Η έμπνευση από την αρχαιότητα διαφαίνεται στα έργα του Ντελβό από τις αρχές της δεκαετίας του '30, ενώ κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Τους τόπους αυτούς τους επισκέφθηκε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στην Ιταλία (1937 και 1939) και όταν, το 1956, περιηγήθηκε την Ελλάδα. Ο Π. Ντελβό αναζήτησε τον εικονοποιητικό του βηματισμό στους συμβολικούς κώδικες του Τζ. Ενσορ, τη μυστηριώδη μεταφυσική ένταση του Τζόρτζιο ντε Κίρικο και την εικονογραφική ποιητική του Ρενέ Μαγκρίτ και παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν αποδέχθηκε ποτέ πλήρη ιδεολογική ταύτιση με το σουρεαλισμό, θεωρείται «μέρος» του μεγάλου αυτού κινήματος.
Οπως σημειώνει ο διευθυντής του Ιδρύματος, Κυριάκος Κουτσομάλλης, «Μυστηριώδης και αινιγματικός, ευαίσθητος και αγχώδης, ανεξιχνίαστος και απρόβλεπτος, μοναχικός και αδύναμος, δέσμιος της αισθηματικής του παιδείας, έγκλειστος στη φυλακή των περιορισμών, των τραυματικών ερωτικών του εμπειριών, υπερπροστατευμένος μέσα στα τείχη που η μητέρα του ύψωσε γύρω του, παγιδευμένος στο περιβάλλον των απαγορεύσεων και ενοχών που οι θείες του δημιούργησαν - εδώ προφανώς βρίσκονται οι αιτίες που υποκίνησαν τη δημιουργία αυτού του κλειστού ζωγραφικού σύμπαντος, το οποίο στοιχειώνεται από οπτασίες, παραισθήσεις και φαντάσματα...».
Από τα παρουσιαζόμενα έργα ξεχωρίσαμε: Την «Ακρόπολη», που δάνεισε το Μπομπούρ, παρότι είναι το μοναδικό έργο Ντελβό της συλλογής του. Το ιδιαίτερα ευπαθές έργο, «Πυγμαλίων», (όπως και «Το όνειρο του Κωνσταντίνου»), το οποίο παρουσιάζεται, για πρώτη φορά, εκτός της μόνιμης στέγης του. Επίσης, το έργο «Πράσινος καναπές» με τον καναπέ της θείας του ζωγράφου μέσα στο γνώριμο σκηνικό των συνθέσεών του, από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της ζωγραφικής του.
Την έκθεση συνοδεύει καλαίσθητη έκδοση (τετράγλωσση), με εμπεριστατωμένα ιστορικά κείμενα, λήμματα, βιβλιογραφικά και εργογραφικά σημειώματα, καθώς και ένα πλήρες βιογραφικό του τιμώμενου καλλιτέχνη.