Στη Λάρισα «ανοίγει» ιδιωτική μονάδα κρυοσυντήρησης ωαρίων τον ερχόμενο Οκτώβρη
Πρόκειται για την ίδρυση μονάδας κρυοσυντήρησης ωαρίων, η οποία θα προχωρήσει τη λειτουργία της τον ερχόμενο Οκτώβρη και είναι η πρώτη που θα πουλά εξειδικευμένες ιατρικές υπηρεσίες σ' αυτόν τον τομέα. Οπως υποστηρίζουν οι υπεύθυνοι της εταιρείας, σκοπός τους «είναι να καταστεί η Λάρισα σημαντικό αναπαραγωγικό κέντρο της Ελλάδας». Χαρακτηρίζουν, δε, «εξίσου σημαντικές» και τις άλλες ιδιωτικές επιχειρήσεις στο χώρο της Υγείας, που δραστηριοποιούνται στη Λάρισα και αναφέρονται συγκεκριμένα στη δημιουργία της γυναικολογικής κλινικής ΙΑΣΩ το επόμενο διάστημα.
Οι επιχειρηματίες στο χώρο της Υγείας, λοιπόν, αλωνίζουν στην κυριολεξία και στην πόλη της Λάρισας, ως αποτέλεσμα της αντιλαϊκής πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων, που απαξιώνει και εμπορευματοποιεί το δημόσιο τομέα. Μια πολιτική που οδηγεί σε πλήρη υποβάθμιση το Νομαρχιακό Νοσοκομείο, διαιωνίζει την υπολειτουργία του Πανεπιστημιακού και γενικότερα τις τραγικές ελλείψεις σε προσωπικό και τεχνολογικό εξοπλισμό σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας κι ανοίγει την όρεξη των ιδιωτών που λυμαίνονται το χώρο, μετατρέποντας τη Λάρισα σε κερδοσκοπικό - εμπορικό κέντρο Υγείας.
Κι όσον αφορά στην τράπεζα ωαρίων, «πατά» στο έδαφος που καλλιεργεί η αντιλαϊκή πολιτική, στα πλαίσια της οποίας δεν παρέχονται δωρεάν και αναβαθμισμένες δημόσιες υπηρεσίες -μεταξύ των οποίων και της εξωσωματικής γονιμοποίησης - για την αντιμετώπιση του προβλήματος της υπογονιμότητας που οξύνεται συνεχώς, όταν η μέση ηλικία για τη δημιουργία οικογένειας στην Ελλάδα αυξάνει ολοένα, ενώ η γονιμότητα κάθε γυναίκας μειώνεται αισθητά μετά τη συμπλήρωση του 27ου έτους.
Η εξέλιξη στη Λάρισα επιβεβαιώνει την πριμοδότηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από την αντιλαϊκή πολιτική των κυβερνήσεων του δικομματισμού.
Το 2006, σύμφωνα με έρευνα της «Hellastat» (10/7/2007) 170 επιχειρήσεις του κλάδου Υγείας αύξησαν σε σχέση με το 2005 τον κύκλο εργασιών τους κατά 19,4% - φτάνοντας στα 1,47 δισ. ευρώ, και τα κέρδη τους κατά 27% (ή 252,3 εκατ. ευρώ). Ορισμένοι από τους βασικούς λόγους, για αυτή την ανάπτυξη, κατά την έρευνα, είναι: