Πέμπτη 20 Σεπτέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Φαντάσματα

Τα καλοκαίρια, στις όχθες του Ιλισού που μεγάλωνα, τα αγόρια έπαιρναν κρυφά από τις μάνες τους άσπρα σεντόνια, τυλίγονταν με αυτά, και ανέβαιναν στα κεραμίδια των μονοκατοικιών για να μας τρομάξουν σαν φαντάσματα. Τα πιο μικρά παιδιά τρέχαμε να κρυφτούμε στις ποδιές των μανάδων μας, που προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι δεν υπήρχαν φαντάσματα. Ομως, τα βλέπαμε. Βλέπαμε και τα χέρια τους αδύνατα, σαν τυμπανόξυλα (με το λεξιλόγιο εκείνης της εποχής), που έβγαιναν από τις ενώσεις των σεντονιών, με τα δάχτυλα ανοιχτά, έμοιαζαν με αποσκελετωμένα αρπακτικά (κανένα παιδί δεν έπασχε από παχυσαρκία) και φοβόμασταν ακόμα πιο πολύ. Οι μάνες μας προσπαθούσαν να μας καθησυχάσουν, χωρίς να το πετυχαίνουν πάντα. Την άλλη μέρα στις αυλές των σπιτιών, από τα σχοινιά της μπουγάδας κρέμονταν φρεσκοπλυμένα τα λευκά σεντόνια των φαντασμάτων.

Τώρα από τη Μεγαλόπολη μέχρι την Τσακώνα, που παίρνομε δυτικά τη στροφή για το Διαβολίτσι, Ανω Μεσσηνίας, ορθώνονταν κατάμαυρα φαντάσματα τα δέντρα πάνω σε καμένη μαύρη γη. Εκανα προσπάθειες να αναγνωρίσω το άλλοτε καταπράσινο τοπίο, να αντικαταστήσω τα πυρπολημένα δέντρα με ψηλά πλατάνια, ελαιόδεντρα, κέδρους, απιδιές, καστανιές, καρυδιές, ακόμα και τις κουμαριές που κρέμονταν από τις πλαγιές, αλλά ήταν αδύνατον. Η φαντασία είχε αντικατασταθεί από την ορατή πραγματικότητα.

Πηγαίναμε αντίθετα στη δεκαετία του '40 (του περασμένου αιώνα), όταν από το Διαβολίτσι και άλλα χωριά της Μεσσηνίας, στα βουνά της είχαν δώσει μάχες με τον κατακτητή αντάρτες και αντάρτισσες, πολυμελείς οικογένειες, με ηλικιωμένους γονείς και μικρά παιδιά, πάνω σε κάρα ή πεζοπορώντας είχαν πάρει το δρόμο για την πρωτεύουσα, για να σώσουν τη ζωή τους μέσα στο ανώνυμο πλήθος.

Οι κυνηγημένοι! Με σκοτωμένα αδέλφια, συζύγους, παλικάρια γιους και νεαρά κορίτσια προδομένοι από τα μαύρα φαντάσματα και σκοτωμένοι από το βόλι του κατακτητή, άφηναν πίσω τους το καμένο βιος τους.Εφταναν μέχρι το σπίτι μας, στην Καλλιθέα, με το ρούχο που φορούσαν και είχαν διασώσει, έμπαιναν από την αυλή με το φίκο και χτυπούσαν την πίσω πόρτα.

Ανοιγε η μαμά μας. Καλώς τους, ακούγαμε τη φωνή της. Τι καλώς; Εκείνο το βράδυ έμεναν μαζί μας, καθώς και το άλλο βράδυ και όλα τα υπόλοιπα βράδια μέχρι που... Ετσι έφτασε σπίτι μας και ο Αγησίλαος. Δεκαεξάχρονο αετόπουλο, που τον είχαν πιάσει οι κατακτητές με έναν πρωτόγονο ασύρματο στα χέρια και τους είχε ξεφύγει, γεμάτος κόκκινα σπυριά στο πρόσωπο και στο σώμα, ψώρα. Ο Αγησίλαος έμεινε χρόνια μαζί μας, σαν αδελφός που δεν είχαμε, και έγινε για μένα ο ιστορικός του χωριού, με τις αφηγήσεις του που ανάπλασα στα βιβλία μου Μπαζαγιάζι και Οι Δυο Τελευταίοι.

Τώρα, τα φαντάσματα υπάρχουν έστω και με άλλο ένδυμα, ή σάβανο που δεν είναι, όμως, λευκό.


Ιωάννα ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ