης" 30 δισ. μάρκων από τον προϋπολογισμό του 2000. Η Χριστιανοδημοκρατική πλευρά εμφανίστηκε "μετριοπαθής". Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είπε ότι δε θα υπάρξουν πιέσεις για "μικροκομματικές σκοπιμότητες", αλλά θα μπορούσε να υπάρξει "ώθηση" για "καλύτερες εναλλακτικές πολιτικές". Οπως για παράδειγμα, η μείωση των επιδοτήσεων για τους ανέργους (!) και η επιτάχυνση των μέτρων φοροαπαλλαγής για τις γερμανικές επιχειρήσεις κατά ένα χρόνο.
Στο Βραδεμβούργο όπου το SPD, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Μάνφρεντ Στόλπε, είχε πάρει στις εκλογές του 1994 το 54,1% των ψήφων, η πτώση των Σοσιαλδημοκρατών ήταν της τάξης των 15 μονάδων. Το SPD του Στόλπε παραμένει μεν με 39,3% πρώτο κόμμα, αλλά θα υποχρεωθεί να αναζητήσει κυβερνητικό εταίρο - είτε το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU), που με επικεφαλής τον υπερσυντηρητικό πρώην στρατηγό Γιεργκ Σένμπουμ ανέβηκε από 18,72% το 1994 στο 26,6%, είτε το Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS), που με επικεφαλής τον πρόεδρο του κόμματος Λόταρ Μπίσκι αύξησε επίσης τη δύναμή του από 18,71% σε 23,3%.
Τόσο οι Πράσινοι όσο και το Κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP) "εξαφανίστηκαν" από το κοινοβουλευτικό προσκήνιο με πενιχρά ποσοστά (1,9%), ενώ αντίθετα τη δυσάρεστη, αλλά αναμενόμενη έκπληξη πέτυχε το ακροδεξιό κόμμα του εκατομμυριούχου ιδιοκτήτη ακινήτων και εκδότη Γκέρχαρντ Φρέι "Γερμανική Λαϊκή Ενωση" (DVU), εισερχόμενο με 5,3% και πέντε βουλευτές στο τοπικό Κοινοβούλιο του Πότσνταμ.
Ο Μάνφρεντ Στόλπε - ισχυρότερος των σοσιαλδημοκρατών ηγετών από την πρώην Ανατολική Γερμανία - απέδωσε την ήττα του SPD στο Βραδεμβούργο στον "ήπιο" τρόπο με τον οποίο άσκησε κριτική στο "πακέτο" του μεταρρυθμιστικού προγράμματος της κυβέρνησης. Η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της ακροδεξιάς στο κρατίδιο αποδίδεται μεν σε μεγάλο βαθμό στο χαμηλό ποσοστό συμμετοχής (54,4%) στις εκλογές, αλλά το γεγονός από μόνο του συνιστά έναν ιδιαίτερα ανησυχητικό παράγοντα, δεδομένου ότι στο Βραδεμβούργο τα κρούσματα ρατσιστικής βίας κατέχουν το "ρεκόρ" στη Γερμανία και η παρουσία της DVU στη Βουλή, παρέχει έμμεσα τη "νομιμοποιητική βάση" στις ομάδες των "σκίνχεντς" και των "νεοναζί".
Ο πρωθυπουργός του Σάαρ Ράινχαρτ Κλιμτ - στενός πολιτικός και προσωπικός φίλος του Οσκαρ Λαφοντέν - είχε επικρίνει το "μανιφέστο" Μπλερ - Σρέντερ και το πακέτο μεταρρυθμίσεων (το "φρενάρισμα" π. χ. της ετήσιας αύξησης των συντάξεων) ως "νεοφιλελεύθερης απόχρωσης".
Ο Κλιμτ έτσι "γλίτωσε" το SPD στο Σάαρ από μία κατολίσθηση (περιορίζοντας τις απώλειες: από 49,4% το 1994 στο 44,4%), αλλά ναυάγησε από την αποχή. Στο Σάαρ η συμμετοχή στις εκλογές ήταν εκ παραδόσεως πάντα υψηλή - το 1994, μία από τις χαμηλότερες ήταν 83,5% - και το χτεσινό ποσοστό του 68,7% αποτελεί αρνητικό ρεκόρ στη μεταπολεμική ιστορία του κρατιδίου.
Οι ήττες της κυβέρνησης αναμένεται να επαναληφθούν και στις επόμενες τοπικές εκλογικές αναμετρήσεις.
Μετά τα αποτελέσματα των εκλογών η κυβέρνηση θα χρειαστεί τη "συναίνεση" της αντιπολίτευσης του CDU για να "περάσει" την πολιτική της.