Κυριακή 1 Μάρτη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 5
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Κριτήριο το κέρδος των μονοπωλίων!

Οι Βρυξέλλες αποφασίζουν υπέρ ποιων και πώς θα ασκείται η κρατική ενίσχυση των εθνικών κινηματογραφιών

Η ΕΕ θεωρεί ότι η επιτυχία της ιταλικής ταινίας του Ματέο Γκαρόνε «Gomorra»,«πιστοποιεί την ευρωστία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου»
Η ΕΕ θεωρεί ότι η επιτυχία της ιταλικής ταινίας του Ματέο Γκαρόνε «Gomorra»,«πιστοποιεί την ευρωστία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου»
Την παράταση, μέχρι το 2012, των αντιδραστικών κριτηρίων «για την παροχή ενισχύσεων στην κινηματογραφική βιομηχανία» (λήγουν στις 31/12/2009) ανακοίνωσε στις 28/1 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Γεγονός που αφενός αναδεικνύει τα αδιέξοδα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων του οπτικοακουστικού τομέα, στο σκληρό ανταγωνισμό τους με τους άλλους ισχυρούς «παίκτες» του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού (κυρίως τις ΗΠΑ), αφετέρου υπογραμμίζει τη «στοχοπροσήλωση» του κεφαλαίου στην πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού.

Ουσιαστικά, με τα «κριτήρια» αυτά, η ΕΕ θέτει και τα οπτικοακουστικά «προϊόντα» υπό τον ασφυκτικό κεντρικό έλεγχο του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών. Αυτοί οι «κανόνες» κωδικοποιήθηκαν και ισχύουν από το 2001, ενώ «χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή για την έγκριση των εθνικών, περιφερειακών και τοπικών συστημάτων στήριξης της κινηματογραφικής παραγωγής, βάσει των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις της ΕΕ». Μιλώντας για τον κινηματογράφο σα να μιλά ...για το χάλυβα, η αρμόδια για τον ανταγωνισμό επίτροπος, Neelie Kroes, δήλωσε, με αφορμή την παράταση, ότι η σημασία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου «είναι αναγνωρισμένη από τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ και, ιδιαίτερα, από τους κανόνες ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων (...). Οι κανόνες που έχουμε θεσπίσει αποτελούν απόδειξη ότι ανταγωνισμός και πολιτισμός μπορούν να συμβιώνουν αρμονικά και να ενδυναμώνουν ο ένας τον άλλον»!

Η δε Βίβιαν Ρέντινγκ, αρμόδια επίτροπος για τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, πρόσθεσε, σε μια ακόμη προσπάθεια να εμφανίσει ως «κοινά» τα συμφέροντα δημιουργών και μονοπωλίων, ότι «για να μπορέσουν οι Ευρωπαίοι δημιουργοί να εκφράσουν το δυναμικό τους, πρέπει να υπάρχει σταθερό νομικό περιβάλλον για την κινηματογραφική βιομηχανία (...). Η ευρωπαϊκή οπτικοακουστική βιομηχανία αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις στο πλαίσιο των ραγδαία εξελισσόμενων αγορών (...)».

Ολα για τους μεγαλο-παραγωγούς

Στην ΕΕ ο οπτικοακουστικός τομέας «τσεπώνει» περίπου 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ, με τη μορφή «στήριξης» της παραγωγής ταινιών σε εθνικό επίπεδο (πρόκειται για το σύνολο των εθνικών ενισχύσεων και όχι των κοινοτικών). Φυσικά, τα χρήματα αυτά πάνε για την ισχυροποίηση των μονοπωλίων του χώρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σκεπτικό της απόφασης παράτασης για τις «πιο πρόσφατες τάσεις» στο χώρο, περιλαμβάνεται η «χορήγηση ενισχύσεων για δραστηριότητες άλλες εκτός από την κινηματογραφική και τηλεοπτική παραγωγή (όπως διανομή ταινιών και ψηφιακή προβολή), αύξηση των καθεστώτων στήριξης σε περιφερειακό επίπεδο, καθώς και ανταγωνισμό μεταξύ ορισμένων κρατών - μελών που χρησιμοποιούν τις κρατικές ενισχύσεις για να προσελκύσουν επενδύσεις από μεγάλες κινηματογραφικές εταιρείες του εξωτερικού, κυρίως από τις ΗΠΑ».

Η ΕΕ θεωρεί ότι «οι τάσεις αυτές μπορούν να οδηγήσουν σύντομα στη βελτίωση των κριτηρίων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων», αλλά «επειδή τα θέματα αυτά είναι πολύπλοκα, η Επιτροπή επιθυμεί να προβεί σε πιο εμπεριστατωμένη εξέτασή τους μαζί με τα κράτη - μέλη, με οργανισμούς στήριξης της κινηματογραφικής παραγωγής και με την ευρωπαϊκή κινηματογραφική βιομηχανία».

Τα κριτήρια τα οποία παρατείνονται έχουν ως εξής (όπως τέθηκαν το Σεπτέμβρη του 2001): «Το κράτος - μέλος πρέπει να εξασφαλίζει το πολιτιστικό περιεχόμενο των έργων που υποστηρίζει, σύμφωνα με επαληθεύσιμα εθνικά κριτήρια. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η Επιτροπή δεν εκφράζει σε κανένα στάδιο άποψη για ό,τι θεωρείται πολιτιστικού χαρακτήρα».

Εδώ η ΕΕ επιχειρεί να εμφανιστεί ως «αθώα περιστερά», αφού πλήθος άλλων αποφάσεων, σε όλο το φάσμα του πολιτισμού, αναδεικνύουν ως «μέγιστο» κριτήριο για κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα την «αναπαραγωγή», διάδοση ή ανάδειξη των «αξιών» της. Πέρα από αυτό, στην πράξη, εφαρμόζεται πολιτική αποδυνάμωσης της κρατικής στήριξης στον κινηματογράφο ή και ακόμη μεγαλύτερη μεταβολή του χαρακτήρα της. Θυμίζουμε ότι το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, για παράδειγμα, έχει ενταχθεί στο νόμο περί ΔΕΚΟ και αντιμετωπίζεται με εντελώς αγοραία κριτήρια.

«Το κράτος - μέλος δεν μπορεί να απαιτήσει από τον παραγωγό να δαπανήσει στο έδαφός του περισσότερο από το 80% του προϋπολογισμού της ταινίας ή του τηλεοπτικού έργου και εναπόκειται στον παραγωγό να επιλέξει ποια κονδύλια του προϋπολογισμού του θα δαπανηθούν εκτός του κράτους - μέλους». Οι εταιρείες - παραγωγοί, λοιπόν, «λύνουν» και «δένουν» με δημόσιο χρήμα, ενώ ο δημιουργός βρίσκεται σε «δεύτερη μοίρα».

«Αν και το ποσοστό της κρατικής ενίσχυσης περιορίζεται, κατ' αρχήν, στο 50% του προϋπολογισμού της παραγωγής, οι δύσκολες και μικρού προϋπολογισμού ταινίες εξαιρούνται από το όριο αυτό. Τα κράτη - μέλη ορίζουν σε κάθε σύστημα ενίσχυσης τι σημαίνει για τα ίδια δύσκολες και μικρού προϋπολογισμού ταινίες. Οι ταινίες που παράγονται με περιορισμένη γλωσσική ή πολιτιστική εμβέλεια θα χαίρουν μεγαλύτερης ευελιξίας». Πρόκειται για την πλήρη στρέβλωση της ουσίας της κρατικής χρηματοδότησης, διότι είναι γνωστό ότι αντί το αστικό κράτος να προσφέρει όλα τα μέσα σε αφθονία στους δημιουργούς για ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση - όπως άλλωστε οφείλει διότι πρόκειται για χρήμα του λαού - τους μετατρέπει τελικά σε «επαίτες» του αυτονόητου.

«Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα εθνικά συστήματα για την υποστήριξη κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών παραγωγών δεν είναι περισσότερο ελκυστικά σε κάποια κράτη - μέλη, δεν επιτρέπεται πρόσθετη ενίσχυση για συγκεκριμένες δραστηριότητες της παραγωγής (όπως η μεταπαραγωγική διαδικασία)». Διότι αλλιώς θα «χαλούσε» η «σούπα» της «ελεύθερης» αγοράς, η οποία μονοπωλεί τα τεχνικά μέσα, σε βαθμό ασφυξίας για τους δημιουργούς, ακόμη περισσότερο για μικρές οπτικοακουστικές «αγορές», όπως της Ελλάδας. Ετσι, οι δημιουργοί αναγκάζονται να μετατρέπονται και σε «διανομείς» του έργου τους, «ανταγωνιζόμενοι» τα μεγαθήρια της διανομής.

«Στήριξη» και άλλα παραμύθια...

Ωστόσο, η ΕΕ δεν έκρυψε ποτέ τους πραγματικούς στόχους της. Ηδη από το 2001, οπότε τέθηκαν τα κριτήρια, ξεκαθάριζε ότι ενδιαφέρεται για «το μέλλον της βιομηχανίας του κινηματογράφου και του οπτικοακουστικού τομέα στην Ευρώπη». Δηλαδή, για τη στήριξη των μεγάλων παραγωγών και διανομέων. Διότι πρόκειται για «βιομηχανία» «στρατηγικής σημασίας, λόγω της πολιτιστικής της διάστασης (σ.σ. εδώ εννοείται η δυνατότητα για ιδεολογική χειραγώγηση) και της δυνατότητας που προσφέρει για τη δημιουργία κέρδους και θέσεων απασχόλησης».

Ωστόσο, «ο οπτικοακουστικός τομέας στην Ευρώπη εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πολλά εμπόδια που δυσχεραίνουν την ελεύθερη κυκλοφορία ταινιών και άλλων οπτικοακουστικών έργων». Δηλαδή, όποιο μέτρο προστασίας απέμεινε στις εθνικές κινηματογραφίες, εκλαμβάνεται πλέον ως «εμπόδιο» για την ασύδοτη, διακρατική κίνηση του οπτικοακουστικού κεφαλαίου. Γι' αυτό, «με δεδομένες τις νέες δυνατότητες παραγωγής και διάδοσης που μας προσφέρει η ψηφιακή τεχνολογία, η Επιτροπή αποσκοπεί να συμβάλει στην άρση των εμποδίων που δεν επιτρέπουν στους δημιουργούς και στους επιχειρηματίες μας να επωφεληθούν πλήρως από την κοινοτική διάσταση»!

Τέλος, η ΕΕ «περηφανεύεται» ότι «στηρίζει την ευρωπαϊκή κινηματογραφική βιομηχανία στο πλαίσιο του προγράμματος MEDIA 2007», το οποίο προβλέπει, μεταξύ 2007 - 2013, κονδύλι 755 εκατ. ευρώ για κατάρτιση, ανάπτυξη και διανομή ευρωπαϊκών ταινιών πέραν των συνόρων της Ευρώπης. Προσθέτοντας ότι, «χάρη» σε αυτή τη «στήριξη», «9 στις 10 ευρωπαϊκές ταινίες προβάλλονται έξω από τη χώρα παραγωγής τους».

Το «MEDIA 2007» είναι η συνέχεια του «MediaPlus», το οποίο, μετά από 6 χρόνια εφαρμογής, απέτυχε - αν υποθέσουμε ότι το είχε σαν σκοπό - να στηρίξει τις εθνικές κινηματογραφίες και να ανατρέψει την πλήρη κυριαρχία των αμερικανικών οπτικοακουστικών μονοπωλίων στην Ευρώπη. Διαπίστωση που αναδείχτηκε και στην ευρωπαϊκή σύνοδο για τα οπτικοακουστικά, που έγινε στη Θεσσαλονίκη το 2003, με αφορμή την ελληνική προεδρία της ΕΕ, όπου οι κινηματογραφιστές παρουσίασαν μια κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή εικόνα του χώρου τους.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, με στοιχεία του 2003 (δηλαδή εν μέσω εφαρμογής του MEDIAPLUS), το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ στον οπτικοακουστικό τομέα ξεπερνούσε τα 8 δισεκατομμύρια ευρώ, με τα κράτη - μέλη της ΕΕ να «κυριαρχούνται σταθερά στο συντριπτικό ποσοστό 60%-90% από αμερικανικές παραγωγές, όταν η αντίστοιχη διείσδυση της ευρωπαϊκής στην αμερικανική αγορά κυμαίνεται μεταξύ 1%-2%». Αλλωστε, τα 755 εκατ. ευρώ είναι μόλις 255 εκατ. ευρώ περισσότερα από την προηγούμενη περίοδο.

Ετσι, πολύ γρήγορα άρχισαν ...οι «εκπτώσεις». Για παράδειγμα, το 2006, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ακύρωσε προκήρυξη για την «υποστήριξη» της διασυνοριακής διανομής οπτικοακουστικών έργων και ευρωπαϊκών ταινιών σε VHS και DVD ...«λόγω του αυστηρά περιορισμένου προϋπολογισμού του προγράμματος MEDIA 2007, ο οποίος δεν επιτρέπει τη χρηματοδότηση για μια αυτόματη υποστήριξη στη διανομή σε video»! Δηλαδή, η ΕΕ «είπε» στους δημιουργούς ...«καληνύχτα και καλή τύχη»...


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ