Κυριακή 13 Σεπτέμβρη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η εκδίκηση της νεκρής μέλισσας

Παπαγεωργίου Βασίλης

(Το σύμπαν του κυρίου Νόνη είναι μπροστά μας). Με αυτή τη φράση είχε ξεκινήσει ο πρόεδρος της πολιτιστικής ανόρθωσης κύριος Αλεπόπουλος την παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του πριν από έξι μήνες. Ο Νόνης καθισμένος στο γραφείο του, έγραψε στο λαπ-τοπ τη φράση του προέδρου και κοιτώντας τη μελαγχόλησε περισσότερο, σχεδόν βούρκωσε. Οσες φορές προσπάθησε να ξεκινήσει το νέο μυθιστόρημα κάτι μεσολαβούσε και η έμπνευσή του καθηλωνόταν καθώς μέρα με την ημέρα η τηλεόραση εμφάνιζε νέα βιβλία και νέους συγγραφείς.

-- Θα χάσω το κοινό μου, σε λίγο δε θα με θυμάται κανείς... μονολόγησε και πετάχτηκε από την καρέκλα του γραφείου του. Ισιωσε το πουκάμισό του και πλησίασε ένα μεγάλο καθρέφτη που ήταν μπροστά στη βιβλιοθήκη. Κοιτάζοντας το είδωλό του με τρυφερότητα είπε:

-- Νόνη, τι περιμένει από σένα η ανθρωπότητα; Ποιες και πόσες νέες αγωνίες από το δικό σου χέρι θα εντυπωθούν στην παγκόσμια μνήμη; Πρέπει να γράψεις, πρέπει να γράψεις... Στο μυαλό του ήρθαν οι πρόσφατες εικόνες των συγγραφέων στα πρωινά τηλεοπτικά παράθυρα και πιάνοντας το πρόσωπό του οπισθοχώρησε δυο βήματα.

-- Θα με φάνε τα ασπόνδυλα, οι οσφυοκάμπτες, όμως όχι, ο Νόνης είναι δω και θα 'ναι για πάντα. Εριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και επιστρέφοντας στο γραφείο του αποφασισμένος να γράψει ακούει τη φωνή της μητέρας του.

-- Νόνη, η Λούση έχει πρόβλημα, πρόβλημα ψυχολογικό.

Σηκώνει τα μάτια του και βλέπει την ηλικιωμένη μητέρα του παραφορτωμένη δαχτυλίδια και βραχιόλια να μπαίνει στο γραφείο αναστατωμένη.

-- Το κοριτσάκι μας δεν είναι καλά.

Ο Νόνης πιάνει το κεφάλι του, προσπαθώντας να ηρεμήσει αλλά η μητέρα του συμπληρώνει:

-- Και η ανιψιά μας η Αφροδίτη πάει από το κακό στο χειρότερο.

Ο Νόνης κατεβάζει τα χέρια από το κεφάλι και συγκαταβατικά ρωτάει:

-- Η Λούση ή η Αφροδίτη;

Η μητέρα καπριτζιόζικα του απαντάει:

-- Και η Λούση και η Αφροδίτη.

Ο Νόνης προτείνει την καρέκλα στη μητέρα του και γεμάτος περιέργεια.

-- Η Λούση έχει χρόνιο πρόβλημα, με την Αφροδίτη όμως τι συμβαίνει;

Η μητέρα κάθεται και για να αντιμετωπίσει μια μελλοντική συγκίνηση βγάζει ένα μαντιλάκι από το μανίκι, το οποίο άρχισε να στρίβει.

-- Η Αφροδίτη ζει μια τραγωδία. Με πήρε τηλέφωνο και έκλαιγε ακατάπαυστα για την πισίνα της.

Ο Νόνης εμβρόντητος πιάνει το χέρι της μητέρας του.

-- Τι μπορεί να έχει συμβεί στην πισίνα μαμά, τη ρώτησες;

Η μητέρα του Νόνη σκουπίζοντας με το μαντιλάκι κάποια ανύπαρκτα δάκρυα, μονολογεί.

-- Ασύλληπτο για τον ανθρώπινο νου, ακατανόητο για μια πολιτισμένη κοινωνία. Μπήκαν στην καρδιά της Εκάλης μέρα μεσημέρι, βάρβαροι πλακάδες με βαριοπούλες και κομπρεσέρ και ξήλωσαν τα πλακάκια της πισίνας. Η άμοιρη πριν από δυο χρόνια τα είχε βάλει...

Ο Νόνης εξαγριώνεται από την αχαρακτήριστη συμπεριφορά των πλακάδων.

-- Πώς επέτρεψε τέτοιο έγκλημα; Γιατί δεν τηλεφώνησε σε μένα, στην αστυνομία, στον εισαγγελέα;

Η μητέρα που έχει χαμηλώσει τα μάτια βάζει το μαντιλάκι στο στόμα.

-- Και να σκεφτείς, από μια σύμπτωση έγιναν όλα. Τους είχε απλήρωτους από τότε που έκανε την ανακαίνιση της πισίνας και κατά διαβολική σύμπτωση κάθε φορά που ζητούσαν τα χρήματά τους αυτή τα είχε χάσει στα χαρτιά κι όλο το ξεχνούσε και ο καιρός περνούσε... Χτύπησε το τηλέφωνο και πριν το σηκώσει χάιδεψε τρυφερά το χέρι της μητέρας του.

-- Ολοι είμαστε θύματα των συμπτώσεων, μαμά.

Από το τηλέφωνο ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.

-- Ο κύριος Νόνης ο συγγραφέας; Να σας συνδέσω με τον πρόεδρο της πολιτιστικής ανόρθωσης;

Ο Νόνης ανταπέδωσε την εγκάρδια εισαγωγή του προέδρου με ευχές για την εκλογή του στο σώμα των Αθανάτων και θα συνέχιζε αν ο πρόεδρος δεν τον διέκοπτε.

-- Νόνη, συμβαίνουν τρομερά πράγματα, κατελύθη η τάξις και η δημοκρατία παραπαίει, μ' ακούς; Αγνωστοι κουκουλοφόροι εισέβαλαν στο πνευματικό ίδρυμα και χτύπησαν τον κύριο Μπαμπούρη.

-- Ο Νόνης αιφνιδιασμένος από την είδηση που του μετέφερε ο πρόεδρος επαναλαμβάνει.

-- Δεν ήξερα, δεν ενημερώθηκα, είναι έγκλημα, σαφώς πρόκειται περί εγκλήματος. Η μητέρα του Νόνη που είχε σηκωθεί και έφερνε αργά βόλτες γύρω από το γραφείο σα γέρικος σκύλος, πλησιάζει τον Νόνη και του λέει με συγκατάβαση.

-- Για το παιδάκι που σκοτώσανε, ε; Θα σου πω εγώ πώς έγινε.

Παίρνει μια κόλα χαρτί και μολύβι και ζωγραφίζει, καθώς ο Νόνης συνεχίζει να ενημερώνεται από τον πρόεδρο.

-- Εδώ ήτανε τα παιδιά και εδώ από το περιπολικό βγαίνει ο αστυνομικός. Προχωρά, σηκώνει το όπλο σημαδεύει και μπαμ... Νάτος και ο μικρός που πέφτει καταμεσής στο δρόμο το βλέπεις;

Ο Νόνης σκεπάζει το ακουστικό στο στήθος του ψιθυρίζοντας.

-- Μαμά άλλο θέμα συζητώ με τον πρόεδρο, ησύχασε.

Η Μαμά, αιφνιδιασμένη, στέκεται για μερικά δευτερόλεπτα, μορφάζοντας αμήχανη καθώς ακούει τον Νόνη που συνεχίζει να συνομιλεί.

-- Πρέπει, ναι πρέπει, αφού η πολιτεία και η Δικαιοσύνη δεν στέκονται στο ύψος τους...

Ξαφνικά το πρόσωπο της μαμάς φωτίζεται και προσβεβλημένη τραβά το τηλέφωνο από το αυτί του Νόνη και με υπεροπτικό ύφος το βάζει στο δικό της.

-- Και ποιος ο λόγος που τα βάλατε με τη Δικαιοσύνη; Τι έπρεπε να πουν ότι έφταιγαν οι εργοδότες; Οι εφοπλιστές, οι καπεταναίοι, ποιοι; Εδώ πρόκειται περί Ταλιμπάν, πάνε στη δουλειά τους με σκοπό να αυτοπυρποληθούν.

Η φωνή του προέδρου από την άλλη άκρη προσπαθεί να την καθησυχάσει.

-- Η κρίση μας δεν αγκαλιάζει το δικονομικό σύστημα της χώρας, εμείς απλώς...

Η μαμά όμως είναι έξω φρενών έχει πάρει στα χέρια της ένα χάρακα και τον κουνά απειλητικά μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Νόνη.

-- Η κρίση σας δεν αγκαλιάζει το δικονομικό σύστημα, πνίγει όμως τη νοημοσύνη μας. Θέλουν να μετατρέψουν τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη σε τόπο μαρτυρίου. Τόπο θυσίας για μελλοντικά προσκυνήματα των προλεταρίων.

Ο Νόνης απελπισμένα προσπαθεί να πάρει το ακουστικό από τα χέρια της μαμάς του λέγοντας.

-- Μαμά, δε συζητώ με τον πρόεδρο για τους εργάτες που κάηκαν στη Ζώνη.

Η μαμά πριν αφήσει το τηλέφωνο χτυπά με το χάρακα το απλωμένο χέρι του Νόνη και φωνάζει υστερικά.

-- Αυτή τη στιγμή που μιλάμε ξέρετε πόσες χιλιάδες αυτόχειρες είναι έτοιμοι να αυτοπυρποληθούν, προκειμένου να ενοχοποιήσουν τις εταιρείες που τους δίνουν ψωμί; Να σου δώσω τον κύριο Νόνη;

Η μαμά με τα γέρικα προγούλια να ανεβοκατεβαίνουν από το ανεξέλεγκτο θυμό, έτοιμη να καταρρεύσει αφήνει το τηλέφωνο στα χέρια του Νόνη που προσπαθεί να δικαιολογηθεί στον πρόεδρο.

-- Η τηλεόραση δίνει περισσότερες πληροφορίες από αυτές που μπορεί να επεξεργαστεί καταλαβαίνετε... τα χρόνια...

Ο πρόεδρος φαίνεται να κατανοεί και να θεωρεί επαρκείς τις εξηγήσεις του Νόνη και του εξηγεί τους λόγους που οι πνευματικοί άνθρωποι πρέπει να πάρουν στα χέρια τους την κατάσταση.

-- Οι πνευματικοί άνθρωποι σε εξουσιοδοτούν εν λευκώ να τους εκπροσωπήσεις απόψε στα κανάλια. Σε εμπιστευόμαστε και πιστεύουμε στην έναρξη ενός ανυποχώρητου αγώνα που θα αντιπαραθέσουμε στη σήψη και την παρακμή.

-- Μεγάλη μου τιμή, κύριε πρόεδρε, αλλά ξέρετε έχω έξι μήνες από τότε που κυκλοφόρησε το τελευταίο μου βιβλίο... Η μνήμη των μαζών αδύναμη...

-- Μην ανησυχείς, Νόνη, κι αυτό το προνόησα, τα κανάλια έχουν ήδη ενημερωθεί για το νέο σου μυθιστόρημα και θα αρχίσουν να το προπωλούν. (Η εκδίκηση της νεκρής μέλισσας), θα αναγράφεται στα τρέιλερ σ' όλη τη διάρκεια της συνέντευξης.

Ο Νόνης νιώθει πως επανήλθε στο ύψος του. Ξανά ένας ιπτάμενος, τα μάγια που τον καθήλωναν στο περιθώριο και τη λησμονιά λύθηκαν. Είναι ξανά ζωντανός κυρίαρχος και μοναδικός.

-- Κύριε πρόεδρε στα δελτία των οχτώ θα είμαι έτοιμος...

Η μαμά του Νόνη έχει απομακρυνθεί και ακούει το γιο της κάτω από τον παραστάτη της πόρτας, καθώς κλείνει το τηλέφωνο με ξυνισμένα τα μούτρα βάζοντας τα χέρια στο σημείο που παλιά ήταν η μέση της μιμείται τον πρόεδρο

-- Δώστε μου τον κύριο Νόνη, ξέχασε τις υποκλίσεις και τις ώρες στο τηλέφωνο με τα σοροπόμελα, ο καρχαρίας έκανε ένα γύρω, μας μάζεψε και χλαμ μας κατάπιε. Ούτε ένα ευχαριστώ για ό,τι έκανα για την εκλογή του. Η μητέρα βλέπει που δεν την ακούει ο Νόνης και χάνεται στο διάδρομο μουρμουρίζοντας

-- Μα τι λες, μου φαίνεται πώς το 'χασες, σα να ζητάς από τον καρχαρία ευγένεια.

Ο Νόνης όμως δεν άκουγε γιατί η σκέψη του είχε προσανατολιστεί στην εικόνα που θα δημιουργούσε η παρουσία του στα δελτία των οχτώ. Ηξερε πως το αποτέλεσμα θα κριθεί από το ύφος.

-- Ολα είναι θέμα ύφους.

Χαμογελώντας σηκώθηκε από το γραφείο και πήγε ξανά μπροστά στον καθρέφτη.

-- Ολα, ακόμη και η ελάχιστη απόκλιση παίζει καθοριστικό ρόλο, είπε και τράβηξε τον καθρέφτη μπροστά από το γραφείο απέναντι από την καρέκλα του. Σχολαστικά με συνεχείς δοκιμές που μετατόπιζαν απειροελάχιστα τη θέση του καθρέφτη κατάφερε μετά από αρκετή ώρα να φτάσει στο αποτέλεσμα που τον ικανοποιούσε. Ηρεμος κάθισε στο γραφείο και άρχισε να γράφει. Εγραφε, έγραφε ασταμάτητα χωρίς να τον ενοχλεί η υστερική φωνή της μαμάς από το διπλανό δωμάτιο.

-- Γιατί σε μένα Θεέ μου; Ποια αμαρτία βαραίνει ετούτο το σπίτι; Γιατί ακριβή μου το κάνεις αυτό;

Μια δεύτερη γυναικεία φωνή ακούστηκε.

-- Θα τα καθαρίσω, κυρία, ησυχάστε.

-- Πώς να ησυχάσω Τατιάνα δε βλέπεις κι εδώ κι εδώ, το χαλί, η Μπουχάρα μας καταστράφηκε, ακούστηκε η φωνή της μαμάς γεμάτη απόγνωση.

-- Δε θα φαίνεται τίποτε, κυρία.

-- Μα, Τατιάνα τι σου συμβαίνει, εσύ κλαις...

Ο Νόνης φαίνεται ικανοποιημένος διαβάζοντας στο λαπ-τοπ αυτά που έγραψε κι αυτό διακρίνεται στις κλεφτές ματιές που ρίχνει στον καθρέφτη.

-- Και τώρα το ύφος, η προσωπική φιγούρα που θα διεισδύσει στο συνειδητό και υποσυνείδητο των θεατών. Παίρνει πομπώδες ύφος και κοιτάζεται στον καθρέφτη.

-- Οχι, δεν ταιριάζει είναι ντεμοντέ, κάτι άλλο πιο ταπεινό και προσιτό. Παίρνει βαθιά ανάσα και παρακολουθεί τις μεταμορφώσεις του καθώς σηκώνει τα χέρια και μοιάζει σα να ετοιμάζεται για την ανάληψη στο στερέωμα.

-- Δεν είμαστε ήρωες δεν κάνουμε τους ήρωες αυτοί χάθηκαν προ πολλού κάτω από τα τείχη της Τροίας... Οχι, όχι. Κατεβάζει τα χέρια στέκεται σκεφτικός για λίγο και αφού επαναλαμβάνει το κόλπο με τις ανάσες ποζάρει στον καθρέφτη με ένα ανέφελο ύφος.

-- Οχι πως δε φοβόμαστε, είμαστε κι εμείς από σάρκα όπως εσείς, αυτό όμως δε θα το επιτρέψουμε κι αφού το κράτος αδυνατεί να αντιμετωπίσει αυτούς τους νεαρούς κουκουλοφόρους αναλαμβάνουμε να το κάνουμε εμείς, όποιο κι αν είναι το κόστος...

Από το δρόμο ακούγονταν ένα ποδοβολητό που όλο και δυνάμωνε. Ο Νόνης πήγε στο ανοιχτό παράθυρο και προσπάθησε να ξεχωρίσει το δρόμο που τον έκρυβαν τα δέντρα του κήπου όταν ακούστηκε σαν κανονιά στ' αυτιά του το σύνθημα.

-- Την κρίση να πληρώσουν οι κεφαλαιοκράτες.

-- Ω Θέ μου έρχονται, είπε ο Νόνης τρομοκρατημένος και έκλεισε το παράθυρο. Ξαφνικά ρίγη διέτρεχαν το κορμί του σα παγωμένα ρυάκια και πήρε την καπαρτίνα και το καπέλο από την κρεμάστρα. Τα φόρεσε μπροστά στον καθρέφτη και ενώ οι φωνές δυνάμωναν κάθισε στην καρέκλα του γραφείου. Από το διπλανό δωμάτιο άκουσε τη φωνή της μαμάς.

-- Λούση μη φεύγεις, δε θα σε ξαναμαλώσω στ' ορκίζομαι, γύρνα πίσω Λούση. Η μαμά έκλαιγε αλλά ο Νόνης ατάραχος περίμενε στωικά τους νεαρούς.

-- Τρέξε Τατιάνα φέρτην πίσω, σώσε την.

Ο θόρυβος απομακρύνονταν αργά σα καρότσι που το σπρώχνουν γέρικα πόδια.

Ο Νόνης είδε τη μαμά του να μπαίνει στο δωμάτιο και τη ρώτησε με ουδέτερη φωνή.

-- Είναι το τέλος μαμά; Με περιμένουν;

-- Εφυγαν, δε θα ξαναγυρίσουν.

-- Δεν ήρθαν για μας οι νεαροί; Ποιοι νεαροί Νόνη να 'ρθουν για μας; Η Λούση, έφυγε η Λούση.

Ο Νόνης κουνώντας το κεφάλι φαίνεται να ταλαντεύεται αν πρέπει να δείξει ανακούφιση και ξαναρωτά τη μητέρα του.

-- Δεν ήταν οι νεαροί;

Η μητέρα με αργά βήματα πλησιάζει το γραφείο μουρμουρίζοντας.

-- Την αδερφή της Τατιάνας την έκαψαν για να μην της δώσουν τα χρωστούμενα, έκαψαν έναν άνθρωπο για το τίποτε, σε τι κόσμο σ' έφερα να ζήσεις αγόρι μου. Η μητέρα αγκαλιάζει το Νόνη που δέχεται τα χάδια της σα βάλσαμο στην ταραγμένη ψυχή του.

-- Ωστε δεν ήρθαν, ε μαμά;

-- Ησύχασε αγοράκι μου, δε θα σε πειράξουν οι νεαροί. Ακουσα το θόρυβο κι άνοιξα την πόρτα και τους είδα. Χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά κυλούσαν σα ποτάμι κάτω από ένα πανό που έγραφε: Ανεργοι. Χάζευα γιατί δεν φανταζόμουν την ύπαρξη αυτών των ανθρώπων, δεν μπορώ να τους περιγράψω αλλά φαίνονταν πως ήταν άλλοι άνθρωποι...

Ο Νόνης που ως εκείνη τη στιγμή είχε τα μάτια κλειστά σήκωσε το κεφάλι και ρώτησε τη μητέρα του.

-- Και γιατί φώναζες τη Λούση;

-- Εγώ φταίω, εκεί που είχα ανοιχτή την πόρτα και κοιτούσα το ανθρωπομάνι, αυτή σηκώθηκε από το κρεβατάκι της και περνώντας κάτω από τα πόδια μου, βρέθηκε στον κήπο. Τη φώναζα, την παρακαλούσα να γυρίσει πίσω. Αυτή χωρίς να μου ρίξει έστω ένα βλέμμα σκαρφάλωσε το περβάζι και περνώντας τα κάγκελα μπλέχτηκε με τους διαδηλωτές.

-- Τατιάνα βοήθεια, σώσε τη Λούση φώναξα κι αυτή έτρεξε στο κατόπι της. Τις περίμενα, δε γύρισαν είπε η μητέρα και κοίταζε στο κενό ανέκφραστη. Ο Νόνης που δε φαίνεται να αμφισβητεί αυτά που του λέει η μητέρα του ξαναρωτά.

-- Σίγουρα δεν ήταν οι νεαροί;

Και η μητέρα σα να μην άκουσε το Νόνη μονολογεί.

-- Εφυγαν, έφυγαν...


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ