Η μείωση των τιμών στα καύσιμα δείχνει πτωτική τάση και στις βιομηχανικές τιμές
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, ο όγκος των λιανικών πωλήσεων, συμπεριλαμβανομένων και των καυσίμων, μετρούμενος σε ετήσια βάση, τον προηγούμενο Μάρτη, εμφάνισε μεγάλη πτώση 18,3% (ενώ χωρίς τα καύσιμα η πτώση περιορίζεται στο 13,8%). Υποχώρηση της ζήτησης και μάλιστα μεγάλη εμφάνισαν οι περισσότερες κατηγορίες καταστημάτων, συμπεριλαμβανομένων και των καταστημάτων τροφίμων. Γεγονός που υποδηλώνει, ότι έχει χειροτερεύσει περαιτέρω η οικονομική θέση των εργαζομένων, οι οποίοι εξαναγκάζονται σε περικοπές δαπανών που έχουν να κάνουν με τις διατροφικές ανάγκες της οικογένειας. Αντίθετα, θετικά κινήθηκαν οι πωλήσεις φαρμακευτικών - καλλυντικών και ειδών ένδυσης - υπόδησης.
Ειδικότερα στις επιμέρους κατηγορίες καταστημάτων παρατηρήθηκε η ακόλουθη εικόνα:
Αντίστοιχη εικόνα παρατηρείται και στο διάστημα Γενάρη - Μάρτη, με τον όγκο του κύκλου εργασιών των καταστημάτων, συμπεριλαμβανομένων και των καυσίμων - λιπαντικών, να υποχωρεί κατά 14,3%, ενώ χωρίς τα καύσιμα - λιπαντικά η υποχώρηση της ζήτησης περιορίζεται στο -9,5%.
Η μεγάλη υποχώρηση που σημείωσαν σε ετήσια βάση οι τιμές των καυσίμων οδήγησε σε υποχώρηση τις εργοστασιακές τιμές των βιομηχανικών εμπορευμάτων τον προηγούμενο Απρίλη, κάτι βεβαίως που δε γίνεται αντιληπτό από τους καταναλωτές, αφού η μείωση των βιομηχανικών τιμών δεν «περνά» στις τιμές της λιανικής.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, οι τιμές των βιομηχανικών εμπορευμάτων στο διάστημα Απρίλης 2009 - Απρίλης 2008, σημείωσαν υποχώρηση 8,1%, η οποία οφείλεται στη μεγάλη υποχώρηση κατά 22,2% των τιμών των καυσίμων στο ίδιο διάστημα. Στα δύο προηγούμενα χρόνια οι τιμές είχαν αυξηθεί κατά 10,4% και 2,5% αντίστοιχα. Αντίθετα, οι τιμές των άλλων κατηγοριών σημείωσαν αύξηση. Ειδικότερα, κατά 1,3% αυξήθηκαν οι τιμές των ενδιάμεσων αγαθών, κατά 1,9% των κεφαλαιουχικών αγαθών, κατά 3,6% των διαρκών καταναλωτικών αγαθών και κατά 0,2% των αναλώσιμων καταναλωτικών αγαθών. Στο διάστημα Απρίλη προς Μάρτη ο γενικός δείκτης σημείωσε άνοδο 0,4%, έναντι ανόδου 1,3% και 1,9% που είχε σημειωθεί τα δύο προηγούμενα χρόνια. Σε μέσα επίπεδα, τέλος, ο γενικός δείκτης σημείωσε άνοδο 3,4%, έναντι ανόδου 7% και 4,3% που είχε σημειωθεί κατά τα αντίστοιχα προηγούμενα δωδεκάμηνα.