Το νομοσχέδιο για τη νομική υπόσταση του νέου μουσείου Ακρόπολης, που παρουσίασε χτες ο υπουργός Πολιτισμού, υπηρετεί το στρατηγικό στόχο του κεφαλαίου για εμπορευματοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς
Επιβεβαιώνοντας ότι το συγκεκριμένο μουσείο θα αποτελέσει «μπούσουλα» για τη λειτουργία όλων των μουσείων, καταρχήν, με όρους καπιταλιστικής «αγοράς», το νομοσχέδιο αποκόπτει, αμέσως, το νέο μουσείο Ακρόπολης από την Αρχαιολογική Υπηρεσία - κατά τα αντιδραστικά πρότυπα του Οργανισμού του ΥΠΠΟ του 2003 - καθιστώντας το ΝΠΔΔ, με «γνώμονα τη μεγαλύτερη διοικητική και οικονομική του αυτοτέλεια», κατά τον υπουργό. Δηλαδή, την ουσιαστική του παράδοση στο κεφάλαιο μέσω «χορηγιών» και λοιπών «πηγών» χρηματοδότησης, που προβλέπονται στο ν/σ.
Αν και ο υπουργός προσπάθησε εναγωνίως να πείσει για το «δημόσιο» χαρακτήρα της παραπάνω επιλογής, ωστόσο το χαρακτήρισε ως «δημόσιο μουσείο που θα παραμένει συνδεδεμένο με το κράτος, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, αλλά όχι ασφυκτικά δεμένο σε αυτό». Επιπλέον, ξεκαθάρισε ότι αυτό το «μοντέλο» θα αποτελέσει καθεστώς για όλα τα κρατικά μουσεία, σημειώνοντας ότι «αποτελεί δομικό κομμάτι της στρατηγικής της πολιτείας για τον πολιτισμό». Επιβεβαίωσε, επίσης, ότι αυτή η επιλογή βασίζεται στην ιδιωτικοποιημένη λειτουργία των μεγάλων ευρωπαϊκών μουσείων.
Η αγοραία αντίληψη που «πλασάρουν» φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες ως «ευελιξία» και «αυτοτέλεια» οδηγεί στην αντιμετώπιση των σημαντικότατων αρχαιοτήτων του μουσείου ως εμπορεύματα. Ο υπουργός είπε ότι στο μουσείο «ανατίθεται η διαχείριση των αρχαιοτήτων, όχι όμως και η ιδιοκτησία τους, η οποία παραμένει στο κράτος», αλλά αυτό δεν καθησυχάζει, αφού ουσιαστικά η καπιταλιστική διαχείριση χαρακτηρίζει διάφορα νομικά πρόσωπα. Αλλωστε, στα έσοδα του μουσείου προβλέπονται ποσοστό επί του εισιτηρίου, με ένα μέρος μόνο να πηγαίνει στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, έσοδα «από εκθέσεις, εκδηλώσεις, ξεναγήσεις, εκδόσεις, προβολή και εκμετάλλευση οπτικοακουστικού υλικού με χρήση συμβατικών και τεχνολογικά προηγμένων εφαρμογών» (όπως το διαδίκτυο), «πωλήσεις και ανταλλαγές έργων τέχνης που γίνονται με τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις του νόμου»! Οι κρατικές επιχορηγήσεις περιορίζονται στις «λειτουργικές ανάγκες» του μουσείου, ενώ προστίθενται κοινοτικά κονδύλια, «δωρεές», «χορηγίες» και τα έσοδα «διαχείρισης δικαιωμάτων των μνημείων που εκτίθενται στο μουσείο στην Ελλάδα και το εξωτερικό». Ολα αυτά θα τα διαχειρίζεται, διορισμένο από τον υπουργό, 7μελές ΔΣ και διευθυντής που, καταρχήν, ο υπουργός θέλει να είναι ...Ελληνας.
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων απέρριψε, ήδη, το νομοσχέδιο, υπενθυμίζοντας ότι η Γενική του Συνέλευση «έχει ομόφωνα απορρίψει τη μετατροπή των δημόσιων μουσείων σε ΝΠΔΔ». Χαρακτηρίζει «θεσμικά και λειτουργικά απαράδεκτη» την «αποκοπή» του μουσείου από αρχαιολογικό χώρο του Βράχου, μνημείου της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Θυμίζει ότι τα ξένα μουσεία που επικαλέστηκε ο υπουργός είναι «ιδιωτικοί οργανισμοί με στόχο το κέρδος» και προειδοποιεί ότι θα «αντιδράσει με κάθε τρόπο».