Τρίτη 7 Σεπτέμβρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 15
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
"Απτόητος" στη λιτότητα παρά την εκλογική ήττα ο Σρέντερ

ΒΕΡΟΛΙΝΟ.- Ισχυρότερη πίεση από την αντιπολίτευση αντιμετωπίζει πλέον ο Γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD), του οποίου ηγείται, καθώς και η "κοκκινοπράσινη" κυβερνητική συμμαχία. Η ευρεία εκλογική ήττα, που υπέστη στα κρατίδια του Βραδεμβούργου και του Σάαρ, αποδίδεται από την πλειοψηφία των αναλυτών στην πολιτική λιτότητας που εφαρμόζει.

Ωστόσο ο Σρέντερ εκτιμάται ότι "θα εκμεταλλευτεί" την ήττα του κόμματός του για να περάσει σκληρότερα (!) μέτρα λιτότητας. Χτες ο καγκελάριος και στελέχη της κυβέρνησής του επέμεναν στην "αναγκαιότητα" συνέχισης της "πολιτικής οικονομιών", με δραστικές μειώσεις στον προϋπολογισμό του 2000 - σε βάρος, κυρίως, των ασθενέστερων εισοδηματικά τάξεων. "Δεν έχουμε κανέναν λόγο να ανατρέψουμε το πρόγραμμά μας", είπε χτες ο Σρέντερ. "Είναι κοινωνικά ισορροπημένο και οικονομικά ευαίσθητο", πρόσθεσε.

Ο Γερμανός καγκελάριος επιχείρησε επίσης να ενισχύσει τον έλεγχό του στα όργανα του κόμματος και την κυβέρνηση. Χτες ανακοίνωσε ότι ένας πολύ στενός του σύμμαχος, ο υπουργός Συγκοινωνιών Φραντς Μουεντεφέρινγκ, θα αναλάβει το πόστο του γενικού γραμματέα του SPD. Ο νυν γγ του SPD, Οτμαρ Σράινερ, συμφώνησε να "παραμερίσει". Ο τελευταίος θεωρούνταν "προσκείμενος" στον Οσκαρ Λαφοντέν.

Το όνομα του νέου υπουργού Συγκοινωνιών θα ανακοινωθεί την επόμενη εβδομάδα, είπε ο Σρέντερ.

Ο υπουργός Οικονομικών Χανς Αϊχελ είπε χτες ότι "δε θα υποχωρήσει" από το στόχο του περί "εξοικονόμησης" 30 δισ. μάρκων από τον προϋπολογισμό του 2000. Η Χριστιανοδημοκρατική πλευρά εμφανίστηκε "μετριοπαθής". Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είπε ότι δε θα υπάρξουν πιέσεις για "μικροκομματικές σκοπιμότητες", αλλά θα μπορούσε να υπάρξει "ώθηση" για "καλύτερες εναλλακτικές πολιτικές". Οπως για παράδειγμα, η μείωση των επιδοτήσεων για τους ανέργους (!) και η επιτάχυνση των μέτρων φοροαπαλλαγής για τις γερμανικές επιχειρήσεις κατά ένα χρόνο.

Τα αποτελέσματα

Στο Βραδεμβούργο όπου το SPD, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Μάνφρεντ Στόλπε, είχε πάρει στις εκλογές του 1994 το 54,1% των ψήφων, η πτώση των Σοσιαλδημοκρατών ήταν της τάξης των 15 μονάδων. Το SPD του Στόλπε παραμένει μεν με 39,3% πρώτο κόμμα, αλλά θα υποχρεωθεί να αναζητήσει κυβερνητικό εταίρο - είτε το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU), που με επικεφαλής τον υπερσυντηρητικό πρώην στρατηγό Γιεργκ Σένμπουμ ανέβηκε από 18,72% το 1994 στο 26,6%, είτε το Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS), που με επικεφαλής τον πρόεδρο του κόμματος Λόταρ Μπίσκι αύξησε επίσης τη δύναμή του από 18,71% σε 23,3%.

Τόσο οι Πράσινοι όσο και το Κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP) "εξαφανίστηκαν" από το κοινοβουλευτικό προσκήνιο με πενιχρά ποσοστά (1,9%), ενώ αντίθετα τη δυσάρεστη, αλλά αναμενόμενη έκπληξη πέτυχε το ακροδεξιό κόμμα του εκατομμυριούχου ιδιοκτήτη ακινήτων και εκδότη Γκέρχαρντ Φρέι "Γερμανική Λαϊκή Ενωση" (DVU), εισερχόμενο με 5,3% και πέντε βουλευτές στο τοπικό Κοινοβούλιο του Πότσνταμ.

Ο Μάνφρεντ Στόλπε - ισχυρότερος των σοσιαλδημοκρατών ηγετών από την πρώην Ανατολική Γερμανία - απέδωσε την ήττα του SPD στο Βραδεμβούργο στον "ήπιο" τρόπο με τον οποίο άσκησε κριτική στο "πακέτο" του μεταρρυθμιστικού προγράμματος της κυβέρνησης. Η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της ακροδεξιάς στο κρατίδιο αποδίδεται μεν σε μεγάλο βαθμό στο χαμηλό ποσοστό συμμετοχής (54,4%) στις εκλογές, αλλά το γεγονός από μόνο του συνιστά έναν ιδιαίτερα ανησυχητικό παράγοντα, δεδομένου ότι στο Βραδεμβούργο τα κρούσματα ρατσιστικής βίας κατέχουν το "ρεκόρ" στη Γερμανία και η παρουσία της DVU στη Βουλή, παρέχει έμμεσα τη "νομιμοποιητική βάση" στις ομάδες των "σκίνχεντς" και των "νεοναζί".

Ο πρωθυπουργός του Σάαρ Ράινχαρτ Κλιμτ - στενός πολιτικός και προσωπικός φίλος του Οσκαρ Λαφοντέν - είχε επικρίνει το "μανιφέστο" Μπλερ - Σρέντερ και το πακέτο μεταρρυθμίσεων (το "φρενάρισμα" π. χ. της ετήσιας αύξησης των συντάξεων) ως "νεοφιλελεύθερης απόχρωσης".

Ο Κλιμτ έτσι "γλίτωσε" το SPD στο Σάαρ από μία κατολίσθηση (περιορίζοντας τις απώλειες: από 49,4% το 1994 στο 44,4%), αλλά ναυάγησε από την αποχή. Στο Σάαρ η συμμετοχή στις εκλογές ήταν εκ παραδόσεως πάντα υψηλή - το 1994, μία από τις χαμηλότερες ήταν 83,5% - και το χτεσινό ποσοστό του 68,7% αποτελεί αρνητικό ρεκόρ στη μεταπολεμική ιστορία του κρατιδίου.

Οι ήττες της κυβέρνησης αναμένεται να επαναληφθούν και στις επόμενες τοπικές εκλογικές αναμετρήσεις.

Μετά τα αποτελέσματα των εκλογών η κυβέρνηση θα χρειαστεί τη "συναίνεση" της αντιπολίτευσης του CDU για να "περάσει" την πολιτική της.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ